Subject | Greek | Portuguese |
earth.sc., mech.eng. | ιδανικό υδροστατικό ύψος,ιδανικό συνολικό υδροστατικό ύψος αντλίας | altura ótima |
earth.sc., mech.eng. | ιδανικό υδροστατικό ύψος,ιδανικό συνολικό υδροστατικό ύψος αντλίας | altura total ótima da bomba |
transp., avia. | κατά το συνολικό χρόνο πτήσης | colocação do calço |
environ. | Κοινό Συνολικό Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Δράσης για τη Βαλτική Θάλασσα | Programa Conjunto de Acção Global para o Ambiente no Mar Báltico |
fin. | λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα | outro rendimento integral acumulado |
el. | μέγιστο επιτρεπτό συνολικό σφάλμα συχνότητας | erro máximo admissível para o erro de frequência global |
fin. | πίστωση από συνολικό δάνειο | crédito no âmbito de empréstimo global |
transp. | συνολικό άνοιγμα | vão total |
fin. | συνολικό άνοιγμα | risco total |
fin. | συνολικό έλλειμμα του δημόσιου τομέα | défice global do setor público |
fin. | συνολικό ακαθάριστο εγχώριο χρέος | dívida pública bruta total |
law | συνολικό ακαθάριστο χρέος,στην ονομαστική του αξία | dívida global bruta, em valor nominal |
fin., econ. | συνολικό ανώτατο όριο | limite máximo global |
fin. | συνολικό ανώτατο όριο για τους ίδιους πόρους | limite global dos recursos próprios |
fin. | συνολικό ανώτατο όριο για τους ίδιους πόρους | limite máximo global dos recursos próprios |
fin. | συνολικό αποθεματικό | reserva global |
econ., fin. | συνολικό αποτέλεσμα χρήσης | produto global de exploração |
transp. | συνολικό βάρος | peso total |
fin. | συνολικό δάνειο | empréstimo global |
fin. | συνολικό δάνειο που συνάπτεται με ενδιάμεσους οργανισμούς | empréstimo global concluído com institutos intermediários |
fin., environ. | συνολικό δάνειο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος | empréstimo global com fins ambientais |
fin. | συνολικό δάνειο υπό αίρεση | empréstimo global condicional |
fin. | συνολικό δάνειο υπό όρους | empréstimo global condicional |
transp. | συνολικό δίκτυο | rede global |
health., nat.res., agric. | συνολικό δείγμα | amostra global |
fin. | συνολικό εισόδημα | rendimento colectável |
tax. | συνολικό επίπεδο εσόδων | nível global das receitas |
fish.farm. | συνολικό επίπεδο ποσοστώσεων που χορηγούνται στους ξένους αλιείς; ανώτατα επιτρεπόμενα ξένα αλιεύματα | nível total autorizado de pesca estrangeira |
fish.farm. | συνολικό επιτρεπόμενο αλίευμα | total admissível de capturas |
transp., mil., grnd.forc., tech. | συνολικό επιτρεπόμενο βάρος εμφόρτου οχήματος; μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος; ανώτατο επιτρεπόμενο βάρος | peso máximo autorizado |
IT | συνολικό ζωνικό εύρος | largura de banda total |
econ., market. | συνολικό ισοζύγιο πληρωμών | balança global de pagamentos |
market. | συνολικό καθαρό έλλειμα | perda líquida total |
market. | συνολικό καθαρό έλλειμα | perda do exercício |
econ., market. | συνολικό καθαρό κέρδος | lucro do exercício |
fin. | συνολικό κόστος αντικατάστασης | custo total de reposição |
econ. | συνολικό κόστος παραγωγής | custo total da produção |
econ., market. | συνολικό κόστος παραγωγής | custo de produção |
fin. | συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή | custo total do crédito para o consumidor |
fin. | συνολικό μέγεθος εθνικών λογαριασμών | agregado das contas nacionais |
interntl.trade., econ. | συνολικό μέτρο στήριξης | medida global do apoio |
earth.sc., el. | συνολικό μήκος καλωδίου | comprimento total do fio |
mech.eng. | συνολικό μήκος στελέχους τρυπανιού | comprimento total da broca |
industr., construct., chem. | συνολικό μήκος της ραφής σε γωνία | comprimento da junta em ângulo |
tech., industr., construct. | συνολικό μήκος χεριού | comprimento total do braço |
earth.sc., mech.eng. | συνολικό μανομετρικό ύψος | altura total de carga |
commun. | συνολικό μοντέλο προσομοίωσης | modelo global de simulação |
commun. | συνολικό μοντέλο προσομοίωσης | modelo de simulação total |
life.sc. | συνολικό πάχος χιονιού | espessura total de neve |
commun., IT | συνολικό πεδίο ομιλίας | universo de discurso |
tech., industr., construct. | συνολικό πεδίο τραβήγματος | campo de estiragem total |
environ. | συνολικό περιεχόμενο στήλης του όζοντος | conteúdo total da coluna de ozono |
transp., mil., grnd.forc. | συνολικό πλάτος | largura total |
insur. | συνολικό πλαίσιο πιστώσεων | compromisso global de créditos |
coal., met. | συνολικό πορώδες | porosidade total |
fin. | συνολικό ποσοστό αυτοχρηματοδότησης | margem de autofinanciamento |
fin. | συνολικό ποσοστό αυτοχρηματοδότησης | margem bruta de autofinanciamento |
demogr. | συνολικό ποσοστό γονιμότητας | taxa de fecundidade total |
demogr. | συνολικό ποσοστό γονιμότητας | taxa de fertilidade geral |
demogr. | συνολικό ποσοστό γονιμότητας | taxa de fecundidade esperada |
demogr. | συνολικό ποσοστό γονιμότητας | taxa de fecundidade geral |
med. | συνολικό ποσοστό επιβίωσης | taxa de sobrevida global |
gen. | συνολικό ποσοστό μεταφοράς | taxa global de transposição |
econ. | συνολικό ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης | taxa global de crescimento económico |
fin. | συνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους | montante global de um empréstimo,capital e juros |
fin. | συνολικό πραγματικό ετήσιο επιτόκιο | taxa anual de encargos efeciva |
fin. | συνολικό πραγματικό ετήσιο επιτόκιο | taxa anual de encargos efetiva global |
fin. | συνολικό πραγματικό ετήσιο επιτόκιο | Taxa Anual Efetiva Global |
econ., nat.res. | συνολικό πρόγραμμα ανάπτυξης της άγριας χλωρίδας και πανίδας | pacote de medidas para o desenvolvimento da vida selvagem |
health., UN | Συνολικό Πρόγραμμα για το AIDS | Programa Global de Luta contra a SIDA |
health., UN | Συνολικό Πρόγραμμα για το AIDS | Programa Global da SIDA |
health., UN | Συνολικό Πρόγραμμα για το AIDS | Programa Global contra a SIDA |
econ., market. | συνολικό πρόγραμμα περιφερειακής ανάπτυξης | quadro geral de desenvolvimento regional |
gen. | συνολικό πρόγραμμα περιφερειακής ανάπτυξης | plano global de desenvolvimento regional |
earth.sc. | συνολικό ρεύμα | corrente total |
el. | συνολικό ρεύμα προς το βραχυκύκλωμα | corrente de curto-circuito |
el. | συνολικό ρεύμα προς το σφάλμα | corrente de falha |
IT, transp. | συνολικό ροήμετρο | fluxímetro |
immigr. | Συνολικό σχέδιο για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Plano global de luta contra a imigração ilegal e o tráfico de seres humanos na União Europeia |
transp. | συνολικό σύστημα εγκατάστασης | sistema global de posicionamento |
transp. | συνολικό σύστημα εγκατάστασης | Sistema de Posicionamento Global |
fin. | συνολικό ταμειακό έλλειμμα | défice global de caixa |
fin. | συνολικό υπόλοιπο δανεισμού | empréstimos contraídos em curso |
market., fin. | συνολικό υπόλοιπο του χρέους | montante total do endividamento |
health. | συνολικό φιλτράρισμα | filtragem total |
mech.eng., construct. | συνολικό φορτίο θραύσεως | carga de rutura total |
transp. | συνολικό φορτίο λειτουργίας | carga de serviço |
econ. | συνολικό χρέος του ομίλου | endividamento geral do grupo |
fin. | το συνολικό ποσό κατανέμεται μεταξύ των αρχικών Kρατών μελών | o montante total será repartido entre os Estados-membros originários |
fin. | το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων | montante total dos recursos próprios |
fin. | υπερβαίνω το συνολικό ποσό των πιστώσεων | exceder o montante total das dotações |