Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Swedish
Terms
for subject
Agriculture
containing
αυλακωτήρας
|
all forms
Greek
Portuguese
άροτρα παραχώματος-
αυλακωτήρες
derregadores e amontoadores
άροτρο-
αυλακωτήρας
charrua de aivequilho
άροτρο-
αυλακωτήρας
abre-valas
άροτρο-
αυλακωτήρας
amontoador
αυλακωτήρας
διανοίξεως χανδάκων
derregador margeador
αυλακωτήρας
πατάτας
amontoador de cobertura de batatas
αυλακωτήρας
πατάτας
amontoador para batateira
αυλακωτήρας
πατάτας
amontoador para batatas
αυλακωτήρας
σέλινου
amontoador para aipo
αυλακωτήρας
-σβάρνα
amontoador desterroador
αυλακωτήρας
φυτευτικής μηχανής
sulcador
αυλακωτήρας
φυτευτικής μηχανής
riscador
βοτανιστής-
αυλακωτήρας
sachador para cultivo em camalhões
δίσκοι
αυλακωτήρων
discos amontoadores
δίσκος
αυλακωτήρα
amontoador de discos
διάταξη
αυλακωτήρα
αποτελούμενου από πολλά εξαρτήματα
dispositivo margeador
διάταξη περιστρεφόμενου
αυλακωτήρα
dispositivo amontoador rotativo
δισκοφόρος
αυλακωτήρας
amontoador de discos
δισκοφόρος
αυλακωτήρας
-σβάρνα
derregador-amontoador de discos
κύλινδρος-
αυλακωτήρας
rolo traçador
κύλινδρος-
αυλακωτήρας
rolo cultipacker
σπαρτική μηχανή με
αυλακωτήρες
derregador-semeador Lister
σώμα
αυλακωτήρα
amontoador
σώμα
αυλακωτήρα
corpo amontoador
υνί αρότρου-
αυλακωτήρα
ferro sulcador
υνί αρότρου-
αυλακωτήρα
bico sulcador
υνί
αυλακωτήρα
aivequilho
υνί
αυλακωτήρα
ferro sachador
υνί
αυλακωτήρα
ferro de asas abertas
υνί
αυλακωτήρα
relha para abrir regos
υνιοφόρος
αυλακωτήρας
margeador
φτερά
αυλακωτήρων
asa amontoadora
Get short URL