DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing αέριο | all forms
GreekPortuguese
αέριο αιχμήςgás de ponta
αέριο απανθράκωσης σε χαμηλή θερμοκρασίαgás primário
αέριο από λιθάνθρακαgás de hulha
αέριο εφεδρείαςgás de ponta
αέριο καύσιμοcombustível gasoso
αέριο καύσιμο θέρμανσηςgás combustível
αέριο πετρελαίουgás de petróleo
αέριο υπόλειμμα σύνθεσηςgás residual de síntese
απόβλητο αέριοgases de escape
απόβλητο αέριοgás de combustão
απόβλητο αέριοefluentes gasosos
ασφάλεια εφοδιασμού με αέριοsegurança do aprovisionamento de gás
ασφάλεια εφοδιασμού με αέριοsegurança do abastecimento de gás
ατμοπυρολυμένο αέριοgás do steam-cracking
ατμοπυρολυμένο αέριοgás do cracking a vapor
διπλό αέριοgás duplo
Ευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριοGrupo de Reguladores Europeus de Eletricidade e Gás
Ευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριοGrupo Europeu de Reguladores da Eletricidade e do Gás
καύσιμο αέριοgás combustível
μη συμβατικό φυσικό αέριοgás não convencional
μη συμβατικό φυσικό αέριοgás natural não convencional
Ομάδα συντονισμού για το αέριοGrupo de Coordenação do Gás
πεπιεσμένο φυσικό αέριοgás natural comprimido
Περιφερειακή Πρωτοβουλία για το ΑέριοIniciativa Regional do Gás
πρωτεύον αέριοgás primário
συμπιεσμένο υγροποιημένο αέριοgás comprimido liquefeito
υγροποιημένο φυσικό αέριοgás natural liquefeito
υποκατάστατο φυσικό αέριοgás natural sintético
υποκατάστατο φυσικό αέριοgás natural de substituição
φτωχό αέριοgás pobre