DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing περιορίζω | all forms
SubjectGreekEnglish
law, nat.sc.αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης που περιορίζει τον ανταγωνισμόexclusive license restrictive of competition
met.μέσο που περιορίζει τη διάβρεξηstopping-off agent
fin.περιορίζουν την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με...to restrict the scope of Articles dealing with...
med.περιορίζω ένα κάταγμαto set a fracture
agric.περιορίζω μια πυρκαϊάcontrol a fire
agric.περιορίζω μια πυρκαϊάcorral a fire
agric.περιορίζω μια πυρκαϊάcontain fire
med.περιορίζω περιόρισαlocalize
med.περιορίζω περιόρισαrestrain
med.περιορίζω περιόρισαrestrict
med.περιορίζω περιόρισαlimit
mech.eng.περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτησηhammer the tube ends
mech.eng.περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτησηcaulk the tube ends
mech.eng.περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτησηto tighten the tube ends
lawπεριορίζω τη συμβατική ελευθερία των μερώνrestrict the contractual freedom of parties
transp.περιορίζω την έκπτωσηto lessen drift
lawπεριορίζω την αυτονομία λήψεως αποφάσεων ή την εξουσία σύναψης συνθηκών εκ μέρους των συμβαλλομένων μερώνto restrict the decision-making autonomy or the treaty-making power of the parties
immigr.περιορίζω την εδαφική ισχύ της θεωρήσεωςrestrict the territorial validity of the visa
fin.περιορίζω την κοινοποίησηsoft disclosure
gen.περιορίζω τις δραστηριότητές μουto scale down one's activities
econ., market.περιορίζω το ποσόν κάλυψης για κάποια χώραto restrict the amount of cover for a country
commun., ITπεριορίζω το φάσμα σήματοςto limit the signal spectrum
patents.περιορίζω τον εμπεριεχόμενο στην αίτηση κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιώνto restrict the list of goods or services contained in the application