Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Italian
Polish
Russian
Terms
containing
περιορίζω
|
all forms
Subject
Greek
English
law, nat.sc.
αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης που
περιορίζει
τον ανταγωνισμό
exclusive license restrictive of competition
met.
μέσο που
περιορίζει
τη διάβρεξη
stopping-off agent
fin.
περιορίζουν
την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με...
to
restrict the scope of Articles dealing with...
med.
περιορίζω
ένα κάταγμα
to
set a fracture
agric.
περιορίζω
μια πυρκαϊά
control a fire
agric.
περιορίζω
μια πυρκαϊά
corral a fire
agric.
περιορίζω
μια πυρκαϊά
contain fire
med.
περιορίζω
περιόρισα
localize
med.
περιορίζω
περιόρισα
restrain
med.
περιορίζω
περιόρισα
restrict
med.
περιορίζω
περιόρισα
limit
mech.eng.
περιορίζω
τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτηση
hammer the tube ends
mech.eng.
περιορίζω
τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτηση
caulk the tube ends
mech.eng.
περιορίζω
τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτηση
to
tighten the tube ends
law
περιορίζω
τη συμβατική ελευθερία των μερών
restrict the contractual freedom of parties
transp.
περιορίζω
την έκπτωση
to
lessen drift
law
περιορίζω
την αυτονομία λήψεως αποφάσεων ή την εξουσία σύναψης συνθηκών εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών
to
restrict the decision-making autonomy or the treaty-making power of the parties
immigr.
περιορίζω
την εδαφική ισχύ της θεωρήσεως
restrict the territorial validity of the visa
fin.
περιορίζω
την κοινοποίηση
soft disclosure
gen.
περιορίζω
τις δραστηριότητές μου
to
scale down one's activities
econ., market.
περιορίζω
το ποσόν κάλυψης για κάποια χώρα
to
restrict the amount of cover for a country
commun., IT
περιορίζω
το φάσμα σήματος
to
limit the signal spectrum
patents.
περιορίζω
τον
εμπεριεχόμενο στην αίτηση
κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών
to
restrict the list of goods or services
contained in the application
Get short URL