Subject | Greek | English |
agric., construct. | άρδευση διά αυλάκων πλαγίων προς την κλίση | cross-slope furrow method |
agric., construct. | άρδευση διά αυλάκων πλαγίων προς την κλίση | cross-contour-furrow irrigation |
agric., construct. | άρδευση διά στενών και αβαθών αυλάκων | furrow irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | sprinkling |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | sprinkler irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | spray irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | overhead watering |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | surface irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | sprinkling irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | overhead irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | spray irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | overhead watering |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | surface irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | sprinkling irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | sprinkling |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | sprinkler irrigation |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | overhead irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως | flush irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως πλημμυρικών υδάτων | irrigation by flood-water spreading |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως πλημμυρικών υδάτων | flush irrigation system |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως πλημμυρικών υδάτων υδατορρεύματος διαλειπούσης ροής | spate irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά κατακλύσεως | flush irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά κατακλύσεως | flood irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά λεκανών | check flooding |
agric., construct. | άρδευσις διά λεκανών | check irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά λεκανών | block irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά μικρών λεκανών | irrigation by beds |
agric., construct. | άρδευσις διά μικρών λεκανών | basin method of irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά σωλήνος εκ πορώδους υφάσματος | porous-hose irrigation |
agric., construct. | άρδευσις διά σωλήνος εκ πορώδους υφάσματος | oozo irrigation |
agric., construct. | άρδευσις δια διαλειπούσης κατακλύσεως | timely ponding irrigation |
gen. | έγχρωμη σύνθεση δια προσθέσεως | colour additive image |
chem. | έκθεση διά της εισπνοής | inhalation exposure |
med. | έκκριση αδένος δια συμπιέσεως | glandulary-expressed secretion |
med. | έκκριση δια της χολής | biliary excretion |
med. | έκτασις διά λαβίδος | clamp extension |
med. | έκτασις διά μεταλλίνου σύρματος | wire extension |
construct. | έργα εκτελούμενα διά πληρεξουσιότητος | remittance works |
construct. | έργον διαχύσεως διά λεκανών | basin-type spreading project |
med. | αγωγή δια του αέρα | air conduction |
med. | αγωγή δια των οστών | osteoacusis |
med. | αγωγή δια των οστών | osteophony |
med. | αγωγή δια των οστών | bone conduction |
chem. | Αιθάλη δια την βιομηχανίαν ελαστικού | Carbon black for the rubber industry |
agric., construct. | ακαθάριστος αρδεύσιμος διά βαρύτητος έκτασις | gross commanded area |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | amputation in the continuity |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | resection in continuity |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | amputation in continuity |
law | αλλαγή συνόρων που επιβάλλεται δια της βίας | change of border by force |
fin. | αλλαγή χρεογράφων αμοιβαίου κεφαλαίου δια τηλεφώνου | phone switching |
gen. | αλληλοενημερώνομαι δια της διπλωματικής οδού | to notify via diplomatic channels |
med. | αναγκαστικός ευθυασμός της σπονδυλικής στήλης διά της μεθόδου του CALOT | Calot reclination |
patents. | αναδημοσίευσις δια του τύπου | reproduction by the press |
med. | αναισθησία διά ενέσεως φαρμάκου στον ιερό σωλήνα | peridural anaesthesia |
med. | αναισθησία διά ενέσεως φαρμάκου στον ιερό σωλήνα | epidural anaesthesia |
med. | αναισθησία διά ενέσεως φαρμάκου στον ιερό σωλήνα | caudal anesthesia |
earth.sc., life.sc. | αντιγραφή δια σαρώσεως | copy by scanning |
med. | ανώμαλος ικανότης να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφής | dyssymbolia |
fin. | απαγόρευση να παγιοποιούντα κράτη μέληδια διεθνών συμφωνιών τους δασμούς | to debar from binding customs duties by international agreements |
earth.sc., environ. | απεσκληρυμμένη στρώσις διά σιδήρου | iron pan |
med. | αποβολή υγρού υδατίδος δια βηχός | hydatidoptoe |
agric. | αποβουτύρωση διά φυγοκέντρισης | separating |
life.sc. | απογύμνωσις διά βροχής | pluvial denudation |
med. | απολίνωση δια περιστροφής | rotary ligature |
agric. | απολύμανση δια της υγράς οδού | wet dressing |
chem. | απομάκρυνση διά ψύξεως | cold trapping |
law | απομάκρυνση δια θαλάσσης | expulsion by sea |
agric. | απομάκρυνσις παρακρατημάτων διά μιας | one-cut shelterwood method |
agric., construct. | αποστράγγιση διά σωλήνων | tile draining |
agric., construct. | αποστράγγιση διά σωλήνων | pipe drainage |
med. | απόγονος αναπαραγωγής διά τμήσεως | hybrid merogony |
life.sc. | απόθεση δια της βαρύτητος | gravitational settling |
med. | απώλεια θερμότητας δια της εξαερώσεως | evaporative heat loss |
agric., construct. | αρδευτικόν δίκτυον υδροδοτούμενον διά μπαντχάρας | Bandhara system of irrigation |
law | αφαίρεση δια κατασ?έσεως | forfeit |
med. | αφαίρεση δια της ενδοκυστιαίας οδού | endovesical removal |
earth.sc., mech.eng. | βαλβίδα με διατομή παραμορφούμενη διά συσφίξεως | pinch valve |
construct. | βυσμάτωσις διά τσιμέντου και άμμου | dry pack |
med. | γάζαι κοιλίας διά χειρουργικήν χρήσιν | abdominal linen |
construct. | γέφυρα διά πλακός | slab bridge |
gen. | Γενική συμφωνία "επί οικονομικού κανονισμού διά διεθνείς οδικάς μεταφοράς" | General Agreement on Economic Regulations for International Road Transport |
life.sc., construct. | γεώτρησις ανορυχθείσα διά τρυπάνου | drilled well |
med. | γνώση δια του υποσυνείδητου | intuition |
med. | γυναικολογική θέσις κατά την θεραπείαν διά κολποδιαστολέως | pressure-exerting positioning |
med. | γύψινος επίδεσμος διά την πύελον και τον μηρόν | plaster cast for pelvis and thigh |
nat.sc., agric. | δασοκάλυψις κατάλληλος διά καταφύγιον της αγρίας πανίδος | escape-covert |
nat.sc., agric. | δασοκάλυψις κατάλληλος διά καταφύγιον της αγρίας πανίδος | escape-cover |
nat.sc., agric. | δασοκάλυψις κατάλληλος διά την ανάπτυξιν της αγρίας πανίδος | covert |
med. | δηλητηρίαση δια μολύβδου | lead poisoning |
med. | δηλητηρίαση δια μολύβδου | saturnism |
med. | δηλητηρίαση δια μολύβδου | plumbism |
med. | δηλητηρίαση δια μολύβδου | lead intoxication |
patents. | δημόσια ανακοίνωση είτε ενσύρματος είτε ασύρματος του μεταδιδομένου διά του ραδιοφώνου έργου | communication to the public by wire or by rebroadcasting of the broadcast of the work |
fin. | διά θαλάσσης | by sea |
fin. | διά ξηράς | by land |
gen. | διά πεπιεσμένου αέρος | pneumatic |
earth.sc. | διά της βαρύτητας πίπτων απορροφητής | gravity drop absorber |
nat.sc., agric. | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία | mating service |
nat.sc., agric. | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία | hand mating |
nat.sc., agric. | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία | controlled mating |
earth.sc., agric. | διάβρωση διά ροής | rill erosion |
earth.sc., agric. | διάβρωσις διά χαραδρώσεων | gully erosion |
law | διάδοση δια φιλικής διευθετήσεως | dissemination by amicable agreement |
gen. | διέλευση δια ξηράς | overland transit |
life.sc. | διέλευσις παλιρροίας διά στενωπού | tideway |
patents. | δια διαπραγματεύσεων | by negotiation |
gen. | δια?είριση βάσης δεδoμέvωv | database management |
gen. | δια?είριση τoυ συστήματoς | system management |
nat.sc., industr. | δια λίπους παραλαβή | maceration |
gen. | δια μέσου | through |
patents. | δια την απόκτησιν και νομήν των συγγραφικών δικαιωμάτων | for the acquisition and enjoyment of copyright |
econ. | δια της απογραφής των παραγωγικών δυνατοτήτων και αναγκών | by producing a statement of the resources and needs |
econ. | δια της ευνο2bκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής | by favouring certain undertakings or the production of certain goods |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | by operation of law |
med. | δια του στόματος | orally |
med. | δια του στόματος | by mouth |
med. | δια του στόματος | perorally |
med. | δια του στόματος | per os |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εις κορμόν μετά φυλλώματος | stepping sap displacement treatment |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εις κορμόν μετά φυλλώματος | stepping |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εν κενώ | suction sap-displacement |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εν κενώ | suction sap displacement treatment |
life.sc., construct. | διαθέσιμον φορτίον διά το αγροτεμάχιον | field command |
agric. | διακυβέρνηση πλοίου διά εντολών | conning |
construct. | διασκεδαστήρ ενεργείας διά σκάφη | bucket type energy dissipator |
earth.sc., construct. | διασκεδαστήρ ενεργείας διά σκάφης με υδάτινα συστρέμματα | solid roller bucket dissipator |
construct. | διασκεδαστήρ ενεργείας διά συγκρουομένων δεσμών | interacting jets dissipator |
construct. | διασκεδαστήρ ενεργείας διά συγκρουομένων δεσμών | contra-jet energy dissipator |
commer. | διαφήμιση δια του ταχυδρομείου | mail marketing |
commer. | διαφήμιση δια του ταχυδρομείου | mail advertising |
med. | διαφραγματοκήλη διά του οισοφαγικού τμήματος | hiatus hernia syndrome |
med. | διαφραγματοκήλη διά του οισοφαγικού τμήματος,του Barret | Barret hernia |
med. | διαφραγματοκήλη δια του οισοφαγικού τρήματος | hiatal hernia (hernia hiatica) |
earth.sc. | διαχέω διά τινος μέσου | to diffuse through something |
earth.sc. | διαχέω διά τινος μέσου | to diffuse into something |
gen. | διαχωρισμός των μερών δια της βίας | separation of parties by force |
min.prod., UN | Διεθνής Σύμβαση "περί αποφυγής ρυπάνσεως της θαλάσσης διά πετρελαίου" | International Convention for the Prevention of Pollution of the Sea by Oil |
min.prod. | Διεθνής Σύμβαση "περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων εις τα αρμόδια διά την επίλυσιν ιδιωτικών διαφορών εκ συγκρούσεως πλοίων δικαστήρια" | International Convention for the Unification of Certain Rules concerning Civil Jurisdiction in Matters of Collision |
gen. | Διερευνητικές δράσεις στον τομέα των εκδόσεων δια πολλαπλών μέσων | Exploratory actions in multimedia publishing |
gen. | διευκόλυνση της οικονομικής επεκτάσεως διά της δημιουργίας νέων πόρων | to facilitate the economic expansion of the Community by opening up fresh resources |
gen. | διορίζονται δια κοινής συμφωνίας από τις κυβερνήσεις | shall be appointed by common accord of the Governments |
med. | διπλή δοκιμασία με παθητική μεταφορά αντισωμάτων δια καταπόσεως | dual-ingestion passive transfer-test |
life.sc. | διόρθωση θερμοκρασίας δια ψύξεως | cooling correction of temperature |
life.sc., tech. | δοκιμή διά σουπάπας | bailer-test |
med. | δοκιμασία διά τας χολοχρωστικάς του BAUDOUIN | Baudouin biliary pigment test |
med. | δοκιμασία δια της ισταμίνης | histamine skin reaction |
med. | δοκιμασία δια της ιτεϋλικής φαινόλης | Ewald salol test |
construct. | δοσομετρική εγκατάστασις διά μαλακτήρας επί φορτηγών οχημάτων | central plant |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής | may cause sensitization if inhaled |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | may cause sensitization if inhaled and in contact with the skin |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της επαφής με το δέρμα | may cause sensitization in contact with the skin |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής | may cause sensitization by inhalation |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής | R42 |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | may cause sensitization by inhalation and skin contact |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | R42/43 |
med. | εγκεφαλοκήλη διά μέσου της σχισμής των αυχενικών σπονδύλων | derencephalocele |
construct. | εγκοπή διά πτύου | shovel cut |
med. | εγχείρηση δακρυϊκού ασκού δια της ενδορρινικής οδού κατά West | West's endonasal operation on a lachrymal sac |
agric. | εκθάμνωσις διά σιδηροδρομικής ράβδου | railing |
agric. | εκμετάλλευσις διά κορμοτεμάχια μεγάλου μήκους | long-length logging |
agric. | εκμετάλλευσις διά κορμοτεμάχια μεγάλου μήκους | long logging |
agric. | εκμετάλλευσις διά πλήρους εκριζώσεως | whole-stem logging |
agric. | εκμετάλλευσις διά πλήρους εκριζώσεως | tree-length logging |
agric. | εκμετάλλευσις διά πλήρους εκριζώσεως | long logging |
agric. | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας | variable-plot sampling |
agric. | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας | prism cruising |
agric. | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας | point sampling |
agric. | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας | point cruising |
agric. | εμβολιασμός διά προσεγγίσεως | graft by aPproach in arch |
agric. | εμβολιασμός δια εγκοπής | notch graft |
earth.sc., life.sc. | εμφάνιση δια χημικών μεθόδων | chemical development |
agric., mech.eng. | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με κινητόν συρματόσχοινον | moving cable system |
agric., mech.eng. | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με σταθερόν συρματόσχοινον | single-wire logging |
agric., mech.eng. | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με σταθερόν συρματόσχοινον | wire skidding |
agric., mech.eng. | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με σταθερόν συρματόσχοινον | fixed-wire logging |
chem. | ενεργοποιημένον προσκολλητικόν μέσον,συγκολλητικόν μέσον ενεργοποιημένον δια διαλύτου | solvent-activated adhesive |
construct. | ενσωμάτωσις διά παραπομπής | incorporation by reference |
agric. | εντομή διά μεμονωμένων εγκοπών | frill cut |
med. | εξέταση δια πρισμάτων του Duane | Duane test |
med. | εξέτασις διά οργάνου του παχέως εντέρου | coloscopy |
med. | εξαίρεσις διά κρανιοτομίας | extraction after craniotomy |
econ., fin. | εξαγορά επιχείρησης από διοικητικά στελέχη της διά δανεισμού | leveraged management buyout |
fin. | εξόφληση διά κληρώσεως | redemption by drawing |
med. | επέκταση δια της συνεχείας των ιστών | continuous spreading |
fin. | επέμβαση δια πράξεως ή παραλείψεως | intervention by omission or by commission |
construct. | επένδυσις διά γαιοτσιμεντομίγματος | soil-cement lining |
construct. | επένδυσις διά ξύλου | timber lining |
construct. | επένδυσις διά σκυροδέματος | portland cement concrete lining |
construct. | επένδυσις διά σκυροδέματος | cement concrete lining |
life.sc., construct. | επένδυσις διά συμπυκνώσεως εδάφους | compacted earth lining |
construct. | επένδυσις διά τσιμεντοκονιάματος | portland cement mortar lining |
agric., construct. | επένδυσις διά χλωροτάπητος | solid sodding |
agric., construct. | επένδυσις διά χορτοπλίνθων | sodding |
agric., construct. | επένδυσις διά χορτοπλίνθων κατά λωρίδας | strip sodding |
agric., construct. | επένδυσις διά χορτοπλίνθων κατά τόπους | spot sodding |
construct. | επένδυσις τύπου σάντουϊτς διά πλακιδίων | sandwich brick tile lining |
med. | επίδεσμος διά κολόβωμα | single headed roller bandage (capitalis reflexa) |
med. | επίδεσμος του VON BAEYER διά την διόρθωσιν της κυφοσκολιώσεως | v.Baeyer jacket |
mater.sc. | επίχριση με μαχαίρι κοπής δια αέρος | brush spreading |
mater.sc. | επίχριση με μαχαίρι κοπής δια αέρος | floating knife coating |
mater.sc. | επίχριση με μαχαίρι κοπής δια αέρος | brush coating |
chem. | επαναπόσταξις δια προωθημένης κλασματοποιήσεως | re-distillation by a thorough fractionation process |
life.sc., environ. | επικονίαση δια του ανέμου | wind-pollination |
life.sc., environ. | επικονίαση δια του ανέμου | anemophily |
life.sc., environ. | επικονίαση δια του ανέμου | anemogamy |
med. | επιλογή διά μεταλλαγής | mutation breeding |
chem. | επιπλέον διά βίου κίνδυνος | excess lifetime risk |
med. | επιπωματισμός διά σφαιρικού αντικειμένου | ball-tamponade |
anim.husb. | επισήμανσις δια σιδήρου | branding |
social.sc. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας όσον αφορά τη συνδρομή κατά τη διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης διά της αεροπορικής οδού | Committee for implementation of the Directive on assistance in cases of transit for the purposes of removal by air |
chem. | ερεθισμός διά της αναπνοής | irritation by inhalation |
med. | ερεθισμός δια διατάσεως | dilatation stimulus |
busin., labor.org. | ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών | limited partnership with a share capital |
chem. | ευαισθητοποιητική διά της επαφής | skin sensitizer |
chem. | ευαισθητοποιητική διά της επαφής | contact sensitizer |
social.sc., ed. | ευρωπαϊκό έτος της διά βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης | European Year of Lifelong Learning |
social.sc. | Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την πολιτική του δια βίου προσανατολισμού | European Lifelong Guidance Policy Network |
med. | ζελατινώδης θήκη διά δυσάρεστα ή δύσληπτα φάρμακα | gelatin case for disagreeable drugs |
med. | η διά μηχανικών μέσων τελουμένη τεχνητή αναπνοή | mechanical respiration |
med. | η διά των χειρών τελουμένη τεχνητή αναπνοή | manual respiration |
life.sc., el. | ηλιακά κεραμíδια | solar tile |
agric., construct. | ημιμόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | semi-portable sprinkler method |
agric., construct. | ημιμόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | semi-permanent sprinkler method |
patents. | Ηνωμένα Διεθνή Γραφεία για την Προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας; "Ηνωμένα Διεθνή Γραφεία δια την προστασίαν της ιδιοκτησίας επί των έργων διανοίας" | United International Bureaux for the Protection of Intellectual Property |
chem., el. | θάλαμος ανακτήσεως διά συγκρούσεως εκτοξευομένων φλεβών | jet impingement recuperator |
chem., el. | θέρμανση διά προσκρούσεως εκτοξευομένων φλεβών | jet impingement heating |
gen. | θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών | faith healing |
med. | θεραπεία διά βενζοϊκού νατρίου | benzotherapy |
med. | θεραπεία διά επιθέσεως ελαίου επί του τραύματος | oil dressing |
med. | θεραπεία διά ουσιών των γεννητικών αδένων | gonadotherapy |
med. | θεραπεία διά περιτυλίξεως πουρέ πατάτας | potato pack |
med. | θεραπεία διά της πίστεως και των προσευχών | faith healing |
med. | θεραπεία διά της πειθούς | persuasive treatment |
med. | θεραπεία διά της πειθούς | persuasive therapy |
gen. | θεραπεία δια της μουσικής | music therapy |
energ.ind. | θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο δια συνδυασμένη παραγωγή ρεύματος και θερμότητος | combined heat-and-power plant |
energ.ind. | θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο δια συνδυασμένη παραγωγή ρεύματος και θερμότητος | cogeneration power plant |
construct. | θραυστήρ διά δακτυλίων | ring crusher |
construct. | θραυστήρ διά κώνου | reduction crusher |
construct. | θραυστήρ διά κώνου | cone crusher |
med. | ιατρική αγωγή δια του ψύχους | cryomedicine |
earth.sc. | ισοβαρή νουκλεïδια | nuclear isobar |
earth.sc. | ισοβαρή νουκλεïδια | isobar |
life.sc., chem. | ισοδύναμον υγρασίας διά ξυλενίου | xylene equivalent |
med. | κήλη δια μέσου των ορθών κοιλιακών | intermuscular hernia |
med. | κήλη δια του θυρεοειδούς τρήματος | obturator gluteal hernia (hernia obturatoria) |
med. | κήλη νήστιδος δια του εκκολπώματος μεταξύ μεσεντερίου και τοιχωματικού περιτόναιου | mesentericoparietal hernia |
med. | κήλη του βλεννογόνου του ειλεού δια της ειλεοκολικής βαλβίδας | hernia of the ileal mucosa |
fin. | καθεστώς της διεθνούς διαμετακόμισης δια σιδηροδρόμων | procedure of international transit by rail |
fin. | καθεστώς της διεθνούς διαμετακόμισης δια σιδηροδρόμων | TIF Convention |
agric., construct. | καλλιεργήσιμος αρδεύσιμος διά βαρύτητος έκτασις | culturable commanded area |
life.sc. | κανάλι μαγνητικής ροής μεταξύ Ιώς και Δία | IO-threaded flux tube |
gen. | Κανονισμοί δια την αποφυγήν συγκρούσεων εν θαλάσση, 1960 | Regulations for Preventing Collisions at Sea, 1960 |
gen. | κατάσβεσις διά της μεθόδου της προσπεράσεως | man-passing-man |
gen. | κατάσβεσις διά της μεθόδου της προσπεράσεως | leapfrog method |
chem. | κατεργασία δια μοριακών κοσκίνων | molecular sieve treatment |
law | κατοχύρωση του βιολογικού υλικού δια διπλώματος ευρεσιτεχνίας | patentability of biological material |
nat.sc., industr. | κατόπιν ζυμώσεως δια λίπους παραλαβή | enfleurage |
nat.sc., transp. | κινητήρας εσωτερικής καύσης με ανάφλεξη δια σπινθήρα σε σταθερή βάση | stationary spark ignition IC engine |
agric., construct. | κινητόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | portable sprinkler method |
med. | κοιλιακή υστεροπηξία διά μεταλλίνων συρμάτων | wire suture abdominal hysteropexy |
med. | κοιλιακή υστεροπηξία διά μεταλλίνων συρμάτων | hysterocataphraxis |
med. | κοιλιακόν τραύμα διά πυροβόλου όπλου | gunshot wound of abdomen |
med. | κοιλιοκήλη δια της μηνοειδούς γραμμής | Spigelian hernia |
med. | κοιλιοκήλη δια της Σπιγγελείου γραμμής | Spigelian hernia |
life.sc. | κοκκομετρική ανάλυσις διά καθιζήσεως | sedimentation analysis |
life.sc., agric. | κοκκομετρική ανάλυσις διά καθιζήσεως | analysis by sedimentation |
earth.sc., life.sc. | κρίσιμον έλλειμμα ύδατος διά την διαπνοήν | root constant |
life.sc. | κρίσιμος έντασις βροχής διά την απορροήν | rainfall index |
agric., tech. | κυβισμός δια δασικού παχυμέτρου | calliper measure |
agric., tech. | κυβισμός δια δασικού παχυμέτρου | caliper measure |
energ.ind. | κυκλοφορία δια της βαρύτητας | gravity system |
energ.ind. | κυκλοφορία δια της βαρύτητας | gravity circulation |
energ.ind. | κυκλοφορία δια της βαρύτητας | natural circulation |
energ.ind. | κυκλοφορία δια της βαρύτητας | thermosiphon system |
energ.ind. | κυκλοφορία δια της βαρύτητας | convective self-flow |
gen. | κυκλοφορία ψυκτικού μέσου δια του δοχείου του αντιδραστήρα | to circulate the coolant through the reactor vessel |
gen. | Κυματοειδείς πλάκες εξ αμιαντοτσιμέντου δια στέγασιν και επένδυσιν | Asbestos-cement corrugated sheets for roofing and cladding |
med. | κυστεοτομία δια του περινέου | hypocystotomy |
construct. | κυψελοειδές πρόφραγμα διά κυκλικών κελλίων | circular cellular coffer dam |
med. | λαβίς διά ξένα σώματα | protractor |
med. | λαβίς διά ξένα σώματα | foreign-body remover |
med. | λαβίς διά ξένα σώματα | capiat |
med. | λαβίς διά την ανατομικής διαμόρφωσιν της περιφερείας του δακτυλίου | contouring plier |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά διαχεομένης βυθισμένης δέσμης | submerged jet diffusion stilling basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά διαχεομένης δέσμης | jet diffusion stilling basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά διαχεομένης δέσμης | jet diffusion basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά καταδυομένης ελευθέρας δέσμης | free jet stilling basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά καταδυομένης ελευθέρας δέσμης | free jet basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά προσκρούσεως | impact stilling basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά προσκρούσεως | impact basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά πτώσεως παραβολικής διατομής | free jet chute basin |
construct. | λεκάνη ηρεμίας διά συστρεμμάτων | roller type stilling basin |
med. | λεμφαγγειίτις κατόπιν εμβολιασμού διά BCG | lymphatitis after BCG vaccination |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά λεκανών κατά τας ισοϋψείς | contour-check method |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | sprinkler irrigation method |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής δι'ακαθόριστον έκτασιν | field sprinkler method |
construct. | μέθοδος βυσματώσεως διά τσιμέντου και άμμου | dry-pack method |
gen. | Μέθοδος δια κλιβάνου καύσεως | Combustion furnace method |
life.sc., construct. | μέθοδος εμπλουτισμού διά λεκανών | percolation basin method |
life.sc., construct. | μέθοδος εμπλουτισμού διά λεκανών | infiltration basin method |
life.sc., construct. | μέθοδος εμπλουτισμού διά λεκανών | basin method |
life.sc., construct. | μέθοδος εμπλουτισμού διά φρεάτων | shafts recharge method |
agric., construct. | μέθοδος επιφανειακής διαχύσεως διά λωρίδων | strip method of surface spreading |
econ., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος διά πλήρους ετησίας χρήσεως υδαταποθηκεύσεως | annual use method of reservoir operation |
gen. | Μέθοδος προσδιορισμού αντιστάσεως υφασμάτων εις υδατοπερατότητα δια της υδροστατικής στήλης | Determination of the resistance of fabrics to water penetration by the hydrostatic head method |
econ., construct. | μέθοδος υπολογισμού μειώσεως αξίας διά σταθεράς εισφοράς κατ'ετησίαν χρήσιν | depreciation straight line method |
earth.sc. | μέσος συντελεστής μεταδόσεως θερμότητος διά συναγωγής | convection coefficient |
earth.sc. | μέσος συντελεστής μεταδόσεως θερμότητος διά συναγωγής | average film coefficient |
life.sc., tech. | μέτρησις παροχής διά πλωτήρων | float gauging |
life.sc., tech. | μέτρησις παροχής διά πλωτήρων | float gaging |
earth.sc., tech. | μέτρησις παροχής διά της μεθόδου του νέφους | cloud-velocity gauging |
med. | μανία προς αυτοκτονία δια πνιγμού | hydromania |
med. | μαστογραφία διά ενέσεως αδιαφανούς ουσίας | contrast mammography |
chem. | μαχαίρι κοπής δια αέρος | air-jet |
chem. | μαχαίρι κοπής δια αέρος | air-knife |
chem. | μαχαίρι κοπής δια αέρος | air-brush |
chem. | 4,4'-μεθυλεvoδιαvιλίvη | 4,4'-methylenedianiline |
chem. | 4,4'-μεθυλεvoδιαvιλίvη | 4,4'-diaminodiphenylmethane |
med. | μελέτη της τοξικότητας των καταλοίπων δια της στοματικής οδού | toxicity study to determine the safety of orally administered residues |
earth.sc. | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής | heat transfer by convection |
earth.sc. | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής | convective heat exchange |
earth.sc. | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής | heat exchange by convection |
earth.sc. | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής | convection heat transfer |
med. | μεταδιδόμενος δια του αέρος | aerogen |
med. | μεταφορά διά μεταδόσεως θερμότητος ή ηλεκτρισμού | transport by convection |
agric., industr., construct. | μεταφορά διά συρματοσχοίνου | aerial skidding |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | cableway |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | skyline cableway |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | cable logging |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | overhead cableway |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | aerial cableway |
agric., mech.eng. | μεταφορά ξυλείας διά σιδηροδρόμου | railway logging |
agric., mech.eng. | μεταφορά ξυλείας διά σιδηροδρόμου | railroad logging |
construct. | μετεξεργασία γεωτρήσεων διά διακοπτομένης αντλήσεως | rawhiding the well |
life.sc., coal. | μετρήσεις επί βράχων διά πιέσεως | rock pressure measurement |
tech., construct. | μετρητής ύδατος διά μυλίσκου | open flow meter |
tech., construct. | μετρητής ύδατος διά στραγγαλισμού | constriction water-meter |
med. | μηχάνημα για την εκτέλεση τεχνητής αναπνοής διά της μεταβολής της πιέσεως του αέρα σε κλειστό θάλαμο | barospirator |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή επίχρισης με μαχαίρι κοπής δια αέρος | air-knife coater |
agric., construct. | μικτόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | semi-portable sprinkler method |
agric., construct. | μικτόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | semi-permanent sprinkler method |
med. | μόλυνση δια πολλών συγχρόνως ειδών μικροβίων | cross infection |
med. | μόλυνση δια του δημόδηκος | demodicidosis (demodecidosis) |
med. | μόλυνσις δια του πλακούντος | diaplacental infection |
agric., construct. | μόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | stationary sprinkler method |
agric., construct. | μόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | permanent sprinkler method |
med. | νοσοκομείον με κλίνας διατεθειμένας εις ιατρούς διά ιδιωτικήν πελατείαν | cottage hospital |
agric., industr., construct. | ξύλα διά πρόπλασιν | pattern stock |
agric., industr., construct. | ξύλα διά φυλλιδιωτά | lamination stock |
agric., industr., construct. | ξύλα πριονισμένα δια βιομηχανικήν χρήσιν | industrial lumber |
agric., industr., construct. | ξύλα πριονισμένα δια βιομηχανικήν χρήσιν | factory timber |
agric., industr., construct. | ξύλον επιφανειακώς ξηρόν δια του αέρος | surface-dry |
med. | ο γινόμενος διά της ιδέας | doxogenic |
tax. | ο φόρος εισπράττεται δια παρακρατήσεως στην πηγή | tax shall be collected by deduction at source |
med. | οισοφαγική διαστολή διά κηρίου | oesophageal bougienage |
h.rghts.act., UN | Ομάδα σχετικά με τις δια της βίας και ακούσιες εξαφανίσεις | Working Group on Enforced or Involuntary Disappearances |
fin. | ομολογίες που εξοφλούνται διά μιάς | bullet bond |
fin. | ομολογίες που εξοφλούνται διά μιάς | balloon loan |
med. | οξεία τοξικότητα διά της εισπνοής | acute inhalation toxicity |
med. | οξεία τοξικότητα διά του δέρματος | acute dermal toxicity |
fin. | οπτικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη δια της αφής αναγνώριση | visual and tactile characteristics |
agric. | οπώρα διά παρασκευή μηλίτου οίνου | cider fruit |
agric. | ορυζοκαλλιέργεια δια κατακλύσεως | flood rice crop |
med. | οστεοσύνθεση δια συμπιέσεως | compressive osteosynthesis |
med. | πίεσις διά λαβίδος για αιμόσταση | forcipressure |
med. | πίεσις διά λαβίδος για αιμόσταση | clamping |
econ., fin., agric. | πίνακες για το γρήγορο υπολογισμό τόκων, τιμών, κλπ. "ready reckoner"; πίνακες δια την ταχείαν εξεύρεσιν τόκων, τιμών κλπ. | ready reckoner |
chem. | παγίδευσις διά ψύξεως | cold trapping |
fin. | παρέμβαση δια της αγοράς | intervention purchase |
law | παρίσταμαι δια του πληρεξουσίου μου | address the Court through their representatives |
law | παραχώρηση αδειών δια διαιτησίας | grant of licences by arbitration |
tech., construct. | παροχόμετρον διά στραγγαλισμού | constriction rate-of-flow meter |
life.sc., construct. | παχεία επένδυσις διά συμπυκνώσεως γαιωδών υλικών | thick compacted earth lining |
agric. | πεπηγμένον δια τυρόν γάλα | curd |
life.sc. | περίκεντρο ως προς το Δία | perijove |
med. | πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος | plugging |
med. | πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος | stopping |
med. | πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος | plombage |
med. | πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος | filling |
med. | πλύση του σιαγόνιου κόλπου διά καταιονήσεως | irrigation of maxillary sinus |
agric., construct. | προστασία εδάφους διά χορτοπλίνθων εν διαλύσει | broadcast sodding |
tech., R&D. | προφορική μεταφορά τεχνολογίας; δια ζώσης μεταφορά τεχνολογίας | oral transfers of technology |
med. | προϊόν βιοψίας ήπατος δια βελόνης | smear hepatogram |
h.rghts.act. | Πρωτόκολλο αριθ. 2 της "Συμβάσεως διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών διά την παροχήν γνωμοδοτήσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου" | Protocol No. 2 to the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, conferring upon the European Court of Human Rights competence to give advisory opinions |
construct. | Πρωτόκολλο για την κατάρτιση, βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δια προδικαστικών αποφάσεων | Protocol, drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the interpretation, by way of preliminary rulings, by the Court of Justice of the European Communities of the Convention on the establishment of a European Police Office |
min.prod. | Πρωτόκολλο "διά τας απαιτήσεις των χώρων ενδιαιτήσεως των επιβατηγών πλοίων ειδικών μεταφορών, 1973" | Protocol on Space Requirements for Special Trade Passenger Ships |
gen. | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" | Protocol Bringing under International Control Drugs outside the Scope of the Convention of 13 July 1931 for Limiting the Manufacture and Regulating the Distribution of Narcotic Drugs, as amended by the Protocol signed at Lake Success on 11 December 1946 |
construct. | πρόβολος διά προσδεδεμένων δένδρων | tree spur |
construct. | πρόβολος διά προσδεδεμένων δένδρων | anchored tree protection |
med. | πρώιμος διαστολή διά κηρίου | early bougierage |
med. | πυελομέτρησις διά της χειρός | pelvic palpation |
med. | πυελομέτρησις διά της χειρός | manual pelvimetry |
chem. | πυρηνικός απαρριθμητής διά συμπυκνώσεως | condensation-nuclei counter |
chem. | πυρηνικός απαρριθμητής διά συμπυκνώσεως | condensation nucleus counter |
nat.sc. | πόρος του ασκού μυκήτων διά του οποίου ελευθερώνονται τα περιθήκια | ostiole |
construct. | ρήξις διά γενικής διατμήσεως | general shear failure |
life.sc., construct. | ρήξις διά διατμήσεως | shear failure |
life.sc., construct. | ρήξις διά διατμήσεως | failure by rupture |
construct. | ρήξις διά τοπικής διατμήσεως | local shear failure |
earth.sc., mech.eng. | ρύθμιση διά πιέσεως | pressure control |
gen. | ρύθμιση της κατάστασης δια της διαπραγματευτικής οδού | negotiated settlement of the conflict |
life.sc., construct. | ρύθμισις υδροταμιευτήρος διά συνδυασμού μεγίστης επωφελούς χρήσεως και ελέγχου της κατά μελέτην πλημμύρας | reservoir regulation by combining maximum beneficial use and control of design flood |
agric., health., anim.husb. | σήμανση δια πυρός | stamp in hot brand |
patents. | σήματα χρησιμοποιούμενα δια την πώλησιν ή διαφήμισιν υπηρεσιών | service marks |
med. | σίτιση δια καθετήρος στομάχου | gavage |
med. | σίτιση δια καθετήρος στομάχου | feeding by a stomach tube |
med. | σανίς δαγκώματος με αποτύπωμα διά την σταθεροποίησιν της κεφαλής | bite board for head stabilisation |
agric. | σβώλος διά σποράν | sowing brick |
med. | σεξουαλική ικανοποίησις διά της κλοπής | kleptolagnia |
agric. | σκάπτω διά λίσγου | to spade |
agric. | σκάπτω διά λίσγου | to dig |
med. | σπάτουλα διά την διόρθωσιν λανθασμένης θέσεως κοπτήρων | biting spatula |
commer., transp., avia. | στίγμα διά διαδοχικών διοπτεύσεων | running fix |
agric., mech.eng. | σταθερή τροχαλία μηχανισμού μετατοπίσεως ξυλείας διά συρματοσχοίνου | flying dutchman |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | open ditch draining |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | open-channel drainage |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | opening drainage |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | surface drainage |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | open ditch drainage |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | open cut drainage |
construct. | στραγγίζω διά σωληνωτών αγωγών | tile-drain |
social.sc., ed. | στρατηγική της διά βίου μάθησης | strategy for lifelong learning |
med. | συμπίεσις διά ταινιών | band compression |
social.sc. | Συμπληρωματική Σύμβαση "διά την κατάργησιν της δουλείας, της εμπορίας των δούλων και παρεμφερών προς την δουλείαν θεσμών και πρακτικής" | Supplementary Convention on the Abolition of Slavery, the Slave Trade, and Institutions and Practices Similar to Slavery |
min.prod. | Συμφωνία "διά τα επιβατηγά πλοία ειδικών μεταφορών" | Special Trade Passenger Ships Agreement |
law | συναίνεση προς δέσμευση δια της συνθήκης | consent to be bound by a treaty |
nat.sc., agric. | Συντήρηση δια περιδέσεως | banding treatment |
nat.sc., agric. | Συντήρηση δια περιδέσεως | bandage treatment |
nat.sc., agric. | Συντήρηση δια τομής και περιδέσεως | banding treatment |
nat.sc., agric. | Συντήρηση δια τομής και περιδέσεως | banding |
med. | συρραφή οστών διά μεταλλίνου σύρματος | wiring |
chem. | συσκευή επίχρισης με επίστρωση υλικού με μαχαίρι κοπής δια αέρος | floating knife roll coater |
immigr. | σφράγιση διαγραφής δια "Χ" | stamping with a cross |
agric., health., anim.husb. | σφραγίδα διαγραφής δια "χ" | "crossed" stamp |
construct. | σωληνωτόν φρέαρ θεμελιώσεως πεπληρωμένον διά σκυροδέματος και διά μεταλλικού πυρήνος | drilled-in caisson |
med. | σύγκλεισις διαιρεθέντος αγγείου με την έλξη του αιμορραγούντος άκρου διά μέσου τομής του τοιχώματός του | perplication |
agric., mech.eng. | σύζευξις οχημάτων ή αξόνων δια την μεταφοράν κορμού μεγάλων διαστάσεων | sett |
relig. | Σύμβαση "αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα διά την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών" | Convention on the Means of Prohibiting and Preventing the Illicit Import, Export and Transfer of Ownership of Cultural Property |
hobby | Σύμβαση "αφορώσα εις τελωνειακάς διευκολύνσεις διά τον τουρισμόν" | Convention concerning Customs Facilities for Touring |
relig., ed., UN | Σύμβαση "δημιουργούσα Οργάνωσιν των Ηνωμένων Εθνών διά την Εκπαίδευσιν, την Επιστήμην και την Μόρφωσιν" | Constitution of the United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization |
gen. | Σύμβαση "διά την μερικήν αναθεώρησίν των, υπό της Γενικής Συνδιασκέψεως της Διεθνούς Οργανώσεως της Εργασίας γενομένων αποδεκτών συμβάσεων, εις τας 28 πρώτας συνόδους αυτής" | Convention for the Partial Revision of the Conventions Adopted by the General Conference of the International Labour Organisation at Its First Twenty-eight Sessions for the Purpose of Making Provision for the Future Discharge of Certain Chancery Functions Entrusted by the Said Conventions to the Secretary-General of the League of Nations and Introducing therein Certain Further Amendments Consequential upon the Dissolution of the League of Nations and the Amendment of the Constitution of the International Labour Organisation |
gen. | Σύμβαση "διά την σύστασιν ενός Διεθνούς Οργανισμού Νομίμου Μετρολογίας" | Convention establishing the International Organisation of Legal Metrology |
gen. | Σύμβαση "διά τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών" | Convention for Limiting the Manufacture and Regulating the Distribution of Narcotic Drugs |
gen. | Σύμβαση ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας ; Σύμβαση "δια την ίδρυσιν του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας" | Convention for European Economic Cooperation |
social.sc. | Σύμβαση "περί των τριμερών συνεννοήσεων διά την προώθησιν της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας" | Convention concerning Tripartite Consultations to Promote the Implementation of International Labour Standards |
agric. | σύνδεση διά συμβολής | flush joint |
agric. | σύνδεση διά συμβολής | butt joint |
agric., mech.eng. | σύνολον εξαρτημάτων διά την μετατόπισιν διά συρματοσχοίνου | rigging |
agric., mech.eng. | σύνολον εξαρτημάτων διά την μετατόπισιν διά συρματοσχοίνου | rig |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά νυκτερινής αποθηκεύσεως ύδατος εντός τριτευουσών διωρύγων | night-storage irrigation system |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής υπέρ το φύλλωμα των δένδρων | overtree sprinkler method |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής υπό το φύλλωμα των δένδρων | undertree sprinkler method |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής υπό το φύλλωμα των δένδρων | low-head sprinkler method |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής υπό το φύλλωμα των δένδρων | ground sprinkler method |
agric., mech.eng. | σύστημα δια κινητού συρματοσχοίνου | moving-cable system |
med. | σύστημα δοκιμασιών διά τας ικανότητας και δεξιότητας | system of endowment tests |
fin. | τίτλοι που μπορούν να επιστραφούν δια μιάς | securities redeemable simultaneously |
fin. | τίτλοι που μπορούν να επιστραφούν δια μιάς | securities redeemable all at once |
fin. | τίτλοι που μπορούν να επιστραφούν δια μιάς | bullet securities |
patents. | τα οφειλόμενα τέλη και ποσά δια τα υπό του Διεθνούς Γραφείου παραχθείσας υπηρεσίας | fees and charges due for services performed by the International Bureau |
chem. | ταξινόμηση διά της καθίζησης | elutriation |
gen. | ταχύτητα διά μέσου του νερού | speed through the water |
fin., polit., social.sc. | Τελωνειακή Σύμβαση "αφορώσα εις το υλικόν ευημερίας το προοριζόμενον διά τους ναυτιλλομένους" | Customs Convention concerning Welfare Material for Seafarers |
fin., polit. | Τελωνειακή Σύμβαση "επί του δελτίου ΑΤΑ διά την προσωρινήν εισδοχήν εμπορευμάτων"; Σύμβαση ΑΤΑ | Customs Convention on the ATA Carnet for the Temporary Admission of Goods |
fin., polit. | Τελωνειακή Σύμβαση "επί του δελτίου ΑΤΑ διά την προσωρινήν εισδοχήν εμπορευμάτων"; Σύμβαση ΑΤΑ | ATA Convention |
commer., polit., transp. | Τελωνειακή Σύμβαση "περί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων διά δελτίων TIR" | TIR Convention |
commer., polit., transp. | Τελωνειακή Σύμβαση "περί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων διά δελτίων TIR" | Customs Convention on the International Transport of Goods under Cover of TIR Carnets |
med. | το αποτέλεσμα το οποίον εγκαταλείπεται επί του νευρικού ιστού διά της διόδο υ του ερεθίσματος | facilitation |
chem. | τοξικότητα διά αναρρόφησης | aspiration toxicity |
med. | τοποθέτησις δακτυλίου επί οδόντος με σκοπόν να λειτουργήσει ως ακίνητον σημ είον διά την μετακίνησιν άλλων οδόντων | band-fixation |
med. | τοποθέτησις δακτυλίου επί οδόντος με σκοπόν να λειτουργήσει ως ακίνητον σημ είον διά την μετακίνησιν άλλων οδόντων | band-anchorage |
construct. | τούβλο κατασκευασμένο δια της πτώσης | drop-mould brick |
construct. | τούβλο κατασκευασμένο δια της πτώσης | drop-machine brick |
fin., IT | τραπεζικές πράξεις δια τηλεφώνου | telebanking |
construct. | τριβεύς διά δακτυλίων | ring crusher |
chem. | υγρό της δια θειωδών εκπλύσεως | waste sulphide liquor |
life.sc. | υδαταποθήκευσις διά συγκρατήσεως υπό φυτοκαλύψεως | interception storage |
med. | υπεξωκοτική τριβή που γίνεται αντιληπτή διά της ψηλαφήσεως | pleuritic friction |
med. | υπεξωκοτική τριβή που γίνεται αντιληπτή διά της ψηλαφήσεως | pleural fremitus |
med. | υπερηχογραφία εγκεφάλου δια των κρανιακών πηγών | transfontanellar echography |
med. | υποβολή πιέσεως διά σφαιρικού αντικειμένου | balloon compression |
med. | υποβολή πιέσεως διά σφαιρικού αντικειμένου | ball-compression |
patents. | Eυρωπαϊκή Σύμβαση "επί των απαιτουμένων διατυπώσεών δια τας αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας" | European Convention relating to the Formalities Required for Patent Applications |
life.sc. | φαινόμενο καθαρισμού του ατμοσφαιρικού αέρα δια ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων | air-purifying effect of precipitation |
nat.sc., agric. | φυτό διά καρύκευμα | spice plant |
earth.sc. | φωτογράφηση διά της μεθόδου Schlieren | shadow photography |
earth.sc. | φωτογράφηση διά της μεθόδου Schlieren | schlieren photography |
life.sc. | φωτογραφία διά συσκευής πολλαπλών φακών | multilens photograph |
hobby, construct. | χρήσις ύδατος διά ψυχαγωγίαν | recreation uses of water |
earth.sc. | χρωματική σύνθεση δια αφαιρέσεως | subtractive system |
earth.sc. | χρωματική σύνθεση δια προσθέσεως | additive colour process |
agric., construct. | χρόνος αρδεύσεως διά καταιονήσεως | irrigation period in sprinkler irrigation |
econ. | ψήφος δια πληρεξουσίου | proxy vote |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | proxy voting |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | vote by proxy |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | proxy vote |
econ., construct. | ωλοκληρωμένη λειτουργία διά πολλαπλούν σκοπόν | fully integrated operation |
gen. | όπλα εκτόξευσης βλημάτων μόνο διά πιέσεως ελατηρίου | arm propelling projectiles by means of a spring only |
med. | όργανον του BERVEN χρησιμοποιούμενον διά την εφαρμογήν διαφόρων φαρμάκων | Berven applicator |