Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Social science
containing
Η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Portuguese
ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα,αμειβόμενη
ή
μη
exercer uma atividade profissional, remunerada ou não
Ευρωπαϊκή Κοινωνική πολιτική -
Η
πορεία προς το μέλλον για την Ένωση - Λευκή βίβλος
Livro Branco sobre a Política Social Europeia
Ευρωπαϊκή Κοινωνική πολιτική -
Η
πορεία προς το μέλλον για την Ένωση - Λευκή βίβλος
Livro Branco - Política Social Europeia - Como Avançar na União
η
ανάληψη και η άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων
o acesso às atividades não assalariadas e respetivo exercício
η
ελεύθερη επιλογή εργασίας
a livre escolha de um emprego
η
εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων
a abolição dos obstáculos à livre circulação de pessoas
η
επαναπασχόληση του εργατικού δυναμικού που κατέστη διαθέσιμο
a reabsorção da mão de obra dispensada
η
θέση των εργαζομένων
condição dos trabalhadores
μετανοσοκομειακή κοινωνική βοήθεια
ή
περίθαλψις
assistência pós-hospitalar
μητρότητα
ή
πατρότητα
parentalidade
παιδοκόμη
ή
νηπιαγώγη
educadora de infância
παιδοκόμος
ή
νηπιαγωγός
educador de infância
περιφερειακό πρόγραμμα για μετατροπή των ζωνών όπου είναι αναπτυγμένη
η
βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα
programa regional de reconversão das bacias siderúrgicas
περιφερειακό πρόγραμμα για μετατροπή των ζωνών όπου είναι αναπτυγμένη
η
βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα
Programa comunitário a favor da reconversão das zonas siderúrgicas
προσόντα που απαιτεί
η
ζωή
aptidões para a vida
συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα
ή
για άλλους επιστημονικούς σκοπούς
Comité Consultivo para a Proteção dos Animais utilizados para Fins Experimentais ou para outros Fins Científicos
συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης, απασχόλησης
ή
κατοικίας
totalização dos períodos de seguro, de emprego ou de residência
σύνταξη αναπήρου χήρου
ή
χήρας
pensão de viúvo ou viúva inválido
Τοπικό Επαγγελματικό
ή
Διεπαγγελματικό Ταμείο
Caixa de base profissional ou interprofissional
τοποθέτηση σε επιχείρηση προς απόκτηση επαγγελματικής κατάρτισης
ή
πείρας
estágio laboral
τοποθέτηση σε επιχείρηση προς απόκτηση επαγγελματικής κατάρτισης
ή
πείρας
estágio em empresa
Get short URL