Subject | Greek | English |
astronaut., transp. | Αναμενόμενες συνθήκες πτητικής λειτουργίας | expected operating condition |
gen. | ανώμαλες συνθήκες λειτουργίας της εγκαταστάσεως | abnormal plant conditions |
el. | αρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας | burn-in |
el. | αρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας | burn in |
transp., avia. | δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας | adverse operating conditions |
gen. | ελάττωμα που προκαλείται υπό πραγματικές συνθήκες λειτουργίας | real service induced defect |
astronaut., transp. | ισχύ σε συνθήκες βραδείας λειτουργίας, | power idle |
stat., scient., el. | ισχύς εξόδου πομπού κάτω από προδιαγραμμένες συνθήκες λειτουργίας | rated output power |
astronaut., transp. | Κανονικές συνθήκες πτητικής λειτουργίας | normal operating conditions |
commun., IT | κανονικές συνθήκες ρύθμισης και λειτουργίας | normal conditions of adjustment and operation |
astronaut., transp. | Κινητήρα σε συνθήκες βραδείας λειτουργίας | engine idling |
astronaut., transp. | Κρίσιμες συνθήκες πτητικής λειτουργίας | critical operating conditions |
commun. | λειτουργία σε συνθήκες περιορισμένης ισχύος | restricted power condition |
commun. | λειτουργία σε συνθήκες περιορισμένης ισχύος | operation under restricted power conditions |
transp., avia. | λογικά αναμενόμενες δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας | reasonably expected adverse operating conditions |
mech.eng. | οδηγώ στις σταθερές συνθήκες λειτουργίας | to bring to a steady-state |
agric. | ομαλές συνθήκες λειτουργίας και διαβίωσης | normal operational and habitable conditions |
fin. | ομαλές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς | orderly market conditions |
el. | ονομαστική ισχύς κορυφής περιβάλλουσας του τρανζίστορ σε συνθήκες γραμμικής λειτουργίας | transistor linear peak envelope power rating |
el. | ονομαστική ισχύς κορυφής περιβάλλουσας του τρανζίστορ σε συνθήκες γραμμικής λειτουργίας | linear PEP |
astronaut., transp. | Πιθανές συνθήκες πτητικής λειτουργίας | likely operating condition |
IT, mech.eng. | πραγματικές συνθήκες λειτουργίας | actual conditions |
astronaut., transp. | Προτιθέμενες συνθήκες πτητικής λειτουργίας | intended operation condition |
transp., avia. | πτητική λειτουργία σε συνθήκες κατώτερες της καθιερωμένης Κατηγορίας Ι | LTS CAT I operation |
transp., avia. | πτητική λειτουργία σε συνθήκες κατώτερες της καθιερωμένης Κατηγορίας Ι | lower than standard category I operation |
chem., el. | σε συνθήκες λειτουργίας | at flowing conditions |
market. | συνθήκες εγκατάστασης και λειτουργίας της επιχείρησης-πιλότου | pilot environment factors |
market. | συνθήκες εγκατάστασης και λειτουργίας της επιχείρησης-πιλότου | model environment conditions |
el. | συνθήκες λειτουργίας | expected operating conditions |
mech.eng. | συνθήκες λειτουργίας | operating conditions |
transp. | συνθήκες λειτουργίας | environment |
chem. | συνθήκες λειτουργίας | operational condition |
mech.eng. | συνθήκες λειτουργίας μόνιμης καταστάσεως | steady state conditions |
mech.eng. | συνθήκες λειτουργίας περιοδικώς σταθερές | cyclic stabilised conditions |
mech.eng. | συνθήκες μη σταθεράς λειτουργίας | discontinuous conditions |
el. | συνθήκες μονίμου λειτουργίας | continuous operating conditions |
mech.eng. | συνθήκες σε ένα διάλειμμα λειτουργίας | intermittent conditions |
chem. | συνθήκες σταθερής λειτουργίας | steady running conditions |
mech.eng. | συνθήκες συνεχούς λειτουργίας | continuous working conditions |
transp. | φόρτιση ανταποκρινόμενη στις συνθήκες λειτουργίας | operational loading conditions |
gen. | όρια και συνθήκες λειτουργίας | Operational Limits and Conditions |