Subject | Greek | English |
transp. | απλή αριστερόστροφη διακλάδωση | left hand turnout |
transp. | απλή αριστερόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα μέσα | left hand turnout on similar flexive curve |
transp. | απλή αριστερόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα μέσα | L.H. turnout on similar flexive curve |
transp. | απλή δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα έξω | right hand turnout with contra flexive curve |
transp. | απλή δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα έξω | left hand turnout with contra flexive curve |
transp. | απλή δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα έξω | R.H. turnout with contra flexive curve |
transp. | απλή δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα έξω | L.H. turnout with contra flexive curve |
transp. | απλή δεξιόστροφη διακλάδωση | right hand turnout |
transp. | απλή δεξιόστροφη διακλάδωση με καμπύλωση προς τα μέσα | right hand turnout on similar flexive curve |
transp. | απλή διακλάδωση | single turnout |
chem., el. | αρσενική διακλάδωση απαερίων | flue spigot |
chem., el. | αρσενική διακλάδωση απαερίων | flue nozzle |
commun. | αυτόματη διακλάδωση και διαχωρισμός βαγονιών | automatic wagon movement control |
nat.sc., agric. | βρογχική διακλάδωση | branch of the bronchi |
transp. | δευτερεύουσα διακλάδωση | subsidiary siding |
chem., el. | διακλάδωση απαερίων | flue outlet |
chem., el. | διακλάδωση απαερίων | flue connection |
earth.sc., el. | διακλάδωση γέφυρας wheatstone | Wheatstone bridge arm |
mech.eng. | διακλάδωση για μεταφορέα | junction for conveyor |
transp., construct. | διακλάδωση διώρυγας | branch |
transp., construct. | διακλάδωση διώρυγας | arm of canal |
transp. | διακλάδωση ιδιωτικής χρήσης | co-owner |
comp., MS | διακλάδωση ιεραρχίας | hierarchy branch (A group of sites, interconnected via child/parent site connections, that report up to the same primary site) |
earth.sc., el. | διακλάδωση καλωδίωσης | wiring branch |
earth.sc., el. | διακλάδωση καλωδίωσης | branch of wiring |
commun. | διακλάδωση κυματοδηγού | rat race |
IT, dat.proc. | διακλάδωση μακροεντολής | macro branch |
transp. | διακλάδωση με μικρή γωνία διασταύρωσης | turnout with a flat-angle crossing |
commun. | διακλάδωση μιας δέσμης | bracketing of a beam |
commun. | διακλάδωση μιας δέσμης | beam bracketing |
transp. | διακλάδωση μικρής γωνίας | points with a small turnout angle |
transp. | διακλάδωση ποταμού | divarication of a river |
transp. | διακλάδωση ποταμού | diffluent |
transp. | διακλάδωση ποταμού | branching of a river |
IT, dat.proc. | διακλάδωση προγράμματος | program branch |
transp., construct. | διακλάδωση σήραγγος | step-plate junction |
scient. | διακλάδωση συμπεριφοράς | bifurcation of behaviour |
agric. | διακλάδωση σχήματος ανάποδου Υ | double Y branches |
agric. | διακλάδωση σχήματος ανάποδου Υ | inverted Y branch |
agric. | διακλάδωση σχήματος ανάποδου Υ | T branch |
agric. | διακλάδωση σχήματος διπλού Υ | double Y branches |
agric. | διακλάδωση σχήματος διπλού Υ | inverted Y branch |
agric. | διακλάδωση σχήματος διπλού Υ | T branch |
agric. | διακλάδωση σχήματος Τ | double Y branches |
agric. | διακλάδωση σχήματος Τ | inverted Y branch |
agric. | διακλάδωση σχήματος Τ | T branch |
chem. | διακλάδωση σωλήνα | branch |
met. | διακλάδωση της ισορροπίας | bifurcation of equilibrium |
construct. | διακλάδωση της πασαρέλας στην μπροστινή όψη του πύργου | bifurcation of the deck in front of the tower |
life.sc. | διακλάδωση του ρεύματος | branching of the current |
life.sc. | διακλάδωση του ρεύματος | branching of the stream |
life.sc. | διακλάδωση του ρεύματος | bifurcation of the stream |
life.sc. | διακλάδωση του ρεύματος | bifurcation of the current |
transp., construct. | διακλάδωση τούνελ | step-plate junction |
chem. | διακλάδωση Υ | Y-branch |
IT | διακλάδωση υπό συνθήκη | conditional branch |
comp., MS | διακλάδωση υπό όρους | conditional branch (An element of workflow logic that defines an alternative condition and action or additional steps, in cases when the criteria in a condition element are not met. A logical "else-if-then" statement in a workflow) |
IT | διερεύνηση με διακλάδωση-και-οριοθέτηση | branch-and-bound search |
transp. | διπλή αμφίπλευρη διακλάδωση με πρώτη τη δεξιόστροφη | tandem turnout |
transp. | διπλή αμφίπλευρη διακλάδωση με πρώτη τη δεξιόστροφη | switches to either side of straight |
transp. | διπλή αμφίπλευρη διακλάδωση με πρώτη τη δεξιόστροφη | right hand switch leading |
transp. | διπλή αμφίπλευρη διακλάδωση με πρώτη την αριστερόστροφη | tandem turnout |
transp. | διπλή αμφίπλευρη διακλάδωση με πρώτη την αριστερόστροφη | switches to either side of straight |
transp. | διπλή αμφίπλευρη διακλάδωση με πρώτη την αριστερόστροφη | left hand switch leading |
transp. | διπλή διακλάδωση | three-throw turnout |
transp. | διπλή διακλάδωση τριών κλάδων | tandem turnout |
transp. | διπλή μονόπλευρη αριστερόστροφη διακλάδωση | tandem turnout |
transp. | διπλή μονόπλευρη αριστερόστροφη διακλάδωση | both switches to left |
transp. | διπλή μονόπλευρη δεξιόστροφη διακλάδωση | tandem turnout |
transp. | διπλή μονόπλευρη δεξιόστροφη διακλάδωση | both switches to right |
mech.eng. | ειδικό τεμάχιο σωλήνα για διακλάδωση | manifold |
mech.eng. | ειδικό τεμάχιο σωλήνα για διακλάδωση | branch pipe |
el. | εμβόλιμη διακλάδωση | shunt barrier |
transp., el. | εξασθένιση του πεδίου με διακλάδωση | field shunting |
transp., el. | εφαπτομενική διακλάδωση | overhead-line knuckle |
transp., el. | εφαπτομενική διακλάδωση | overhead junction knuckle |
transp. | ιδιωτική διακλάδωση γραμμής | private siding |
transp. | ιδιωτική διακλάδωση γραμμής | industry track |
transp. | ιδιωτική διακλάδωση γραμμής | co-owner |
transp. | ιδιωτική σιδηροδρομική διακλάδωση | part owner of private siding |
mech.eng. | κινητήρας με μαγνήτες σε διακλάδωση | shunt wound motor |
mech.eng. | κινητήρας με μαγνήτες σε διακλάδωση | shunt motor |
transp. | κυκλοφοριακή συμφόρηση σε μία διακλάδωση | link volume |
el. | μαγνητική διακλάδωση | magnetic shunt |
comp., MS | παράλληλη διακλάδωση | parallel branch (An element of workflow logic that defines an alternative wait condition with a corresponding set of additional steps that are only performed when the initial criterion is met) |
mech.eng., el. | περιέλιξη με διακλάδωση | shunt winding |
mech.eng., construct. | περιέλιξη με διακλάδωση | shunt field |
nat.sc. | πλευρική διακλάδωση | lateral ramification |
IT, dat.proc. | πολλαπλή διακλάδωση | multiple branching |
comp., MS | πραγματοποιώ διακλάδωση | branch (To allow a collection of files to evolve in two or more divergent paths) |
cultur. | ρευματολήπτης για τη διακλάδωση των συμπληρωματικών πυρσών | socket for connecting extra flashlamps |
transp. | συμμετρική διακλάδωση δύο γραμμών | symmetrical turnout |
transp. | συμμετρική διακλάδωση δύο γραμμών | split turnout |
med. | τελική διακλάδωση | terminal arborization |
stat. | τυχαία διακλάδωση | random bifurcation |