DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing Συνολικό | all forms
GreekPortuguese
κατά το συνολικό χρόνο πτήσηςcolocação do calço
συνολικό άνοιγμαvão total
συνολικό βάροςpeso total
συνολικό δίκτυοrede global
συνολικό επιτρεπόμενο βάρος εμφόρτου οχήματος; μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος; ανώτατο επιτρεπόμενο βάροςpeso máximo autorizado
συνολικό πλάτοςlargura total
συνολικό σύστημα εγκατάστασηςsistema global de posicionamento
συνολικό σύστημα εγκατάστασηςSistema de Posicionamento Global
συνολικό φορτίο λειτουργίαςcarga de serviço