DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αέριο | all forms
GreekPortuguese
άκαυστο αέριοgás incombustível
έγκλειστο αέριοgás compacto
Αέριο για εισπνοήGás para inalação
αέριο επικαλύψεωςgás de cobertura
αέριο νεύρωνgás de nervos
αέριο υγροποιημένο με ψύξηgás liquefeito por arrefecimento
αέριο φορτίσεωςgás de pressão
αέριο φορτίσεωςgás de carga
βραχύκαννα όπλα με ωστική δύναμη που προέρχεται από αέριοarma curta de propulsão a gás
εξόχως εύφλεκτο υγροποιημένο αέριοgás liquefeito extremamente inflamável
εξόχως εύφλεκτο υγροποιημένο αέριοR13
μακρύκαννα όπλα με ωστική δύναμη που προέρχεται από αέριοarma longa de propulsão a gás
ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέραnão combustível mas forma gás inflamável em contacto com água ou ar húmido
πολεμικό αέριοgás de guerra
προσβάλλει πολλά μέταλλα σχηματίζοντας καύσιμο αέριοataca muitos metais formando um gás combustível
συμβατικό φυσικό αέριοgás natural convencional
συμβατικό φυσικό αέριοgás convencional
"συμπαγές" αέριοgás compacto
σχιστολιθικό φυσικό αέριοgás de xisto
σύστημα προστασίας με αέριο του υπόγειου θόλου του αντιδραστήραcúpula sobre o núcleo
σύστημα προστασίας με αέριο του υπόγειου θόλου του αντιδραστήραabóbada sobre o núcleo
υπό αδρανές αέριοsob gás inerte
χώρος πληρούμενος με προστατευτικό αέριοespaço do gás de cobertura