Subject | Greek | English |
econ. | έντοκα γραμμάτια του δημοσίου που κατέχουν μη μόνιμοι κάτοικοι | Treasury bills acquired by non-residents |
econ. | αποθέματα που κατέχει το δημόσιο | stocks held by certain market regulatory organisations |
agric. | εκτρέφω ζώα' κατέχω ζώα | to rear or keep animals |
fin., econ. | Η Επιτροπή αποφεύγει να προβαίνει σε μεταφορές, αν κατέχει στοιχεία ενεργητικού διαθέσιμα ή ρευστοποιήσιμα στο νόμισμα που χρειάζεται | the Commission shall avoid making transfers if it possesses cash or liquid assets in the currencies which it needs |
fin. | Κανονισμός για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς | Regulation on insider dealing and market manipulation market abuse |
ed. | κατέχω βασικές γνώσεις ξένων γλωσσών | basic mastery of foreign languages |
law | κατέχω για λογαριασμό του ... | hold on behalf of ... |
busin., labor.org., account. | κατέχω μετοχές ή μερίδια | to hold shares |
gen. | κατέχω τέλεια | master |
busin., labor.org., account. | κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση | to hold by way of security |
econ. | καταθέσεις τις οποίες κατέχουν οι ασφαλιστές για λογαριασμό των ασφαλισμένων | deposits which the insurers hold in the name of the insured |
busin., labor.org., account. | κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές | the holding of shares |
busin., labor.org., account. | κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές | to hold shares |
fin. | πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες | insider dealing |
fin. | πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες | insider trading |
fin. | πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες | inside dealing |
fin., IT | πρόσωπο που κατέχει εμπιστευτική θέση | insider |
fin. | το ΕΝΙ δικαιούται να κατέχει και να διαχειρίζεται συναλλαγματικά αποθέματα αιτήσει των εθνικών κεντρικών τραπεζών,ως αντιπρόσωπός τους | the EMI shall be entitled to hold and manage foreign-exchange reserves as an agent for and at the request of national central banks |
fin. | χρηματοπιστωτικός οργανισμός που κατέχει περιουσιακά στοιχεία της Κοινότητας | finance organization holding Community deposits |