Subject | Greek | English |
gen. | Έκθεση για τη λειτουργία του ελέγχου διασφαλίσεων της ΕΥΡΑΤΟΜ | report on the operation of Euratom safeguards |
med. | άδεια λειτουργίας νοσοκομείου | hospital accreditation |
chem. | άεργη λειτουργία | idle run |
gen. | έγγραφα στοιχεία που αφορούν τις εργασίες παραδόσεως του ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | commissioning documents |
gen. | έκθεση της όλης διαδικασίας παραδόσεως του έργου σε λειτουργία | commissioning report |
construct. | έκτακτος λειτουργία | emergency operation |
earth.sc., mech.eng. | έλεγχος λειτουργίας | function test |
mater.sc. | έλεγχος λειτουργίας με πεπιεσμένο αέρα | drive by compressed air |
mater.sc. | έλεγχος λειτουργίας με πεπιεσμένο αέρα | air operated drive |
med. | έλεγχος της αναπαραγωγικής λειτουργίας | study of reproductive function |
gen. | έναρξη λειτουργίας | commencement of operation |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας κόντρα σε μία κλειστή βαλβίδα | starting against closed valve |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας με ανοιχτή βαλβίδα | starting against open valve |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας με την βοήθεια ενός εκκινητή τύπου αστεροειδούς δέλτα | star-delta starting |
mater.sc. | έναρξη της ραδιενεργού λειτουργίας | start-up of the hot operation |
busin., labor.org. | έτος λειτουργίας | operating year |
med. | αίσθημα ενέργειας,λειτουργίας | sense of action |
earth.sc., mech.eng. | αγωγός για την χειροκίνητη λειτουργία | manual operation line |
earth.sc., life.sc. | αδιαβατική λειτουργία | adiabatic process |
earth.sc., tech. | αεροδυναμική σήραγγα συνεχούς λειτουργίας | continuous wind tunnel |
earth.sc., mech.eng. | αζυγοσταθμία λειτουργίας λειαντικού τροχού | operating unbalance |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | modified Vermorel |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | shut-off nozzle |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | cut-off nozzle |
chem. | αναμίκτης συνεχούς λειτουργίας | in-line mixer |
chem. | αναμεικτήρας συνεχούς λειτουργίας | in-line mixer |
energ.ind., mech.eng., el. | ανεμογεννήτρια αυτόνομης λειτουργίας | single wind power plant |
energ.ind., mech.eng., el. | ανεμογεννήτρια αυτόνομης λειτουργίας | single site configuration |
gen. | ανεξάρτητη λειτουργία | independent control |
med. | ανεπαρκής σωματική ή διανοητική λειτουργία | cacergasia |
earth.sc., el. | ανοικτός σε θέση λειτουργίας | opening in the operating position |
med. | αντιγόνο σχετιζόμενο με την λειτουργία λεμφοκυττάρων | lymphocyte function-associated antigen |
med. | αντιγόνο σχετιζόμενο με την λειτουργία λεμφοκυττάρων | leukocyte functional antigen |
med. | αντιγόνο σχετιζόμενο με την λειτουργία λεμφοκυττάρων | leukocyte function-related antigen |
gen. | αντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | on-load fuelling |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | on-load refuelling |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | on-load charging |
gen. | Αντισυμπτωτική λειτουργία | Anticoincidence operation |
earth.sc., mech.eng. | αντλία αξονικής ροής με ρυθμιζόμενα πτερύγια σε λειτουργία | axial flow with variable pitch blades |
earth.sc., mech.eng. | αντλία με αξονικά έμβολα,σε πλάγιο δίσκο λειτουργίας | swash plate operated reciprocating pump |
gen. | ανώμαλα μεταβατικά γεγονότα κατά τη λειτουργία | abnormal operational transients |
gen. | ανώμαλες συνθήκες λειτουργίας της εγκαταστάσεως | abnormal plant conditions |
construct. | ανώτατη στάθμη λειτουργίας | retention water level elevation |
construct. | ανώτατη στάθμη λειτουργίας | normal water level elevation |
med. | αποκαθιστώ τις λειτουργίες ατόμων με ειδικές ανάγκεςαναπήρων | to restore functions to the handicapped |
med. | αποκατάσταση ενζυμικής λειτουργίας με εισαγωγή DNA | to restore the enzyme function through the insertion of DNA |
tech., law, el. | απομονωμένη λειτουργία | island operation |
agric. | αποστειρωτήρας συνεχούς λειτουργίας | continuous steamer |
agric. | αποστειρωτής γάλακτος συνεχούς λειτουργίας | continuous milk sterilizer |
agric. | αποφλοιωτική μηχανή φρούτων διαλείπουσας λειτουργίας | batch peeler |
agric. | αποφλοιωτική μηχανή φρούτων συνεχούς λειτουργίας | continuous peeler |
chem. | απόσταξη ασυνεχούς λειτουργίας | batch distillation |
chem. | απόσταξη συνεχούς λειτουργίας | continuous distillation |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ διακεκομμένης λειτουργίας | intermittent artesian well |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ μονίμου λειτουργίας | perennial artesian well |
gen. | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων λειτουργίας | operational records |
gen. | αρχεία στοιχείων των κατά τη φάση λειτουργίας ενεργειών | operation phase activity records |
construct. | αστική λειτουργία | urban function |
gen. | ασφαλιστική διάταξη αποκαταστάσεως ασφαλούς λειτουργίας | reactor safety fuse |
agric. | βάρος λειτουργίας | weight in working order |
agric. | βάρος λειτουργίας | service weight |
gen. | βασική λειτουργία διακυβέρνησης | basic governance function |
tech. | βεβαιότητα λειτουργίας | dependability |
construct. | βιβλίον χαρακτηριστικών λειτουργίας υδροληψιών διανομής | modularity register |
construct. | βιβλίον χαρακτηριστικών λειτουργίας υδροληψιών διανομής | H-Register |
med. | βιολογική λειτουργία | biological function |
agric. | βραστήρας συνεχούς λειτουργίας | continuous steaming outfit |
gen. | Γενικές βοηθητικές λειτουργίες | utility functions |
gen. | Γενικές βοηθητικές λειτουργίες | General utility function |
gen. | για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς | to attain, within the framework of the common market, one of the objectives |
med. | γνωστικές λειτουργίες | cognitive functions |
chem. | γραμμή λειτουργίας | operating line |
gen. | δαπάνες λειτουργίας | operational cost |
med. | δευτερεύουσα λειτουργία | secondary function |
earth.sc., mech.eng. | διάγραμμα που δείχνει τα χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | starting diagram |
life.sc. | διάταξη αυτόματης λειτουργίας | automatic acting apparatus |
tech., mech.eng. | διάταξη θέσεως σε λειτουργία | triggering device |
gen. | διαδικασία θέσεως εκτός λειτουργίας | shutting down |
earth.sc., mech.eng. | διαδικασία θέσεως σε λειτουργία | initial starting |
gen. | διαδικασίες παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | commissioning procedures |
gen. | Διαλεκτική κατάσταση λειτουργίας | Conversational operation mode |
gen. | διαλογικό σύστημα προσομοίωσης της λειτουργίας | interactive system for simulating the operation |
med. | διανοητική λειτουργία | mental process |
agric. | διανομέας λειτουργίας με τη βαρύτητα | gravity flow fertilizer |
agric. | διανομέας λειτουργίας με τη βαρύτητα | gravity feed fertilizer distributor |
gen. | διαταραχές στη λειτουργία της κοινής αγοράς | disturbance to the functioning of the common market |
med. | διεγερτικός της λειτουργίας των γεννητικών αδένων | gonadokinetic |
agric., construct. | διώρυγα ασυνεχούς λειτουργίας | seasonal canal |
agric., construct. | διώρυγα ασυνεχούς λειτουργίας | non-perennial canal |
agric., construct. | διώρυγα εποχιακής λειτουργίας | seasonal canal |
agric., construct. | διώρυγα εποχιακής λειτουργίας | non-perennial canal |
agric., construct. | διώρυγα συνεχούς λειτουργίας | perennial canal |
construct. | διώρυξ διαλειπούσης λειτουργίας | intermittent canal |
tech. | δοκιμές λειτουργίας | operational tests |
gen. | δοκιμές παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | commissioning tests |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή κατά τη λειτουργία | on-line testing |
tech., el. | δοκιμή λειτουργίας | failure test |
earth.sc., mech.eng. | δοκιμή λειτουργίας | function test |
earth.sc., el. | δοκιμή λειτουργίας | operational test |
gen. | δοκιμή λειτουργίας | functional test |
med. | δοκιμασία γαστρικής λειτουργίας του Klemperer | Klemperer gastric function test |
med. | δοκιμασία καρδιακής λειτουργίας Brittingham | Brittingham test |
med. | δοκιμασία καρδιακής λειτουργίας Brittingham | Brittingham cardiac function test |
med. | δοκιμασία λειτουργίας νεφρού | kidney function test |
med. | δοκιμασία νεφρικής λειτουργίας Holten | Holten renal function test |
med. | δοκιμασία της αναπνευστικής λειτουργίας | test of pneumonic function |
chem. | δοκιμαστική λειτουργία | test run |
mater.sc., mech.eng. | δοκιμαστική λειτουργία | commissioning |
earth.sc., mech.eng. | δοσομετρική αρχή λειτουργίας | restrictor principle of operation |
gen. | δραστηριότητες καθορίζουσες τον χρόνο εκτός λειτουργίας | activities determining downtime |
gen. | εγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας | operating manual |
agric. | εκριζωτική μηχανή συνδυασμένης λειτουργίας | potato harvester |
construct. | εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κάδους εκσκαφής | multi-bucket excavator with the digging buckets fitted on endless chains |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | to cater for abnormal modes of operation |
construct. | εκτός λειτουργίας | out of service |
gen. | εκχείλιση λειτουργιών | spill-over |
gen. | ελάττωμα που προκαλείται υπό πραγματικές συνθήκες λειτουργίας | real service induced defect |
med. | ελάττωση κινητικής λειτουργίας | hypokinesis |
med. | ελάττωση κινητικής λειτουργίας | hypokinesia |
tech., law, el. | ελάχιστο σημείο ευσταθούς λειτουργίας | minimum stable operating level |
tech., construct. | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής | minimum modular loss |
tech., construct. | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής | minimum modular head |
gen. | Ελεγκτής διαρκούς λειτουργίας | Continuous action controller |
earth.sc., mech.eng. | ελεγχόμενη ροή κατά τη λειτουργία υπό φορτίο | loaded control flow |
life.sc., construct. | ελεύθερον ύψος κανονικής λειτουργίας | operational freeboard |
earth.sc., mech.eng. | ελικοφυγοκεντρική αντλία με ρυθμιζόμενα,κατά τη λειτουργία,πτερύγια | mixed flow pump with blades adjustable in operation |
med. | εμφάνισις της λειτουργίας της εμμήνου ροής | menarche |
chem. | εν κενώ λειτουργία | idle run |
agric. | ενίσχυση για έναρξη λειτουργίας | start-up aid |
agric. | ενίσχυση για έναρξη λειτουργίας | launching aid |
agric. | ενίσχυση για την έναρξη της λειτουργίας των ομάδων παραγωγών | aid for the launching of producer groups |
tech. | ενδιάμεσο ρευστό' ρευστό λειτουργίας | working fluid |
energ.ind. | ενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων | energy capability of a pumped storage station during turbine operation |
gen. | Ενεργός ταχύτης λειτουργίας | Effective operation speed |
gen. | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας | operating aid |
gen. | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας | operating subsidy |
gen. | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας | aid for continued operation |
mater.sc., mech.eng. | εξάρτημα περιορισμένης χρονικής λειτουργίας | time change item |
med. | εξέταση πνευμονικής λειτουργίας | lung function test |
gen. | εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργία | pre-service examination |
gen. | εξασφάλιση της λειτουργίας των υπηρεσιών της Eπιτροπής | to ensure that the departments of the Commission operate |
earth.sc., el. | επαφές ανοικτές σε συνήθη λειτουργία | normally-open contacts |
earth.sc., el. | επαφές κλειστές σε συνήθη λειτουργία | normally-closed contacts |
gen. | επικεφαλής χειριστής λειτουργίας | First Field Operator |
earth.sc., el. | επιλογέας για έλεγχο καλής λειτουργίας | test switch |
earth.sc., transp. | επιτάχυνσση λειτουργίας | normal acceleration |
earth.sc., transp. | επιτάχυνσση λειτουργίας | service acceleration |
earth.sc., transp. | επιτάχυνσση λειτουργίας | nominal vehicle acceleration |
tax. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis | Fiscalis Committee |
tax. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis | Committee for implementation of the Community programme to improve the operation of taxation systems in the internal market Fiscalis programme |
earth.sc. | επιφανειακή θερμοκρασία λειτουργίας θεωρούμενη κατά το σχεδιασμό | design operating surface temperature |
chem., el. | εσωτερική διέλευση εμβόλου εν λειτουργία | on-line pigging |
gen. | εσωτερική λειτουργία | internal administration |
nat.sc. | εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας | internal rules of operation |
med. | ετήσιες δόσεις στο προσωπικό λειτουργίας | annual doses to the operators |
med. | ζωϊκές λειτουργίες | animal functions |
gen. | Η παρούσα συνθήκη συμφωνία/σύμβαση εφαρμόζεται, αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται-ονται η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τους όρους που προβλέπει -ουν ουν η συνθήκη αυτή οι συνθήκες αυτές και, αφετέρου, στο έδαφος τ …… | This Treaty Agreement/Convention shall apply, on the one hand, to the territories in which the Treaty on European Union and the Treaty on the Functioning of the European Union is are applied and under the conditions laid down in that Treaty those Treaties and, on the other hand, to the territory of the ... |
gen. | η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των οργάνων καθορίζονται από κάθε ΄Οργανο | the composition and procedure of the bodies shall be determined by each institution |
chem., el. | ημέρα λειτουργίας | day under fire |
gen. | ημέρες λειτουργίας | operating days |
gen. | ημερολόγιο λειτουργίας | operation log |
earth.sc. | θέση σε μη ραδιενεργό λειτουργία | inactive commissioning |
earth.sc., mech.eng. | θέτω σε λειτουργία | actuate |
chem. | θέτω σε λειτουργία | to bring on stream |
mater.sc. | θέτω σε λειτουργία την δεξαμενή | to operate from the tank |
med. | θεραπεία της μυϊκής λειτουργίας | myofunctional treatment |
gen. | θερμή έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης | hot commissioning of the facility |
gen. | θερμική ισχύς ανά αντιδραστήρα επί συνεχούς λειτουργίας | thermal output |
construct. | θερμική ισχύς σε λειτουργία | operational heat output capacity |
earth.sc. | θερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας | ambient operating temperature |
tech. | θερμοκρασίες λειτουργίας | operating temperatures |
gen. | θερμομηχανική συμπεριφορά υπό παλμική λειτουργία | thermo-mechanical behaviour under pulsed operation |
gen. | θερμός ιοντικός τρόπος λειτουργίας | hot ion mode |
agric. | θλιπτήριο-πιεστήριο συνεχούς λειτουργίας | crusher and continuous press |
agric. | θρεπτικά στοιχεία λειτουργίας | function nutrients |
gen. | θύρα επιβατών αυτόματης λειτουργίας | automatically-operated service door |
gen. | ιεράρχηση των λειτουργιών ασφαλείας | ranking of safety functions |
gen. | ικανός για λειτουργία | operable |
gen. | ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως | capability to shut down the plant safely |
gen. | ικανότης εναλλασσόμενης λειτουργίας | cyclic operation capability |
gen. | ικανότης κυκλικής λειτουργίας | cyclic operation capability |
gen. | ικανότης λειτουργίας | ability to function |
gen. | ικανότης λειτουργίας | operability |
earth.sc. | ισχύς κατά την εκτός λειτουργία φάση | shut-down power |
earth.sc. | ισχύς κατά την εκτός λειτουργία φάση | after-power |
gen. | ισχύς λειτουργίας | operating power |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάση | quarter-hourly rating power |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάση | quarter-hourly rating |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάση | quarter-hourly rating |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάση | half-hourly rating power |
earth.sc., transp. | ισχύς σε άφορτη λειτουργία | non-load power |
earth.sc., transp. | ισχύς σε άφορτη λειτουργία | free power |
gen. | κέντρο λειτουργιών και συντήρησης | operation and maintenance centre |
gen. | καθαρά έξοδα λειτουργίας | net operating expenses |
gen. | καθημερινή λειτουργία του εργοστασίου | day-to-day running of a plant |
med. | καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου | delaying the functional decline of the individual |
life.sc., construct. | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας | rule curve |
life.sc., construct. | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας | operating rule curve |
gen. | κανονική λειτουργία λαναριού | carding working |
tech., el. | κανονικοποιημένη λειτουργία | standard function |
gen. | κατάστάση λειτουργίας | operating record |
tech., mech.eng. | κατάσταση άφορτης λειτουργίας | idle mode |
gen. | κατάσταση λειτουργίας | operating status |
tech. | κατάσταση μονίμου λειτουργίας | continuous rating |
tech., energ.ind. | κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιών | energy absorbed by storage pumping |
tech., energ.ind. | κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιών | energy absorbed by pumping |
gen. | καταστάσεις λειτουργίας | Operational States |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού "κατά φορτίο" λειτουργίας | batch type ice cream freezer |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού συνεχούς λειτουργίας | continuous ice cream freezer |
agric. | καταψύκτης συστατικών κρέμας παγωτού διακοπτόμενης λειτουργίας | batch type ice cream freezer |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριού με εργάτες | working direction of a card with workers |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριστικής μηχανής gilljam | working direction of a gilljam carding machine |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας μηχανής λύκου | working direction of a tearing machine |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας προλαναριστικής μηχανής-willow | working direction of a carding-willow |
construct. | κατώτατη στάθμη λειτουργίας | top of inactive storage |
construct. | κατώτατη στάθμη λειτουργίας | minimum operating level |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων φορολογίας στην εσωτερική αγορά | Fiscalis 2013 |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων φορολογίας στην εσωτερική αγορά | Community programme to improve the operation of taxation systems in the internal market |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά | Fiscalis programme 2003-2007 |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά | Community programme to improve the operation of taxation systems in the internal market |
gen. | κυρίως τρόπος λειτουργίας | monitor mode |
gen. | κυρίως τρόπος λειτουργίας | privileged mode |
gen. | κυρίως τρόπος λειτουργίας | supervisor mode |
gen. | κυρίως τρόπος λειτουργίας | master mode |
gen. | κυριαρχική λειτουργία | governing powers |
earth.sc., mech.eng. | κύκλος λειτουργίας | work cycle |
earth.sc., mech.eng. | κύκλος λειτουργίας | working cycle |
tech., mater.sc. | κύκλος λειτουργίας | operational cycle |
earth.sc., mech.eng. | κύκλωμα άφορτης λειτουργίας | unloading circuit |
energ.ind. | λέβητας διπλής λειτουργίας | boiler with a dual function |
gen. | Λέξη βοηθητικής λειτουργίας | Auxiliary function word |
gen. | Λέξη λειτουργίας | Function word |
agric. | λειτουργία ανάδρασης | feedback operation |
agric. | λειτουργία ανάδρασης | feedback |
agric. | λειτουργία ανατροφοδότησης | feedback operation |
agric. | λειτουργία ανατροφοδότησης | feedback |
med. | λειτουργία ανεξάρτητη από την κινάση | kinase-independent function |
tech. | λειτουργία ανοικτού βρόχου | open loop stabilization |
tech. | λειτουργία ανοικτού βρόχου | open loop stabilisation |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία αντλίας χωρίς ή με μειωμένη ποσότητα υγρού | dry run |
math. | λειτουργία απάντησης συχνότητας | frequency response function |
agric., construct. | λειτουργία αρδευτικού δικτύου | operation of an irrigation system |
gen. | λειτουργία ασφαλείας | safety function |
gen. | Λειτουργία διαγνωστικής δοκιμής | Diagnostic function test |
gen. | λειτουργία-διαχείριση | management function |
construct. | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν | over-shot run |
construct. | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν | over-pour run |
construct. | λειτουργία δι'εκροής κάτωθεν | under-shot run |
construct. | λειτουργία δι'εκροής κάτωθεν | orifice run |
gen. | λειτουργία διευθυντή/γραμματέα | manager/secretary operation |
tech. | λειτουργία δουλείας | slave operation |
gen. | λειτουργία εμβόλου | to swab |
chem. | λειτουργία εν κενώ | idle run |
gen. | λειτουργία εν κενώ | no-load |
gen. | λειτουργία εν κενώ | no load operation |
med. | λειτουργία εξαρτώμενη από την κινάση | kinase-dependent function |
med. | λειτουργία επαλήθευσης-επιδιόρθωσης | proofreading function |
math. | λειτουργία επιρροής | influence function |
gen. | λειτουργία θυροπλοίου με ανύψωση και βύθιση | manoeuvring of a ship caisson by raising and sinking |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία κατά βραχείες περιόδους | short-cycling |
tech. | λειτουργία κλειστού βρόχου | closed loop stabilization |
tech. | λειτουργία κλειστού βρόχου | closed loop stabilisation |
math. | λειτουργία λάθους | error function |
earth.sc., el. | λειτουργία με εξωτερικό δίκτυο | outside network operation |
earth.sc., el. | λειτουργία με εξωτερικό δίκτυο | operation with outside network |
gen. | λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω μεταλλικού αγωγού | operation with metallic return |
gen. | λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω της γης | operation with earth return |
gen. | λειτουργία με επιστροφή του ρεύματος μέσω της θάλασσας | operation with sea return |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία με χαμηλά επίπεδα θορύβου | low-level noise running |
earth.sc., el. | λειτουργία μεταγωγής λήψεων | tap-change operation |
math. | λειτουργία μεταφοράς | frequency response function |
tech. | λειτουργία μονής σάρωσης | single sweep operation |
tech. | λειτουργία οικονομικής κατανάλωσης | energy-saver mode |
earth.sc. | λειτουργία πηγής θορύβου κατά τη διάρκεια δοκιμής | operation of sound source during test |
gen. | λειτουργία πολλαπλών στενών δεσμών ακτίνων | multiple spot beam operation |
gen. | λειτουργία πολυπλεξίας | multiplexing |
tech., el. | λειτουργία σειράς | series operation |
math. | λειτουργία συχνότητας Pюlya της διαταγής δύο | Polya frequency function of order two |
tech., law, el. | λειτουργία σύγχρονης αντιστάθμισης | synchronous compensation operation |
construct. | λειτουργία ταμιευτήρα | reservoir operation |
gen. | λειτουργία της GATT | functioning of the GATT |
agric. | λειτουργία της αμελκτικής συσκευής χωρίς ροή γάλακτος | blind milking |
med. | λειτουργία της αντιπροσώπευσης | function of representation |
med. | λειτουργία της ενόρασης | intuition function |
med. | λειτουργία της καρδιάς | cardiac cycle |
med. | λειτουργία της καρδιάς | cardiac action |
gen. | λειτουργία της Προεδρίας' λειτούργημα της Προεδρίας | presidency function |
med. | λειτουργία της πρωτεϊνης | protein's function |
tech., law, el. | λειτουργία τροφοδότησης βοηθητικών φορτίων | house load operation |
med. | λειτουργία των κροσσών | ciliary function |
life.sc., construct. | λειτουργία υδροταμιευτήρος απλού σκοπού | single-purpose reservoir operation |
construct. | λειτουργία υδροταμιευτήρος πολλαπλού σκοπού | multipurpose reservoir operation |
gen. | λειτουργία υπό ισχύ | power operation |
chem. | λειτουργία φασματομέτρου μαζών παρακολούθησης επιλεγμένων ιόντων | mass spectrometric selected ion recording function |
earth.sc., life.sc. | λειτουργία φωτογραφικής μηχανής | camera operation |
earth.sc., life.sc. | λειτουργία φωτογραφικής μηχανής | camera function |
nat.sc., energ.ind. | λειτουργία χαμηλής κατανάλωσης | Low-Power Mode |
gen. | λειτουργίες αλληλομανδαλώσεως | prohibit and permissive interlock functions |
gen. | λογικό σύστημα διακοπής της λειτουργίας μετά από αναγκαστική κράτηση | post-trip shutdown logic |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση διακοπτόμενης λειτουργίας | discontinuous freeze-drying |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση διακοπτόμενης λειτουργίας | batch freeze-drying |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση συνεχούς λειτουργίας | continuous freeze-drying |
life.sc. | μέθοδος λειτουργίας συζευγμένων μονάδων | coupled-units test |
life.sc. | μέθοδος λειτουργίας συζευγμένων μονάδων | coupled units mode |
agric., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος δι'εξησφαλισμένης ελαχίστης παροχής | insurance method of reservoir operation |
agric., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος δι'εφεδρικού στρώματος ύδατος | layer method of reservoir operation |
math. | μέσος αριθμός του δείγματος λειτουργία | average sample number function |
life.sc., construct. | μεγίστη στάθμη εκτάκτου λειτουργίας | maximum level of emergency operation |
life.sc., construct. | μεγίστη στάθμη κανονικής λειτουργίας | maximum level of normal operation |
med. | μειωμένη αδενική λειτουργία | hypo-adenia |
med. | μελέτη αιμοπεταλιακών λειτουργιών | platelet function test |
med. | μερική λειτουργία | partial function |
chem., el. | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής | changing to producer firing |
chem., el. | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής | change-over to producer gas heating |
chem. | μεταβλητή λειτουργίας | operating variable |
med. | μεταβολή αναπνευστικής λειτουργίας | lung function alteration |
tech. | μετρητής πολλαπλής λειτουργίας | multiple purpose meter |
tech. | μετρητής στροφών ανά ώρες λειτουργίας | hour meter |
earth.sc., mech.eng. | μετρητής ωρών λειτουργίας | working hours counter |
tech. | μετρητής ωρών λειτουργίας για μηχανές | counter for indicating the working hours of machines |
mater.sc. | μη συνεχής λειτουργία | intermittent use |
med. | μηχάνημα αντικατάστασης των φυσιολογικών λειτουργιών | equipment for the replacement of body functions |
tech., industr., construct. | μηχάνημα συνεχούς λειτουργίας εξώθησης,τραβήγματος και στρίψης | continuous machine for spinning and slashing and twisting |
tech., industr., construct. | μηχάνημα συνεχούς λειτουργίας εξώθησης,τραβήγματος και στρίψης | continuous machine for extruding and drawing and twisting |
tech., industr., construct. | μηχάνημα συνεχούς λειτουργίας μετατροπής φιτιλιού συνεχών ινών tow σε φιτίλι ασυνεχών ινών top | continuous machine for staple fibre in tow |
med. | μηχάνημα υποβοήθησης των φυσιολογικών λειτουργιών | equipment for the support of body functions |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή πολλαπλής συσκευασίας με ρυθμιζόμενες διαστάσεις λειτουργίας | variable-size wrapping machine |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή πολλαπλής συσκευασίας με ρυθμιζόμενες διαστάσεις λειτουργίας | adjustable wrapping machine |
mater.sc. | μηχανική κλίμακα μηχανικής λειτουργίας | mechanically operated turnable ladder |
mater.sc. | μηχανική κλίμακα χειροκίνητης λειτουργίας | manually operated turntable ladder |
gen. | μηχανισμός λειτουργίας των ράβδων ελέγχου | control assembly drive system |
gen. | Μονάδα Κεντρικών Λειτουργιών | Central Services Unit |
gen. | μονότροπες διάκριτες λειτουργίες | single mode discrete functions |
med. | νευρική λειτουργία | nervous function |
med. | νευρική λειτουργία | nervous activity |
med. | νευροορμονική ρύθμιση καρδιακής λειτουργίας | cardiac regulation |
med. | νορμοφλοιοεπινεφριδιακή λειτουργία | iso-adrenocorticism |
med. | νωθρή διανοητική λειτουργία | hyponoia |
med. | νωθρή διανοητική λειτουργία | hyponea |
agric. | ξηραντήριο διαλείπουσας λειτουργίας | batch drier |
agric. | ξηραντήριο θερμοδυναμικής λειτουργίας | heat pump drier |
agric. | ξηραντήριο συνεχούς λειτουργίας | continuous flow drier |
tech. | Οδηγία του Συμβουλίου 90/384/ΕΟΚ για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | Council Directive 90/384/EEC on the harmonization of the laws of the Member States relating to non-automatic weighing instruments |
chem., el. | οδηγός εναλλασσόμενης διαλείπουσας λειτουργίας | alternating pilot |
chem., el. | οδηγός παροδικής σταθεροποιητικής λειτουργίας | type G pilot |
chem., el. | οδηγός παροδικής σταθεροποιητικής λειτουργίας | transient pilot |
chem., el. | οδηγός παροδικής σταθεροποιητικής λειτουργίας | interrupted pilot |
chem., el. | οδηγός ταυτόχρονης διαλείπουσας λειτουργίας | type F pilot |
chem., el. | οδηγός ταυτόχρονης διαλείπουσας λειτουργίας | intermittent pilot |
gen. | οι λογαριασμοί λειτουργίας και οι ισολογισμοί των κοινών επιχειρήσεων | the operating accounts and the balance sheets of the Joint Undertakings |
gen. | οι οδηγίες οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση επί της λειτουργίας της κοινής αγοράς | the provisions which directly affect the functioning of the common market |
nat.sc., energ.ind. | οικονομική λειτουργία | Energy-Saver Mode |
gen. | ομάς εκτελέσεως της διαδικασίας της παραδόσεως του ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | commissioning group |
gen. | ομάς λειτουργίας | operating group |
agric. | ομαλές συνθήκες λειτουργίας και διαβίωσης | normal operational and habitable conditions |
earth.sc., el. | ονομαστική θερμοκρασιακή περιοχή λειτουργίας πυκνωτού | rated temperature category of a capacitor |
gen. | οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών | organisation and operation of the service |
gen. | οργανισμός λειτουργίας | operating organization |
tech. | οριακές τιμές λειτουργίας | limiting values for operation |
earth.sc., el. | οριακή τάση λειτουργίας πυκνωτού | limiting voltage of a capacitor Ulim |
earth.sc., mech.eng. | οριακή ταχύτητα λειτουργίας χωρίς χτύπημα | speed limit for a shockless functioning |
tech., law, nucl.pow. | οριστική θέση εκτός λειτουργίας | decommissioning |
earth.sc., mech.eng. | πίεση απαιτούμενη για λειτουργία χωρίς φόρτο | pressure required for no-load running |
earth.sc., tech. | πίεση δοκιμής,πίεση λειτουργίας και υπολογισμένη πίεση | test pressure, working pressure and calculated pressure |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κατά την άφορτο λειτουργία | stagnation pressure |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κατά την άφορτο λειτουργία | deadhead pressure |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κενής λειτουργίας | stagnation pressure |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κενής λειτουργίας | deadhead pressure |
agric. | πίεση λειτουργίας | balance pressure |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας συνεχούς πέδης πεπιεσμένου αέρα | rated pressure of a continuous compressed air brake |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας τροχού | working pressure |
nat.sc. | πίνακας ελέγχου λειτουργιών | operational control panel |
med. | πίνακας επιβίωσης,λειτουργία του προσδόκιμου επιβίωσης | life table, expectation of life function |
med. | παλμική λειτουργία | pulsed operation |
med. | παρορμητική λειτουργία | impulsive action |
med. | παύσις της γεννητικής λειτουργίας που ακολουθεί την κλιμακτήριο | gonadopause |
mater.sc. | περίοδος λειτουργίας συσκευής | unit operating duty period |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή κανονικής λειτουργίας | normal working range |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας | performance range |
tech. | περιοχή λειτουργίας | operational area |
tech. | περιοχή λειτουργίας | operating range |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας εργασίας | working space |
gen. | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως | area inaccessible during normal plant operation |
life.sc. | πλαίσιο άγνωστης λειτουργίας | open reading frame |
gen. | προ της θέσεως σε λειτουργία | pre-operational |
earth.sc., mech.eng. | προετοιμασία για την λειτουργία | commissioning |
gen. | προκαθοριζόμενα όρια λειτουργίας του συστήματος ασφαλείας | safety system settings |
gen. | προκαθορισμός ορίων θέσεως εκτός λειτουργίας | setting of trips |
gen. | προσθήκη βορίου για τη θέση εκτός λειτουργίας | shutdown boration |
gen. | προσωπικό λειτουργίας | operating personnel |
gen. | προϊστάμενος λειτουργίας | Operations Superintendent |
gen. | Πρωτόκολλο 3 για τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων | Protocol 3 on the functions and powers of the EFTA Surveillance Authority in the field of State aid |
gen. | Πρωτόκολλο 1 σχετικά με τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ που απορρέουν, κατεφαρμογή του πρωτοκόλλου 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τις πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στα Παραρτήματα της εν λόγω Συμφωνίας. | Protocol 1 on the functions and powers of the EFTA Surveillance Authority which, through the application of Protocol 1 tot the EEA Agreement, follow from the Acts referred to in the Annexes to that Agreement |
gen. | Πρωτόκολλο 4 σχετικά με τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ στον τομέα του ανταγωνισμού | Protocol 4 on the functions and powers of the EFTA Surveillance Authority in the field of competition |
mater.sc. | πρόβλεψη της συμπεριφοράς κατά τη λειτουργία | prediction of service behaviour |
gen. | πρόγραμμα παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | commissioning programme |
med. | πρόωρος εμφάνισις της λειτουργίας της εμμήνου ροής | early menarche |
earth.sc., el. | πυκνωτής λειτουργίας κινητήρος | motor running capacitor |
mater.sc., construct. | ράβδος ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | sounding rod |
mater.sc., construct. | ράβδος ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | probe |
energ.ind. | ρυθμίζουσα λειτουργία | secondary power control operation |
energ.ind. | ρυθμίζουσα λειτουργία | power control operation |
agric., mech.eng. | ρύθμιση λειτουργίας | plough work adjustments |
earth.sc., mech.eng. | ρύθμιση της πιέσεως λειτουργίας | steady state supply pressure regulation |
chem. | σε λειτουργία | on stream |
chem., el. | σε συνθήκες λειτουργίας | at flowing conditions |
earth.sc., mech.eng. | σημείο λειτουργίας | duty point |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής ελέγχου ασυνεχούς λειτουργίας | discontinuous checkweighing machine |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής ελέγχου συνεχούς λειτουργίας | continuous checkweighing machine |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής κατατάξεως ασυνεχούς λειτουργίας | discontinuous grading machine |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής κατατάξεως συνεχούς λειτουργίας | continuous grading machine |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | working chamber |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | working cell |
gen. | στοιχειώδεις λειτουργίες | elementary functions |
med. | στοιχειώδης λειτουργία | elementary function |
earth.sc., transp. | στροφές λειτουργίας | running speed |
gen. | συμβατός με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών | compatible with the proper functioning of the service |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης SHAPE για τους ειδικούς όρους που θα διέπουν την εγκατάσταση και λειτουργία Διεθνών Στρατηγείων στην Ελληνική Επικράτεια | Agreement between the Hellenic Republic and the Supreme Headquarters Allied Powers Europe on the special conditions applicable to the establishment and operation on Greek territory of International Military Headquarters |
gen. | Συμφωνία "περί συμμετοχής εις τας δαπάνας συντηρήσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας περιπολίας κατά των πάγων του βορείου Ατλαντικού | Agreement regarding Financial Support of the North Atlantic Ice Patrol |
busin., labor.org., account. | συνεχής λειτουργία των επιχειρήσεων; αρχή της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων | going concern |
chem. | συνθήκες λειτουργίας | operational condition |
chem. | συνθήκες σταθερής λειτουργίας | steady running conditions |
tech. | συντελεστής απόρριψης λειτουργίας σειράς | series mode rejection ratio |
earth.sc., construct. | συντελεστής ελαχίστου φορτίου λειτουργίας αυτομάτων ή ημιαυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς ή ημισταθεράς παροχής | minimum modular head ratio |
tech. | συντελεστής χαλάρωσης λειτουργίας | derating factor |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | electrocardiotachograph |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | electrocardioscope |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | cardiac monitor |
chem., mech.eng. | συσκευή διακοπής καυσίμου βραδείας λειτουργίας | slow running cut off |
agric. | συσκευή επεξεργασίας διαλείπουσας λειτουργίας | batch seed dresser |
agric. | συσκευή επεξεργασίας συνεχούς λειτουργίας | continuous seed dresser |
earth.sc., mech.eng. | σχετικός χρόνος λειτουργίας | relative working time |
mater.sc., construct. | σόντα ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | sounding rod |
mater.sc., construct. | σόντα ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | probe |
agric. | σύγχρονη λειτουργία των δοσομετρητών | dispenser timing |
agric. | σύγχρονη λειτουργία των δοσομετρητών | dispenser synchronization |
med. | σύμπτωμα ανεπαρκούς λειτουργίας | symptoms of defunctionalization |
med. | σύμπτωμα ανεπαρκούς λειτουργίας | phenomena of deficiency |
construct. | σύνολο λειτουργιών | set of functions |
gen. | σύστημα για τη θέση εκτός λειτουργίας | shutdown system |
tech., law | σύστημα διακοπής της λειτουργίας σε περίπτωση ανάγκης' διάταξη διακοπής της λειτουργίας σε περίπτωση ανάγκης | emergency stop device |
gen. | σύστημα εκτάκτου θέσεως εκτός λειτουργίας με βορικό οξύ | boric acid emergency shutdown system |
tech. | σύστημα ενισχυτή με απομόνωση λειτουργίας σε ενεργητική ή παθητική φάση | actively passively mode locked amplifier system |
tech. | σύστημα επιτηρήσεως των ορίων λειτουργίας του πυρήνα αντιδραστήρα | core operating limit supervisory system |
gen. | Σύστημα συνέχισης της λειτουργίας | Business Continuity Site |
tech., el. | τάση κοινής λειτουργίας | common mode voltage |
tech. | τάση λειτουργίας σειράς | series mode voltage |
nat.sc. | ταλαντωτής παλμικού μονού διαμήκους τρόπου λειτουργίας | pulsed single longitudinal mode oscillator |
tech., mech.eng. | ταξινόμηση σύμφωνα με τον τρόπο λειτουργίας | classification according to method of operation |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | grading rate |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | speed of operation |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | checkweighing rate |
earth.sc., mech.eng. | ταχύτητα λειτουργίας | working speed |
earth.sc., transp. | ταχύτητα λειτουργίας | running speed |
gen. | τεστ λειτουργίας | functional test |
tech., el. | τηλεφωνικό κύκλωμα αναφοράς λειτουργίας | working reference telephone circuit |
gen. | τηλεχειρισμός για τη θέση εκτός λειτουργίας | remote shutdown control |
gen. | το σύστημα σταθερών ανταλλαγών εφαρμόζεται και στην περίπτωση αποκατάστασης ή ρύθμισης για λειτουργία | the standard exchange system also applies to restoring to original condition and putting in order |
gen. | τρόπος λειτουργίας γραμμής | line mode |
earth.sc. | τρόπος λειτουργίας με πυράκτωση | ignited mode |
life.sc. | τρόπος λειτουργίας συζευγμένων μονάδων | coupled-units test |
life.sc. | τρόπος λειτουργίας συζευγμένων μονάδων | coupled units mode |
earth.sc., mech.eng. | υγρό λειτουργίας | servo liquid |
earth.sc., mech.eng. | υγρό λειτουργίας | functional liquid |
life.sc., agric. | υδατική λειτουργία των επιφανειακών στρωμάτων | hydrous functioning of the surface layers |
gen. | υποβοηθητικές λειτουργίες | supporting functions |
gen. | υπολογιστές που η λειτουργία τους στηρίζεται στην οπτική | optics based computers |
gen. | υποστήριξη ζωτικών λειτουργιών | life support |
tech. | υποτελής λειτουργία | slave operation |
tech. | υποτελής λειτουργία παρακολούθησης | slave tracking operation |
gen. | φάση λειτουργίας με τρίτιο | phase of tritium operation |
gen. | φάση συνεχούς λειτουργίας | operating phase |
agric. | φορτωτής χορτονομής συνεχούς λειτουργίας με αλυσίδες | hay loader |
agric. | φορτωτής χορτονομής συνεχούς λειτουργίας με αλυσίδες | endless chain type |
agric. | φορτωτής χορτονομής συνεχούς λειτουργίας με αλυσίδες | chain type crop loader |
med. | φυσιολογική ιδιοσυστασία που επηρεάζεται ανώμαλα από την γεννητική λειτουργία | gonadotrophism |
med. | φυτική λειτουργία | vegetative function |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | starting characteristic |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά λειτουργίας | running characteristic |
chem. | χημικό σύστημα για τη θέση εκτός λειτουργίας | chemical shutdown system |
gen. | χρονοδιάγραμμα των εργασιών παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | commissioning schedule |
earth.sc., tech. | χρόνος λειτουργίας | time to operate |
earth.sc., mech.eng. | χρόνος λειτουργίας | working time |
tech. | χρόνος λειτουργίας | time to failure |
tech. | χρόνος λειτουργίας μέχρι την αστοχία | time to failure |
tech., mater.sc. | χρόνος μερικής λειτουργίας | partial operating time |
tech., mater.sc. | χρόνος πλήρους λειτουργίας | full operating time |
agric. | ψεκαστήρας με πίεση ασκούμενη πριν την έναρξη της λειτουργίας του | pneumatic sprayer |
agric. | ψεκαστήρας με πίεση ασκούμενη πριν την έναρξη της λειτουργίας του | compression sprayer |
gen. | ψηφιακές λειτουργίες | digital functions |
med. | ψυχικές και κινητικές λειτουργίες | psychic and motor functions |
earth.sc., mech.eng. | ψυχρόμετρο περιστροφικής λειτουργίας | sling psychrometer |
earth.sc., mech.eng. | ψυχρόμετρο περιστροφικής λειτουργίας | sling hygrometer |
gen. | ψύξη κατά την εκτός λειτουργίας φάση | shutdown cooling |
tech. | όργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | non automatic weighing instrument |
tech. | όργανο μιας λειτουργίας | single function instrument |
tech., el. | όργανο πολλαπλών λειτουργιών | multi-function instrument |
gen. | όρια και συνθήκες λειτουργίας | Operational Limits and Conditions |
mater.sc. | όριο λειτουργίας εξαρτήματος αεροσκάφους | component life |
gen. | ώρες λειτουργίας | opening hours |