Subject | Greek | English |
comp., MS | Όχι για ανηλίκους | No Youth (A game rating symbol developed by Unterhaltungssoftware Selbstkontrolle (USK)) |
med. | αδένας όχι σε σκόνη | gland not powdered |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | amputation in the continuity |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | resection in continuity |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | amputation in continuity |
med. | ανερμήνευτος αλλά όχι υπερφυσικός | paranormal |
health. | ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του | depression immunity |
gen. | απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, είτε υπάρχει γι'αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι | claims, whether or not evidenced by certificates, on affiliated undertakings |
agric. | αυγό όχι φρέσκο | old egg |
industr., construct. | δέρμα προβάτου με μαλλί,όχι διασχισμένο,δεψημένο φυτικά | basil |
el. | διαθέσιμη αλλά όχι αναγκαία ικανότητα | available but not needed capability |
agric. | εκμετάλλευση αγελάδων για γαλακτοπαραγωγή και όχι για αναπαραγωγή | flying herd management |
agric. | εκμετάλλευση αγελάδων για γαλακτοπαραγωγή και όχι για αναπαραγωγή | milk production using "flying herd" with no raising for replacements |
gen. | η οσμή δεν αποτελεί προειδοποίηση για την ύπαρξη ή όχι τοξικών συγκεντρώσεων | no odour warning if toxic concentrations are present |
transp. | ηλεκτρονόμος όχι ασφαλείας | non-safety relay |
transp. | ηλεκτρονόμος όχι ασφαλείας | industrial relay |
med. | ηπατίτιδα οχι-Α οχι-Β | NANB hepatitis |
med. | ηπατίτιδα οχι-Α οχι-Β | non-A non-B hepatitis |
med. | θηλυκά ζώα άτοκα και όχι έγκυα | nulliparous and non-pregnant female |
transp. | κέντρο επιχειρησιακού ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας-όχι υποστήριξης | operational air traffic no assistance |
transp. | κέντρο επιχειρησιακού ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας-όχι υποστήριξης | operational air traffic NA |
fin., polit. | καθρέφτες από γυαλί, με πλαίσιο ή όχι, στους οποίους περιλαμβάνονται κοι οι οπισθοσκοπικοί καθρέφτες | glass mirrors including rear-view mirrors, unframed, framed or backed |
econ., mun.plan. | "καταλληλότητα του NIMBY/σύνδρομο ""όχι στην αυλή μου""" | nimbyism |
el., met. | λέβητες και σώματα καλοριφέρ ... με θέρμανση όχι ηλεκτρική, γεννήτριες και διανεμητές θερμού αέρα | boilers and radiators ... not electrically heated, air heaters and hot air distributors |
lab.law. | μέσο ατομικής προστασίαςΜΑΠχρησιμοποιούμενο όχι επαγγελματικά για την προστασία από δυσμενείς καιρικές συνθήκες | personal protective equipment for private use in bad weather |
commun. | μεταφορά όχι διά χειρός | transfer |
commun. | μεταφορά όχι διά χειρός | handoff |
commun. | μεταφορά όχι διά χειρός | hand-off |
fin. | ομολογία διασφαλιζόμενη με υποθήκη επί της περιουσίας της επιχείρησης και όχι μόνον επί των κερδών ή των εσόδων της | mortgage certificate |
fin. | ομολογία διασφαλιζόμενη με υποθήκη επί της περιουσίας της επιχείρησης και όχι μόνον επί των κερδών ή των εσόδων της | mortgage debenture |
fin. | ομολογία διασφαλιζόμενη με υποθήκη επί της περιουσίας της επιχείρησης και όχι μόνον επί των κερδών ή των εσόδων της | mortgage bond |
gen. | ΟΧΙ επαφή με εύφλεκτες ουσίες | no contact with flammable substances |
gen. | ΟΧΙ επαφή με θερμές επιφάνειες | no contact with hot surfaces |
commun. | πελάτης όχι κερδοφόρος | uneconomic customer |
agric. | πουλερικό όχι κενό | undrawn poultry |
gen. | Πράξη "Α ή όχι Β" | A or not B operation |
IT | Πράξη "Α και όχι Β" | A AND-NOT B operation |
transp., nautic. | προσορμισμένο ή όχι | whether in berth or not |
gen. | πόροι που υπάγονται ή όχι στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης | in-house and outside staff |
IT, el. | πύλη Α και όχι Β | A and not B gate |
gen. | πύλη ΚΑΙ ΟΧΙ | EXCEPT -gate |
gen. | πύλη ΚΑΙ ΟΧΙ | INHIBITORY -gate |
gen. | πύλη ΚΑΙ ΟΧΙ | AND NOT -gate |
el. | πύλη ΟΧΙ | NOT gate inverter |
el. | πύλη ΟΧΙ | NOT gate |
industr., construct. | σανίδα όχι από ξύλο | non-wood based panel |
transp., nautic. | σε παραβολή ή όχι | whether in berth or not |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε σημεία,όχι σε συνεχή γραμμή | spot weld |
gen. | Συσκευή έτοιμη / όχι έτοιμη | Device ready/not ready |
market., commun. | συστατικό μέρος του δικτύου όχι ευαίσθητο στην κίνηση | non-traffic-sensitive network component |
construct. | σφυρί με όχι λείο κεφάλι | stone roughing hammer |
construct. | σφυρί με όχι λείο κεφάλι | bush hammer |
environ. | σύνδρομο "όχι στην αυλή μου" | NIMBY aptitude aptitude "not in my back yard"; Not In My BackYard: phrase used to describe people who encourage the development of agriculture land for building houses or factories, provided it is not near where they themselves are living |
IT, dat.proc. | τελεστής "ΟΧΙ-Ή" | non-disjunctive operator |
IT, dat.proc. | τελεστής "ΟΧΙ-Ή" | NOT-OR operator |
met. | το νικέλιο επομένως συγκεντρώνεται μέσα στον φερρίτη και όχι μέσα στο καρβίδιο | therefore nickel is not enriched in the carbide, but is the ferrite |
comp., MS | τύπος δεδομένων Ναι/Όχι | Yes/No data type (A field data type you use for fields that will contain only one of two values, such as Yes or No and True or False. Null values are not allowed) |
health. | υγεία είναι η κατάσταση πλήρους σωματικής πνευματικής ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου και όχι μόνο η απουσία αρρώστιας ή αναπηρίας. | health is a state of complete physical, mental and social well-being and not merely the absence of disease or infirmity |
transp. | φόρτωση όχι καλά κατανεμημένη | unequally-distributed load |
transp. | όχημα με άξονες όχι άκαμπτους | vehicle with non-rigid axles |
astronaut., transp. | όχι απορρυπαντική ιδιότητα | non-detergent |
commun. | όχι διφορούμενα φασματογραφικά δεδομένα | non-ambiguous spectrographic data |
interntl.trade. | όχι δωρεάν παραχωρήσεις | no free-riders |
forestr. | όχι κοφτερός | dull |
transp., mil., grnd.forc. | όχι συνήθη φορτία | exceptional loads |
forestr. | όχι φορτωμένο | unshipped |