Subject | Greek | Portuguese |
environ. | έκθεση "Η περιβαλλοντική διάσταση" | relatório sobre a dimensão ambiental |
social.sc. | αγνοών ουσα τη διάσταση του φύλου | insensível à dimensão do género |
tech. | ακριβής διάσταση | medida exata |
fin., scient. | ανάλυση στην χρονική διάσταση | análise temporal |
fin., scient. | ανάλυση στην χρονική διάσταση | análise das correlações |
gen. | ανατολική διάσταση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας | dimensão oriental da Política Europeia de Vizinhança |
social.sc., environ., R&D. | Ανθρώπινη διάσταση του προγράμματος πλανητικών περιβαλλοντικών αλλαγών | Dimensão Humana do Programa sobre Alterações Ambientais Globais |
IT, mech.eng. | απόλυτη διάσταση,απόλυτες συντεταγμένες | dimensão absoluta |
IT, mech.eng. | απόλυτη διάσταση,απόλυτες συντεταγμένες | coordenadas absolutas |
polit., loc.name. | βόρεια διάσταση | dimensão nórdica |
polit., loc.name. | βόρεια διάσταση | dimensão setentrional |
gen. | γονέας ευρισκόμενος σε διάσταση | progenitor separado |
h.rghts.act., polit. | Διάσκεψη για την ανθρώπινη διάσταση | Conferência sobre a Dimensão Humana |
gen. | διάσκεψη για την ανθρώπινη διάσταση | conferência sobre a dimensão humana |
h.rghts.act., polit. | Διάσκεψη για την Ανθρώπινη Διάσταση της ΔΑΣΕ | Conferência sobre a Dimensão Humana |
lab.law. | διάσταση έργου | dimensão do emprego |
transp., mech.eng. | διάσταση ανοίγματος | diafragma |
account. | διάσταση απόψεων | divergência de opinião |
Braz., comp., MS | διάσταση αριθμητικής μορφοποίησης | dimensão da formatação |
transp. | διάσταση αυτοευθυγραμμιστικής μετατόπισης τροχού | distância de orientação |
mech.eng. | διάσταση βρόχου φίλτρου | malha de filtro |
work.fl., IT | διάσταση διευθέτησης | modo de ordenação |
transp., mater.sc. | διάσταση εξαγώνου | medida de face a face |
lab.law. | διάσταση εργασίας | dimensão do emprego |
tech., industr., construct. | διάσταση κάθετη στην πορεία της μηχανής | sentido transversal |
tech., industr., construct. | διάσταση κάθετη στην πορεία της μηχανής | direcção transversal |
transp., mech.eng. | διάσταση κλειδιού σύσφιγξης περικοχλίου | diâmetro dos planos |
IT | διάσταση προς έλεγχο | dimensão a ser testada |
social.sc. | διάσταση της ισότητας | dimensão da igualdade |
work.fl., IT | διάσταση της μεταβλητής δεδομένων | dimensão da variável |
met. | διάσταση τομής | dimensão da secção |
stat. | Διάσταση του Hausdorff | dimensão de Hausdorff |
math. | Διάσταση του Hausdorff | dimensão de Hausdorff |
mech.eng., construct. | διάσταση του μη επιχρισμένου ανοίγματος | tamanho de abertura, no tosco |
h.rghts.act., empl. | διάσταση του φύλου | dimensão do género |
IT, el. | διάσταση φωτογραφική μείωσης | escala de redução fotográfica |
tech., industr., construct. | διάσταση φύλλου | formato de uma folha |
agric. | διαστάση της βυνοποιημένης κριθής | diástase de cevada maltada |
gen. | εκπλήρωση των υποχρεώσεων όσον αφορά την ανθρώπινη διάσταση | execução dos compromissos assumidos relativamente à dimensão humana |
el. | ενεργός διάσταση σταγόνας βροχής | dimensão efetiva do volume de chuva |
industr., construct. | επιδιωκόμενη διάσταση | medida conforme/normalizada |
transp. | επιτρεπτή διάσταση οχήματος | gabarito do veículo |
social.sc. | ευαισθητοποιημένος ως προς τη διάσταση του φύλου | sensível à dimensão de género |
social.sc. | ευρωπαϊκή διάσταση | dimensão europeia |
ed. | ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση ; ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας | dimensão europeia na educação |
law | ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας | dimensão europeia na educação |
chem. | ηλεκτρολυτική διάσταση | dissociação electrolítica |
chem. | ηλεκτρολυτική διάσταση | dissociação eletrolítica |
tech. | θεωρητική διάσταση | cota teórica |
el. | κατακόρυφη διάσταση | dimensão vertical |
social.sc., transp., el. | κοινωνική διάσταση της ενιαίας αγοράς | dimensão social do espaço comum |
gen. | κοινωνική διάσταση της εσωτερικής αγοράς | dimensão social do mercado interno |
gen. | κοινωνική διάσταση του χώρου χωρίς σύνορα | dimensão social do espaço sem fronteiras |
med. | λευκωματοκυτταρική διάσταση | dissociação albuminocitológica do líquido cefalorraquidiano |
transp. | μέγιστη ανεκτή διάσταση | dimensão máxima autorizada |
tech. | μέγιστη διάσταση | dimensão máxima limite |
tech. | μέγιστη διάσταση | dimensão máxima tolerável |
tech. | μέγιστη διάσταση | dimensão máxima |
gen. | μητέρα ευρισκόμενη σε διάσταση | mãe separada |
social.sc., IT | Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS | Grupo EDSSI |
social.sc., IT | Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS | Grupo de Alto Nível para o Emprego e a Dimensão Social da Sociedade da Informação |
met. | ονομαστική διάσταση | dimensão nominal |
tech. | ονομαστική διάσταση | cota nominal |
met. | ονομαστική διάσταση ουλής | dimensão nominal da impressão |
tech. | οριακή διάσταση | dimensão limite |
tech. | οριακή διάσταση | cota limite |
social.sc., UN | Παγκόσμια Επιτροπή για την κοινωνική διάσταση της παγκοσμιοποίησης | Comissão Mundial sobre a Dimensão Social da Globalização |
obs. | πατέρας ευρισκόμενος σε διάσταση | pai separado |
econ. | Πειραματικά προγράμματα διαπεριφερειακής συνεργασίας για την οικονομική ανάπτυξη που έχει πολιτιστική διάσταση | Projetos-piloto de cooperação inter-regional de desenvolvimento económico de vocação cultural |
gen. | πολιτιστική διάσταση | dimensão cultural |
social.sc. | που αγνοούν τη διάσταση "ισότητα των δύο φύλων" | insensível á dimensão de género |
ed. | Πράσινη βίβλος για την ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαίδευσης | Livro Verde sobre a dimensão europeia na educação |
tech. | πραγματική διάσταση | dimensão efetiva |
tech. | πραγματική διάσταση | cota efetiva |
met. | προτιμώμενη διάσταση | dimensão preferencial |
cultur. | Πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση | Programa de apoio às atividades artísticas e culturais de dimensão europeia |
relig. | Πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση Καλειδοσκόπιο | Programa de Apoio às Actividades Artísticas e Culturais de Dimensão Europeia |
arts. | πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση | programa de apoio às atividades artísticas e culturais de dimensão europeia |
arts. | πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση | Programa de apoio às atividades artísticas e culturais a nível europeu |
relig. | Πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση Καλειδοσκόπιο | Programa Caleidoscópio |
nat.sc. | στρωματικό κύτταρο με τη μεγάλη διάσταση τοποθετημένη αξονικά | célula ereta do raio |
social.sc. | συνάφεια προς τη διάσταση του φύλου | relevância em termos de género |
gen. | Συνέδριο "Κοινωνική διάσταση της Κεντρικής Ευρώπης" | Colóquio "Dimensão Social da Europa Central" |
IT | Σχέδιο Δράσης "Βόρεια Ηλεκτρονική Διάσταση" | Plano de Acção para a CiberDimensão Setentrional |
social.sc. | σχεδιασμός που εντάσσει τη διάσταση του φύλου | planeamento em função do género |
proced.law. | σύζυγος ευρισκόμενος σε διάσταση | pessoa separada |
proced.law. | σύζυγος που βρίσκεται σε διάσταση | pessoa separada |
el. | τμήμα κυματοδηγού με μεταβλητή πλατιά διάσταση | secção de compressão |
gen. | υπερεθνική διάσταση | transnacionalidade |
Braz., comp., MS | χρονική διάσταση | dimensão temporal |
tech., industr., construct. | ωφέλιμη διάσταση πλάτους μηχανής | largura utilizada da teia |
tech., industr., construct. | ωφέλιμη διάσταση πλάτους μηχανής | largura útil da tela de formação |
tech., industr., construct. | ωφέλιμη διάσταση πλάτους μηχανής | largura da folha na teia |