Subject | Greek | English |
obs., law, immigr. | άδεια κατοικίας | resident card |
demogr. | άθλια κατοικία | poor housing |
social.sc. | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία | person with no fixed address |
social.sc. | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία | person with no fixed abode |
social.sc. | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία | person without fixed abode |
social.sc. | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία | person of no fixed abode |
stat., mun.plan. | έλεγχος στη διανομή κατοικιών | housing control |
construct. | έξαρση στις επενδύσεις σε κατοικίες | housing boom |
transp. | έρευνα ερωτηματολογίου στην κατοικία | household interview |
transp. | έρευνα ερωτηματολογίου στην κατοικία | home interview survey |
fin. | έχω συνήθη κατοικία | to be normally resident |
law | έχω την επαγγελματική μου κατοικία στην Κοινότητα | to have his place of business within the Community |
law, patents. | έχω την κατοικία μου | to be domiciled |
agric. | αγροτική κατοικία | farm housing |
econ. | αγροτική κατοικία | rural habitat |
agric. | αγροτική κατοικία | crofter housing |
environ. | αγροτικός οικότοπος/γεωργική κατοικία | rural habitat |
social.sc. | αλλαγή κατοικίας | change of residence |
econ. | ανεξάρτητη κατοικία | single-family housing |
stat., social.sc. | ανεπαρκώς κατεχόμενη κατοικία | insufficiently occupied dwelling |
econ. | ανθυγιεινές κατοικίες | substandard housing |
energ.ind., mech.eng., tech. | αντλία θερμότητας για θέρμανση κατοικίας | domestic heat pump |
econ. | απαραβίαστο της κατοικίας | breach of domicile |
commun., nat.sc. | απευθείας προς την κατοικία | direct to the home |
commun., nat.sc. | απευθείας προς την κατοικία | direct to home satellite television |
stat. | απογραφή πληθυσμού και κατοικιών | population and housing census |
stat. | απογραφή πληθυσμού και κατοικιών | census of population and housing |
stat., demogr. | απογραφή των κατοικιών | housing census |
stat., demogr. | απογραφή των κατοικιών | housing count |
stat., demogr. | απογραφή των κατοικιών | census of housing |
lab.law. | αποζημίωση αλλαγής κατοικίας | allowance for change of residence |
commun. | απομονωμένη κατοικία | isolated dwelling |
law | απόδειξη της κατοικίας | proof of residence |
demogr. | απόθεμα κατοικιών | housing effectives |
demogr. | απόθεμα κατοικιών | existing housing stock |
demogr. | απόθεμα κατοικιών | housing stock |
demogr. | απόθεμα κατοικιών | dwelling stock |
law | απόκτηση δευτερεύουσας κατοικίας | acquisition of second homes |
tax. | αρχή φορολόγησης ανάλογα με τον τόπο κατοικίας | residence principle of taxation |
econ. | αστική κατοικία | urban habitat |
insur. | ασφάλιση ιδιοκτητών κτιρίων κατοικιών | houseowner's insurance |
law | ασφαλιστής ο οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο | insurer who is not domiciled in the Community but has a branch or agency there |
sec.sys., lab.law. | βεβαίωση για το συνυπολογισμό των περιόδων απασχόλησης,μη μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας ή κατοικίας | E602 form |
sec.sys., lab.law. | βεβαίωση για το συνυπολογισμό των περιόδων απασχόλησης,μη μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας ή κατοικίας | concerning the aggregation of periods of employment, of self-employment or of residence |
insur. | βεβαίωση για το συνυπολογισμό των περιόδων ασφάλισης,απασχόλησης ή κατοικίας | certificate concerning the aggregation of periods of insurance, employment or residence |
insur. | βεβαίωση για το συνυπολογισμό των περιόδων ασφάλισης,απασχόλησης ή κατοικίας | E104 form |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | E 106 form |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | certificate of entitlement to sickness and maternity insurance benefits in kind for persons residing in a country other than the competent country |
environ. | γεωργική κατοικία | rural habitat The biotopes located in areas where agriculture is practiced |
agric., construct. | γεωργική κατοικία | rural habitat |
construct. | γη προοριζόμενη ως περιοχή κατοικίας | housing land |
construct. | γη προοριζόμενη ως περιοχή κατοικίας | building land for housing |
fin. | δάνειο για κοινωνικές κατοικίες | loan for workers'housing |
fin. | δάνειο για την απόκτηση φθηνής κατοικίας | loan for the purchase of low-cost housing |
law | δήλωση διευθύνσεως κατοικίας ενώπιον του δικαστηρίου | address for service of process legal fiction of an address for service of process |
law | δίκαιο της κατοικίας | law of the domicile (lex domicilii, lex loci domicilii) |
demogr. | δευτερεύουσα κατοικία | second home |
econ. | δευτερεύουσα κατοικία | secondary residence |
demogr. | δεύτερη κατοικία | secondary residence |
demogr. | δεύτερη κατοικία | second home |
environ. | Δημοτικά απόβλητα από κατοικίες και παρόμοια από βιοτεχνίες, εμπόριο, γεωργία, βιομηχανίες και ιδρύματα περιλαμβανομένων μερών χωριστά συλλεγέντων | Municipal wastes and similar commercial, industrial and institutional wastes including separately collected fractions |
social.sc., industr. | δημόσια υπηρεσία για κοινωνικές κατοικίες | public office for low-cost housing |
transp. | διαδρομή η οποία δεν συνδέεται με την κατοικία των επιβατών | non-home based trip |
transp. | διαδρομή με αφετηρία και τέρμα την κατοικία των επιβατών | home-based trip |
gen. | διεύθυνση κατοικίας | private address |
gov. | διεύθυνση κατοικίας : χώρα - περιοχή - διεύθυνση - αριθμός τηλεφώνου | private address : country - district - address - telephone |
law | δικαίωμα που αναφέρεται στη διαβίωση στη συζυγική κατοικία | right of occupation of the matrimonial home |
law | δικαστήριο του τόπου κατοικίας του αντισυμβαλλομένου | court for the place where the policy-holder is domiciled |
fin. | διπλός τόπος κατοικίας | dual residence |
econ., fin. | δόμηση νέων κατοικιών | housing starts |
construct. | ειδική περιοχή κατοικίας | special residential area |
econ. | ενοίκια κατοικιών | rent of dwellings |
econ. | ενοίκια μη αγροτικών κτιρίων και κατοικιών | rent of non-agricultural buildings and of dwellings |
econ., demogr. | ενοίκιο κατοικίας | rental |
econ., demogr. | ενοίκιο κατοικίας | rent |
demogr. | ενοικιαζόμενη κατοικία | tenement |
demogr. | ενοικιαζόμενη κατοικία | rented accommodation |
law | εξέταση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα από τη δικαστική αρχή της κατοικίας του | hearing of a witness or expert by the judicial authority of his place of permanent residence |
demogr. | εξαθλιωμένη κατοικία | poor housing |
construct. | εξοχική κατοικία | weekend residence |
insur., lab.law. | επίδομα αλλαγής κατοικίας | relocation premium |
stat., insur. | επίδομα κατοικίας | allowance for rent |
stat., insur. | επίδομα κατοικίας | lodging allowance |
stat., insur. | επίδομα κατοικίας | housing allowance |
stat., insur. | επίδομα κατοικίας | dwelling allowance |
stat., insur. | επίδομα κατοικίας | rent allowance |
stat., insur. | επίδομα κατοικίας | accommodation allowance |
law | επίδοση που έγινε είτε στο ίδιο το πρόσωπο είτε στην κατοικία του | the period runs from the date when the decision was served,either on the party in person or at his residence |
law, priv.int.law., patents. | επαγγελματική κατοικία | place of business |
lab.law. | επιδοτούμενη κατοικία | subsidized dwelling |
fin. | επιλέγει κατοικία | he gives his address for service as |
law | επιλέγω κατοικία | to give an address for service of process |
law, fin. | επιχείρηση που έχει τη φορολογική της κατοικία | enterprise resident for tax purposes |
econ. | εργατικές κατοικίες | subsidised housing |
social.sc., construct. | εργατική κατοικία | moderate-rent housing |
social.sc., construct. | εργατική κατοικία | public housing |
construct. | εργατική κατοικία | workman's dwelling |
construct. | εργατική κατοικία | workman's house |
social.sc., construct. | εργατική κατοικία | social housing |
construct. | εργατική κατοικία | council house |
demogr. | ετήσιος ρυθμός οικοδόμησης κατοικίας | yearly rate of housing construction |
construct. | Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συντονισμού Κοινωνικής Κατοικίας | CECODHAS Housing Europe |
IT, construct. | ευφυής κατοικία | smart house |
IT, construct. | ευφυής κατοικία | smart home |
IT, construct. | ευφυής κατοικία | intelligent home |
demogr. | ζήτηση κατοικιών | housing demand |
demogr. | ζήτηση κατοικιών | effective demand for housing |
hobby, construct. | ζώνη εξοχικών κατοικιών | weekend home area |
hobby, construct. | ζώνη εξοχικών κατοικιών | summer land area |
construct. | ζώνη επέκτασης κατοικιών | residential extension area |
construct. | ζώνη κατοικίας | residential area |
econ. | η κατοικία των μερών | the place of residence of the parties |
social.sc., UN | 2η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τις πόλεις και την κατοικία Habitat II | Second United Nations Conference on Human Settlements Habitat II |
immigr. | θεώρηση μόνιμης κατοικίας | settlement visa |
environ. | θόρυβος κατοικίας | domestic noise |
environ. | θόρυβος κατοικίας | domestic noise Noise caused by domestic facilities and activities |
law | ιδιωτική κατοικία | private residence |
law, demogr. | ιδιωτική κατοικία | private housing |
law | κάνω επιλογή κατοικίας στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως | to give an address for service of process in the jurisdiction of the court applied to |
environ. | κήπος κατοικίας | home garden A plot of cultivated ground adjacent to a dwelling and usually devoted in whole or in part to the growing of herbs, fruits, flowers, or vegetables for household use |
environ. | κήπος κατοικίας | home garden |
el. | κίνδυνοι από το ραδόνιο εντός των κατοικιών | risks related to radon in homes |
construct. | καθαρή έκταση κατοικιών | net surface of land for housing |
construct. | καθαρή έκταση κατοικιών | net residential land area |
law | καθορισμός της κατοικίας | determination of domicile |
stat., demogr., social.sc. | κανονική κατοικία | conventional dwelling |
law, tax., social.sc. | κανόνας της πλασματικής κατοικίας | rule of notional residence |
demogr. | κατάλληλη κατοικία | suitable housing |
ed. | κατάλογοι ανευρέσεως κατοικίας | housing lists |
tax., industr. | καταβολή εισφοράς για κοινωνικές κατοικίες | social housing levy |
stat. | καταγραφή των περιόδων κατοικίας | statement of the periods of residence |
gen. | κατασκευή κατοικιών | house building |
gen. | κατασκευή κατοικιών | residential building |
gen. | κατασκευή κατοικιών | residential construction activities |
gen. | κατασκευή κατοικιών | housing construction |
gen. | κατασκευή κατοικιών | dwelling construction |
construct. | κατοικία έκτακτης ανάγκης | temporary housing |
construct. | κατοικία έκτακτης ανάγκης | emergency housing |
construct. | κατοικία έκτακτης ανάγκης | emergency dwelling |
law, fin. | κατοικία ή συνήθης διαμονή | domicile or habitual residence |
law | κατοικία βάσει της οποίας απονέμεται δικαιοδοσία | domicile conferring jurisdiction |
demogr., construct. | κατοικία για ανύπαντρα άτομα | home for single persons |
construct. | κατοικία ενός ή δυο ορόφων | low rise building |
construct. | κατοικία ενός ή δυο ορόφων | low building |
stat., demogr. | κατοικία κατοικούμενη από τον ιδιοκτήτη της | owner-occupied dwelling |
demogr. | κατοικία με μειωμένο ενοίκιο | subsidised housing |
demogr. | κατοικία με μειωμένο ενοίκιο | reduced rent accommodation |
stat., social.sc. | κατοικία με υπερβολικά πολλούς ενοίκους | overcrowded dwelling |
environ. | κατοικία μονογονεϊκής οικογένειας | single family dwelling |
environ. | κατοικία μονογονεϊκής οικογένειας | single family dwelling An unattached dwelling unit inhabited by an adult person plus one or more related persons |
law, fin. | κατοικία που έχει επιλεγεί | address for service |
demogr. | κατοικία που ανήκει σε εταιρεία | company owned dwelling |
demogr. | κατοικία που ανήκει σε εταιρεία | company flat |
demogr. | κατοικία που ανήκει σε εταιρεία | company owned flat |
demogr. | κατοικία που ανήκει σε εταιρεία | company dwelling |
construct. | κατοικία προς ιδιόχρηση | dwelling for personal occupation |
gen. | κατοικία προσφερόμενη από την υπηρεσία | official residence |
gen. | κατοικία προσφερόμενη από την υπηρεσία | staff accommodation |
gen. | κατοικία προσφερόμενη από την υπηρεσία | official accommodation |
environ. | κατοικία οικότοπος του ανθρώπου | human habitat Any of the conditions in which people live. Also all human settlements in villages, towns or major cities, which require environmental management to provide water, public spaces, remove public wastes, etc. |
environ. | κατοικία οικότοπος του ανθρώπου | human habitat |
insur. | κατοικία του ασφαλισμένου | domicile of the insured |
law, tech. | κατοικία του διαδίκου | address of the party |
gen. | κατοικία; τόπος κατοικίας | residence |
gen. | κατοικία; τόπος κατοικίας | place of residence |
lab.law. | κατοικία ως μισθός | housing as part of pay |
stat., construct. | κατοικίες αποπερατωμένες | completions |
stat., construct. | κατοικίες αποπερατωμένες | work completed |
stat., construct. | κατοικίες αποπερατωμένες | completed dwelling |
demogr., social.sc. | κατοικίες για την τρίτη ηλικία | old age pensioners'dwelling |
demogr., social.sc. | κατοικίες για την τρίτη ηλικία | dwelling for the elderly |
demogr., social.sc. | κατοικίες για την τρίτη ηλικία | dwelling for elderly people |
demogr., social.sc. | κατοικίες ηλικιωμένων | dwelling for the elderly |
demogr., social.sc. | κατοικίες ηλικιωμένων | old age pensioners'dwelling |
demogr., social.sc. | κατοικίες ηλικιωμένων | dwelling for elderly people |
stat., construct. | κατοικίες υπό κατασκευή | dwelling started |
stat., construct. | κατοικίες υπό κατασκευή | construction dwelling started |
stat., social.sc. | κενή κατοικία | unoccupied dwelling |
social.sc. | κοινωνική κατοικία | low-cost and low-income housing |
social.sc. | κοινωνική κατοικία | subsidised housing scheme |
social.sc. | κοινωνική κατοικία | local authority housing |
transp. | κοινωνική πολιτική κατοικίας | housing allowance |
tax. | κράτος κατοικίας | home state |
tax. | κράτος κατοικίας | State of residence |
law | κράτος μέλος κατοικίας | Member State of residence |
law, market. | κράτος μόνιμης κατοικίας του δικαιούχου | country in which the recipient company is established |
law, market. | κράτος μόνιμης κατοικίας του οφειλέτη | country in which the distributing company is established |
environ. | κτήριο μη προοριζόμενο για κατοικία | non-residential building |
environ. | κτήριο μη προοριζόμενο για κατοικία | non-residential building Area which provides commercial, industrial, and public facilities |
account. | κτίρια για χρήση εκτός κατοικίας | non-residential buildings |
demogr., construct. | κτίρια μη προοριζόμενα για κατοικία | non-residential buildings |
social.sc. | λαϊκή κατοικία | subsidised housing scheme |
social.sc. | λαϊκή κατοικία | low-cost and low-income housing |
social.sc. | λαϊκή κατοικία | local authority housing |
environ. | ημερήσιες παλίνδρομες μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας | commuter traffic Traffic caused by people travelling regularly over some distance, as between a suburb and a city and back, between their place of residence and their place of work |
environ. | ημερήσιες παλίνδρομες μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας | commuter traffic |
transp. | μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας | journey to and from work |
transp. | μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας | commuting |
transp. | μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας | home to work travel |
transp. | μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας | home-to-work traffic |
transp. | μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας | commuter traffic |
social.sc. | μεταφορά κατοικίας | transfer of residence |
law | μεταφορά του τόπου κατοικίας | transfer of stay |
gen. | μη συνήθης κατοικία στο κράτος διορισμού | lack of habitual residence in the Member State to which the official is posted |
insur. | μικτή ασφάλιση ζωής που συνοδεύεται με την αγορά κατοικίας | house purchase assurance |
demogr., mun.plan. | μονάδα κατοικίας | housing unit |
construct. | μονώροφη κατοικία | single-storey house |
market., earth.sc. | μόνιμη κατοικία | permanent residence |
account. | μόνιμη κατοικία | residence |
fin. | μόνιμη κατοικία στην εθνική επικράτεια | permanent residence in the country |
IT, construct. | νοήμων κατοικία | smart house |
IT, construct. | νοήμων κατοικία | smart home |
IT, construct. | νοήμων κατοικία | intelligent home |
econ. | νόμιμη κατοικία | legal domicile |
gen. | νόμος σχετικά με τις χωριστές ζώνες ή τους χωριστούς τόπους κατοικίας | Group Areas Act |
construct., wood. | ξύλινη κατοικία | timber house |
fin., construct. | Οδηγία σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας | Mortgages Directive |
fin., construct. | Οδηγία σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας | Mortgage Credit Directive |
fin., construct. | Οδηγία σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας | Directive on credit agreements relating to residential property |
transp. | οδός κατοικιών | local road |
transp. | οδός κατοικιών | estate road |
lab.law. | οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι εν ανεργία έχουν αναγκασθεί να αλλάξουν κατοικία | the unemployed workers have been caused to change their home |
law | ονοματεπώνυμο και κατοικία του παρεμβαίνοντος | name and address of the intervener |
law, tech. | ονοματεπώνυμο και κατοικία των διαδίκων | names and addresses of the parties |
commun. | οπτική ίνα μέχρι την κατοικία | fibre to the home |
social.sc. | Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας | Workers' Housing Organization |
gen. | παθητική ηλιακή στον τομέα της κατοικίας | passive solar system in the residential sector |
construct. | παλαιά κατοικία | pre-war dwelling |
construct. | παλαιά κατοικία | old dwelling |
social.sc. | παραμονή των ηλικιωμένων στην κατοικία τους | to enable old people to continue living in their own home |
construct. | περιβάλλον κατοικίας | residential environment |
construct. | περιοχή επέκτασης κατοικιών | residential extension area |
hobby, construct. | περιοχή θερινών κατοικιών | summer house area |
hobby, construct. | περιοχή θερινών κατοικιών | summer house area district |
hobby, construct. | περιοχή θερινών κατοικιών | holiday area |
environ. | περιοχή ζώνη κατοικίας | residential area Area that has only private houses, not offices and factories |
environ. | περιοχή ζώνη κατοικίας κατοικιών | residential area |
gen. | περιοχή κατοικίας | residential area |
environ. | περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση | residential area with traffic calmings Residential zones where raised areas are built across roads so that vehicles are forced to move more slowly along it |
environ. | περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση | residential area with traffic calmings |
transp. | πλοίο-κατοικία | house-boat |
demogr. | ποιότητα κατοικίας | quality for human habitation |
demogr. | ποιότητα κατοικίας | housing quality |
stat., construct. | ποσοστό υπερπλήρων κατοικιών | housing cost overburden rate |
construct. | προαστιακή περιοχή κατοικίας | suburban residential area |
construct. | προπολεμική κατοικία | pre-war dwelling |
construct. | προπολεμική κατοικία | old dwelling |
social.sc., construct. | προσαρμογή της κατοικίας στις ανάγκες των ατόμων με ειδικές ανάγκες | adapting of housing to the needs of the handicapped |
environ. | προστασία του κοινού από τις δόσεις εκθέσεως στο ραδόνιο των κατοικιών | protection of the public against doses of radiation arising from radon in houses |
construct. | προστατευόμενη κατοικία | protected housing |
construct. | προσωρινή κατοικία | emergency housing |
construct. | προσωρινή κατοικία | temporary housing |
construct. | προσωρινή κατοικία | emergency dwelling |
environ., UN | Πρόγραμμα για τις πόλεις και την κατοικία | Habitat Agenda |
social.sc. | πρόγραμμα χρηματοδότησης εργατικών κατοικιών | low-cost housing programme |
mater.sc. | πυρκαγιά κατοικίας | room fire |
econ., fin. | πωλήσεις νεοδομημένων κατοικιών | new homes sales |
construct. | πόλη κατοικίας | residential town |
insur. | ρήτρα κατοικίας | residence clause |
industr., construct. | ρολόι ξυπνητήρι κατοικίας | household alarm clock |
construct. | σειρά κατοικιών | row of houses |
stat., demogr. | στατιστική κατοικιών | housing statistics |
stat., construct. | στατιστική κατοικιών και κτιρίων | housing and building statistics |
stat., construct. | στατιστική κατοικιών και κτιρίων | construction statistics |
construct. | συγκρότημα κατοικιών | residential estate |
construct. | συγκρότημα κατοικιών | settlement |
construct. | συγκρότημα κατοικιών | housing estate |
gen. | συγκρότημα κατοικιών | group of dwellings |
law | συζυγική κατοικία | matrimonial home |
stat., construct. | συλλογική κατοικία | institutional household |
construct. | συλλογική κατοικία | block of flats |
econ. | συλλογική κατοικία | multi-storey dwelling |
construct. | συλλογική κατοικία | apartment house USA |
stat., construct. | συλλογική κατοικία | collective household |
construct. | συλλογική κατοικία | apartment dwelling USA |
law, social.sc. | συνήθης κατοικία | normal place of residence |
law, social.sc. | συνήθης κατοικία | usual place of residence |
transp. | συνήθης κατοικία | normal residence |
law, social.sc. | συνήθης κατοικία | habitual residence |
commun., IT | συνδεμένος στην κατοικία | home served |
law | συνηθισμένη κατοικία | usual residence |
law | συνηθισμένη κατοικία | habitual residence |
social.sc., lab.law. | συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης, απασχόλησης ή κατοικίας | aggregation of periods of insurance, employment or residence |
agric. | συστοιχία φωλιών κατοικίας | laying nest unit |
gen. | Σύμβαση για τη ρύθμιση των συγκρούσεων μεταξύ του Δικαίου της ιθαγενείας και του Δικαίου της κατοικίας | Convention concerning Settlement of Conflicts between the Law of Nationality and the Law of Domicile |
med. | σύστημα προσανατολισμού εκτός της κατοικίας | system for guidance outside the home |
fin., commun. | τέλος παραλαβής από την κατοικία του αποστολέα | charge for collection from the sender's address |
econ. | τεκμαρτά ενοίκια των κατοικιών που ιδιοκατοικούνται | imputed rent of owner-occupied dwellings |
gen. | τεκμαρτά ενοίκια των κατοικιών,που ιδιοκατοικούνται | rents imputed on owner-occupied dwellings |
law, demogr. | τεκμαρτό ενοίκιο ιδιοκατοικουμένων κατοικιών | imputed rent of owner-occupied houses |
law | forum της κατοικίας του εναγομένου | jurisdiction of the defendant's domicile |
ed. | δικαίωμα κτήσεως της κυριότητος της κατοικίας | ownership of the housing |
market. | το νόμισμα του Kράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο πιστωτής ή ο δικαιούχος | the currency of the Member State in which the creditor or the beneficiary resides |
law, econ. | τόπος κατοικίας | dwelling |
law, econ. | τόπος κατοικίας | home |
law, econ. | τόπος κατοικίας | place of residence |
law, econ. | τόπος κατοικίας | residence |
law, econ. | τόπος κατοικίας | domicile |
fin. | τόπος κατοικίας κατ' επιλογή | domicile of choice |
stat., mun.plan. | τύπος κατοικίας | type of dwelling |
construct. | υγιεινή της κατοικίας | residential hygiene |
med. | υγιεινή των κατοικιών | housing hygiene |
gov., construct. | υπηρεσιακή κατοικία τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το θεσμικό όργανο | service accommodation provided by the institution |
gov. | υπηρεσιακή κατοικία, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το όργανο | service accommodation provided by the institution |
construct. | φθηνή κατοικία | low cost housing |
sec.sys. | φορέας του τόπου κατοικίας | institution of the place of residence |
tax. | φορολογική κατοικία | residence for tax purposes |
gov., tax. | φορολογική κατοικία | tax residence |
tax. | φορολογική κατοικία | tax domicile |
tax. | φορολογική κατοικία | domicile for tax purposes |
law, fin. | φορολογική κατοικία στο εξωτερικό | tax domicile abroad |
fin. | φορολόγηση με βάση την κατοικία | taxation by domicile |
fin. | φορολόγηση με βάση την κατοικία | domicile taxation |
fin. | φορολόγηση στην κατοικία | taxation by domicile |
fin. | φορολόγηση στην κατοικία | domicile taxation |
fin., mun.plan. | φόρος κατοικίας | lodging-tax |
econ. | χορήγηση κατοικίας | housing allocation |
construct. | χρηματοδότηση εργατικών κατοικιών | social housing financing |
law | χωριστή περιοχή κατοικίας | separate residential area |
law | χώρα κατοικίας | country of residence |
econ. | χώρα κατοικίας της μονάδας μη μόνιμου κατοίκου που λαμβάνει μέρος στη συναλλαγή | country of residence of the non-resident unit which is party to the transaction |
gen. | χώρα τελευταίας κατοικίας | country of the last residence |
law, h.rghts.act. | Nόμος περί ζωνών κατοικίας | Group Areas Act |
transp. | όχημα που χρησιμεύει ως κατοικία του προσωπικού των σιδηροδρόμων | coach for railway staff |