Subject | Greek | English |
gen. | άν το εν λόγω Kράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή | if the State concerned does not comply with this decision |
law | αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με απόφαση της...,το δικαστήριο Χ,στην υπόθεση...κατά... | reference for a preliminary ruling by the X court by order of that court of...in the case of...v... |
gen. | αίτηση παροχής πληροφοριών με απόφαση | decision requiring information |
law | αθωωτική απόφαση | acquittal |
law | αιτιολογημένη απόφαση | reasoned decision |
gen. | αιτιολογημένη απόφαση | justified decision |
mater.sc. | αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης | reasoned assessment decision |
fin. | ακυρωθείσα απόφαση | annulled decision |
econ., market. | ανάκληση με διοικητική απόφαση | administrative revocation |
law | αναβάλλει την απόφασή της | to defer the decision |
fin. | αναβάλλω την απόφαση της απαλλαγής | to postpone the decision giving discharge |
law | αναβλητική απόφαση | moratorium |
law | αναγνωριστική απόφαση | declaratory relief |
law | αναγνωριστική απόφαση | declaratory decision |
polit. | αναθεωρούμενη απόφαση | judgment revised |
polit., law | αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση | decision against which the appeal is brought |
law, social.sc. | αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση | contested judgment |
fin. | ανακληθείσα απόφαση | revoked decision |
econ., market. | αναστολή της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία με απόφαση των τελωνειακών αρχών | suspension of release by customs authorities |
law | αντιφατική απόφαση | conflicting decision |
law, patents. | απαγγέλλω απόφαση στο ακροατήριο | to give the decision orally |
commer. | απαγορευτική απόφαση συνοδευόμενη από πρόστιμο | prohibition decision accompanied by fine |
commer. | απαγορευτική απόφαση χωρίς πρόστιμο | prohibition decision without fine |
patents. | απορρίπτω την ανακοπή με οριστική απόφαση | to reject by a definitive decision |
law | απορριπτική απόφαση | decision rejecting the complaint |
immigr. | απορριπτική απόφαση | refusal |
law | απορριπτική απόφαση | decisions dismissing |
law | απορριπτική απόφαση | decision dismissing |
polit., law | αποφαίνομαι με προδικαστική απόφαση ; αποφαίνομαι προδικαστικώς; εκδίδω προδικαστική απόφαση | to give a preliminary ruling |
lab.law. | από κοινού απόφαση | joint decision-making |
law | απόρριψη της ανακοπής με τελεσίδικη απόφαση | opposition rejected by a definitive decision |
gen. | απόφαση έγκρισης | authorisation decision |
transp., nautic. | Απόφαση Α 578 | IMO resolution A 578 |
transp., nautic. | Απόφαση Α 648 | IMO resolution A 648 |
gen. | απόφαση αγνόησης της άρνησης θεώρησης | decision to overrule |
fin. | απόφαση ανάληψης υποχρεώσεων | decision to accept undertakings |
econ. | απόφαση ανανέωσης των χρηματοδοτικών εντολών ΑΛΑ | decision on renewal of ALA mandates |
law | απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους | probation order |
law | απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους | probation decision |
law, immigr. | απόφαση απέλασης | deportation order |
law, h.rghts.act. | απόφαση απέλασης | expulsion measure |
law, h.rghts.act. | απόφαση απέλασης | expulsion decision |
transp., tech., el. | απόφαση απαγορεύσεως απόπλου | detention decision |
fin. | απόφαση απαλλαγής | decision granting exemption |
fin. | απόφαση απαλλαγής | discharge decision |
gen. | απόφαση απαλλαγής από τις διατάξεις | decision granting exemption from the rules |
fin., econ. | απόφαση απαλλαγής, λαμβάνω απόφαση απαλλαγής | discharge decision |
fin., econ. | απόφαση απαλλαγής, λαμβάνω απόφαση απαλλαγής | decision giving discharge |
construct. | απόφαση απαλλοτρίωσης | compulsory land purchase order |
gen. | απόφαση αποδοχής των ενισχύσεων | decision approving aid |
lab.law. | απόφαση απόρριψης της αίτησης | decision to reject the candidature |
law | απόφαση απόρριψης της αίτησης | decision refusing the application |
gen. | απόφαση απόσυρσης μιας πρότασης | decision whether or not to withdraw a proposal |
ecol. | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας | Decision No 377/2013/EU of the European Parliament and of the Council of 24 April 2013 derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
ecol. | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας | Stop-the-Clock Decision |
ecol. | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας | Decision No 377/2013/EU derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
environ. | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 | effort sharing decision |
environ. | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 | Decision No 406/2009/EC on the effort of Member States to reduce their greenhouse gas emissions to meet the Community's greenhouse gas emission reduction commitments up to 2020 |
law | απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | decision given in summary proceedings |
econ. | απόφαση ατομικής εξαίρεσης | decision granting individual exemption |
polit. | απόφαση για διαδικασία εξέτασης σχετικά με ...' απόφαση για διαδικασία εξέτασης όσον αφορά ... | examination procedure decision concerning... |
polit. | απόφαση για διαδικασία εξέτασης σχετικά με ...' απόφαση για διαδικασία εξέτασης όσον αφορά ... | decision on the procedure for examining |
polit., law | απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών | hear a case in camera |
gen. | απόφαση για θέση στη διάθεση | decision to transfer |
fin. | απόφαση για πραγματοποίηση δαπάνης | decision to incur the expenditure |
law, fin. | απόφαση για προσωρινό δασμό | provisional duty decision |
interntl.trade. | Απόφαση για τα κείμενα σχετικά με τις ελάχιστες αξίες και τις εισαγωγές από αποκλειστικούς πράκτορες, αποκλειστικούς διανομείς και αποκλειστικούς αντιπροσώπους | Decision on texts relating to minimum values and imports by sole agents, sole distributors and sole concessionaires |
interntl.trade. | Απόφαση για τα μέτρα σχετικά με τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις μεταρρυθμιστικού προγράμματος στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και στις αναπτυσσόμενες χώρες που είναι καθαρά εισαγωγείς ειδών διατροφής | Decision on measures concerning the possible negative effects of the reform programme on least-developed and net food-importing developing countries |
interntl.trade. | Απόφαση για τα μέτρα υπέρ των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών | Decision on measures in favour of least-developed countries |
interntl.trade. | Απόφαση για τη γνωστοποίηση της πρώτης ενσωμάτωσης στο πλαίσιο του άρθρου 2 παράγραφος 6 της Συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα είδη ένδυσης | Decision on notification of first integration under article 2.6 of the Agreement on Textiles and Clothing |
law | απόφαση για τη θέση στο αρχείο | termination decision |
interntl.trade. | Απόφαση για τη σχέση μεταξύ των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών και του περιβάλλοντος | Decision on trade in services and the environment |
fin. | απόφαση για τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Overseas Association Decision |
fin. | απόφαση για τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Decision on the association of the overseas countries and territories with the European Community |
fin. | απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής | discharge resolution |
market. | απόφαση για την εθνική μεταχείριση | decision on national treatment |
interntl.trade. | Απόφαση για την εφαρμογή και την επανεξέταση Μνημονίου Συμφωνίας για τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση διαφορών | Decision on the application and review of the Understanding on rules and procedures governing the settlement of disputes |
law, environ. | απόφαση για την προστασία του εδάφους από απορρίψεις υγρών | Decree on protection against waste |
el. | απόφαση για τις αρχές και τους στόχους της μη πυρηνικής διάδοσης και του αφοπλισμού | Decision on principles and objectives for nuclear non-proliferation and disarmament |
nucl.phys. | απόφαση για τις αρχές και τους στόχους της μη πυρηνικής διάδοσης και του αφοπλισμού | decision on principles and objectives for nuclear non-proliferation and disarmament |
interntl.trade. | Απόφαση για τις διαδικασίες γνωστοποίησης | Ministerial Decision on Notification Procedures |
econ., market. | Απόφαση για τις διαδικασίες γνωστοποίησης | Decision on notification procedures |
interntl.trade. | Απόφαση για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την κυκλοφορία των φυσικών προσώπων | Decision on negotiations on movement of natural persons |
econ., market. | Απόφαση για τις επαγγελματικές υπηρεσίες | Decision on professional services |
interntl.trade. | Απόφαση για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες | Decision on financial services |
ecol. | απόφαση για το πάγωμα του χρόνου | Decision No 377/2013/EU derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
ecol. | απόφαση για το πάγωμα του χρόνου | Decision No 377/2013/EU of the European Parliament and of the Council of 24 April 2013 derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
ecol. | απόφαση για το πάγωμα του χρόνου | Stop-the-Clock Decision |
commun., IT | απόφαση για το περιεχόμενο του προγράμματος | editorial decision |
interntl.trade. | Απόφαση για το προτεινόμενο Μνημόνιο Συμφωνίας σχετικά με το σύστημα πληροφοριών για τα πρότυπα του ΠΟΕ-ISO | Decision on proposed understanding in WTO-ISO standards information system |
transp., avia. | απόφαση για το συντονισμό ενός αερολιμένα | decision to designate an airport as coordinated |
transp., avia. | απόφαση για το συντονισμό ενός αερολιμένα | decision to coordinate an airport |
fin., econ. | απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων | Council Decision on own resources |
fin., econ. | απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων | Own Resources Decision |
fin., econ. | απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων | Council Decision on the system of the European Communities' own resources |
fin., econ. | απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων | Council Decision on the system of own resources of the European Union |
gen. | απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων | Decision on the system of the Communities'own resources |
interntl.trade. | Απόφαση για τον έλεγχο του άρθρου 17 παράγραφος 6 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VΙ της Γενικής Συμφωνίας δασμών και εμπορίου του 1994 | Decision on review of article 17.6 of the Agreement on Implementation of Article VI of the General Agreement on Tariffs and Trade 1994 |
interntl.trade. | Απόφαση για τον έλεγχο του εντύπου που εκδίδει το Κέντρο Πληροφοριών του ISO/IEC | Decision on review of the ISO/IEC Information Centre publication |
fin. | απόφαση για τον καθορισμό των τιμών | price decision |
interntl.trade. | Απόφαση για τους θεσμικούς διακανονισμούς σχετικά με τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών | Decision on institutional arrangements for the General Agreement on Trade in Services |
fin., tax. | απόφαση για τους ιδίους πόρους | own resources Decision |
crim.law., fin. | απόφαση δέσμευσης | freezing order |
gen. | Απόφαση 2008/617/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για τη βελτίωση της συνεργασίας σε καταστάσεις κρίσεως μεταξύ των ειδικών μονάδων επέμβασης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Decision 2008/617/JHA on the improvement of cooperation between the special intervention units of the Member States of the European Union in crisis situations |
gen. | Απόφαση 2008/617/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για τη βελτίωση της συνεργασίας σε καταστάσεις κρίσεως μεταξύ των ειδικών μονάδων επέμβασης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Atlas Decision |
crim.law. | Απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος | implementing Prüm Decision |
crim.law. | Απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος | Prüm Decision |
crim.law. | Απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος | Council Decision 2008/616/JHA on the implementation of Decision 2008/615/JHA on the stepping up of cross-border cooperation, particularly in combating terrorism and cross-border crime |
gen. | Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος | Prüm Decision |
gen. | Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος | Council Decision 2008/615/JHA of 23 June 2008 on the stepping up of cross-border cooperation, particularly in combating terrorism and cross-border crime |
industr. | απόφαση δια συναινέσεως | decision by consensus |
gov. | απόφαση διαζυγίου | decree of divorce |
law | απόφαση διαιτησίας | arbitral award |
commer. | απόφαση διατάσσουσα ανάκτηση | decision ordering recovery |
econ. | απόφαση δικαστηρίου | ruling |
fin. | απόφαση εγγραφής μέλους | membership resolution |
econ. | απόφαση ΕΚ | EC Decision |
econ. | απόφαση ΕΚΑΕ | EAEC Decision |
fin., econ., account. | απόφαση εκκαθάρισης | clearance of accounts decision |
fin., econ., account. | απόφαση εκκαθάρισης | decisions on clearance of accounts |
fin. | απόφαση εκκαθάρισης | clearance decision |
law | απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας | decision in ex parte proceedings |
gen. | απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων | decision of association of undertakings |
gen. | απόφαση εξουσιοδότησης | authorising decision |
law, social.sc. | απόφαση επί αγωγής διαζυγίου | decree of divorce |
law | απόφαση επί αρχής | decision of principle |
law | απόφαση επί αρχής | decision in principle |
law | απόφαση επί εξωδίκου υποθέσεως | decision in an extrajudicial case |
polit., law | απόφαση επί της αναθεωρήσεως | revising judgment |
polit., law | απόφαση επί της αναιρέσεως | decision on the appeal |
law | απόφαση επί της επιστροφής των τελών | decision as to the refund of fees |
law | απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης | decision on the substance of the case |
law | Απόφαση επί της προσφυγής | decision on appeal |
law | απόφαση επί της προσφυγής | decision in respect of appeal |
patents. | απόφαση επί της προσφυγής | decision in respect of appeals |
law | απόφαση επί της τριτανακοπής | judgment in the third party proceedings |
law | απόφαση επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή | action to be taken upon the recommendations of the Judge-Rapporteur |
law | απόφαση επιδεκτική αναγκαστικής εκτελέσεως | judgment which is capable of enforcement |
fin. | απόφαση επιμερισμού ενεργητικού | asset allocation decision |
environ. | απόφαση επιμερισμού των προσπαθειών | Decision No 406/2009/EC on the effort of Member States to reduce their greenhouse gas emissions to meet the Community's greenhouse gas emission reduction commitments up to 2020 |
environ. | απόφαση επιμερισμού των προσπαθειών | effort sharing decision |
immigr. | απόφαση επιστροφής | obligation to leave |
law, immigr. | απόφαση επιστροφής | obligation to leave the territory |
immigr. | απόφαση επιστροφής | obligation to return |
law, immigr. | απόφαση επιστροφής | return decision |
gen. | απόφαση εφαρμογής | implementing decision |
gen. | απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού | competition decision |
environ. | Απόφαση ΙΙ/12 για την απαγόρευση των εξαγωγών επικίνδυνων αποβλήτων από τα κράτη ΟΟΣΑ προς τα εκτός ΟΟΣΑ κράτη | Decision II/12 on prohibiting exports of hazardous waste from OECD to non-OECD States |
econ. | απόφαση κάθε εταιρείας | corporate decision |
econ. | απόφαση κατ' εξουσιοδότηση | delegated decision |
interntl.trade. | Απόφαση κατά της καταστρατήγησης | Decision on anti-circumvention |
h.rghts.act., IT | απόφαση καταλληλότητας | adequacy decision |
fin. | απόφαση λόγω αθέτησης υποχρεώσεως | lapse-of-time decision |
law | απόφαση λόγω παράβασης υποχρέωσης | judgment given for failure to perform obligations |
fin. | απόφαση λόγω παρελεύσεως απράκτου μιας προθεσμίας | lapse-of-time decision |
law | απόφαση με ισχύ δεδικασμένου | judgment which has the force of res judicata |
fin. | απόφαση με την οποία χορηγείται απαλλαγή στην Επιτροπή | Decision giving discharge to the Commission |
gen. | απόφαση μετά λόγου γνώσεως | informed decision |
immigr. | απόφαση μεταγωγής | transfer decision |
econ. | απόφαση μεταφοράς | decision to carry over |
econ. | απόφαση μεταφοράς | carry-over decision |
law | απόφαση μη αποδοχής | non-admission decision |
law | απόφαση μη εναντίωσης στην έκδοση | decision not to oppose adoption |
econ. | απόφαση να μην εγερθούν αντιρρήσεις | no objection decision |
econ. | απόφαση να μην εγερθούν αντιρρήσεις | decision to raise no objection |
fin. | απόφαση παραίτησης | waiver decision |
law | απόφαση περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του | decision revoking the rights of the proprietor |
gen. | απόφαση περί αναγνωρίσεως επαγγελματικής νόσου | decision recognizing an occupational disease |
law | απόφαση περί αναθέσεως της υποθέσεως σε τμήμα | decision to assign a case |
polit. | απόφαση περί αναπομπής | judgment referring the case back |
polit., law | απόφαση περί αναστολής | decision of stay |
fin. | απόφαση περί αποδοχής | decision to accept |
law | απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας | decision of resumption of proceedings |
fin. | απόφαση περί "μη λήψεως υπόψη" | decision overruling the financial controller |
polit., law | απόφαση περί παραπομπής | referral order |
polit., law | απόφαση περί παραπομπής | order of referral |
law | απόφαση περί παραπομπής | referral decision |
polit., law | απόφαση περί παραπομπής | order for reference |
law | απόφαση περί παραπομπής | decision to refer a case |
law | απόφαση περί παραπομπής | decision to refer the matter |
law | απόφαση περί παρεκτάσεως των προθεσμιών λόγω αποστάσεως | decision on extension of time limits on account of distance |
gen. | απόφαση περί τακτοποιήσεως της καταστάσεως | decision regularizing his position |
law | απόφαση περί των εορτάσιμων ημερών | decision on official holidays |
fin. | απόφαση περί χορήγησης ενίσχυσης | decision granting the aid |
law | απόφαση περί χορηγήσεως δικαιώματος | decision to grant the exploitation right |
econ. | απόφαση-πλαίσιο | framework decision |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων | Council Framework Decision on the protection of personal data processed in the framework of police and judicial cooperation in criminal matters |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων | Data Protection Framework Decision |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | Data Protection Framework Decision |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | Council Framework Decision on the protection of personal data processed in the framework of police and judicial cooperation in criminal matters |
law | Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών | Framework Decision on the European arrest warrant and the surrender procedures between Member States |
law | Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Swedish Framework Decision |
law | Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Council Framework Decision on simplifying the exchange of information and intelligence between law enforcement authorities of the Member States of the European Union |
law | απόφαση ποινικού δικαστηρίου | decision in criminal matters |
law | απόφαση ποινικού δικαστηρίου | criminal decision |
law | απόφαση ποινικού δικαστηρίου | criminal law decision |
tax. | απόφαση ΠΟΛ | Decision |
stat., scient. | απόφαση πολλών επιλογών | multi-valued decision |
law, patents. | απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου | decision which has acquired the authority of a final decision |
law | απόφαση που έχει εκδοθεί προφορικώς | decision given orally |
law | απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της απομίμησης | order prohibiting the defendant from proceeding with the infringements acts |
law | απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης | order prohibiting the defendant from proceeding with the infringements acts |
law | απόφαση που απαλλάσσει τον δικαστή από τα καθήκοντά του | decision depriving a Judge of his office |
law | απόφαση που απευθύνεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο | decision addressed to a natural or legal person |
law | απόφαση που αρνείται τα αποτελέσματα της βασικής αιτήσεως | decision refusing the effects of the basic application |
gen. | απόφαση που δεν προσεβλήθη εντός της νομίμου προθεσμίας | decision not contested within the prescribed time-limit |
law | απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή | judgment which not be set aside |
patents. | απόφαση που διαπιστώνει την έκπτωση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος από τα δικαιώματά του | decision revoking the rights of the proprietor of the Community trade mark |
law, patents. | απόφαση που διαπιστώνει την έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του | decision revoking the rights of the proprietor of the trade mark |
patents. | απόφαση που διαπιστώνει την ακυρότητα του κοινοτικού σήματος | decision declaring the Community trade mark invalid |
gen. | απόφαση που διατάσσει την επιστροφή | decision ordering repayment |
polit., law | απόφαση που διορθώνεται | rectified judgment |
polit., law | απόφαση που εκδίδεται ερήμην | judgment by default |
law | απόφαση που εκδίδεται ως κανονισμός | a decision in the form of a regulation |
law | απόφαση που εκδόθηκε ερήμην | judgment in default of appearance |
gen. | απόφαση που εκδόθηκε μετά από προσφυγή | judgment delivered in action |
law | απόφαση που εκδόθηκε σε αστικό θέμα από ποινικό δικαστήριο | judgment given in civil matters by a criminal court |
gen. | Απόφαση που ελήφθη με κοινή συμφωνία των Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών σχετικά με τον καθορισμό των εδρών των οργάνων και ορισμένων οργανισμών και υπηρεσιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Decision taken by common agreement between the Representatives of the Member States on the location of the seats of the institutions and of certain bodies and departments of the European Communities |
law | απόφαση που επιβάλλει στέρηση της ελευθερίας | order for deprivation of liberty |
law | απόφαση που επιβάλλει την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων | judgment directing a person to do a particular act |
law | απόφαση που επιφέρει άρνηση έγκρισης | "any decision taken ... to refuse type-approval" |
patents. | απόφαση που κηρύσσει την έκπτωση | revocation decision |
patents. | απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα | revocation decision |
patents. | απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα | invalidity decision |
polit., law | απόφαση που τερματίζει τη δίκη | final judgment |
law | απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή | decision subject to appeal |
law, commun., nat.sc. | απόφαση ραδιοφάσματος | Radio Spectrum Decision |
law, commun., nat.sc. | απόφαση ραδιοφάσματος | Decision on a regulatory framework for radio spectrum policy in the European Community |
patents. | απόφαση σε δίκη για παραποίηση | decision on infringement |
econ. | απόφαση σε επίπεδο επιχείρησης | corporate decision |
law | απόφαση στην ουσία | decision on the substance of the case |
fin. | απόφαση στο δασμολογικό τομέα | tariff decision |
commer., polit. | απόφαση συναλλαγής | transactional decision |
law, commun., nat.sc. | απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Radio Spectrum Decision |
law, commun., nat.sc. | απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Decision on a regulatory framework for radio spectrum policy in the European Community |
interntl.trade. | Απόφαση σχετικά με ορισμένες διαδικασίες επίλυσης διαφορών για τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών | Decision on certain dispute settlement procedures for the General Agreement on Trade in Services |
interntl.trade. | Απόφαση σχετικά με περιπτώσεις όπου οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας | Decision regarding cases where customs administrations have reasons to doubt the truth or accuracy of the declared value |
law | Απόφαση σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς SIS II | SIS II Decision |
law | Απόφαση σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς SIS II | Council Decision on the establishment, operation and use of the second generation Schengen Information System SIS II |
gen. | απόφαση σχετικά με την κλίμακα των τελών | Decision on a Scale of Fees |
interntl.trade., commun. | Απόφαση σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τις βασικές τηλεπικοινωνίες | Decision on negotiations on basic telecommunications |
interntl.trade. | Απόφαση σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών | Decision on negotiations on maritime transport services |
fin. | απόφαση σχετική με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας | decision relating to the application of customs rules |
law | απόφαση σύναψης | decision on the conclusion |
stat. | απόφαση τερματικό | terminal decision |
environ. | Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1989 σχετικά με την τροποποίηση της Συμφωνίας | Decision of 22 September 1989 concerning amendments of the Agreement |
gen. | απόφαση της ΕΚΤ | decision of the ECB |
law, UN | Απόφαση 2001/49 της επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα "Εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών" | Commission on Human Rights resolution 2001/49 on Elimination of Violence against Women |
fin. | απόφαση της Mικτής Eπιτροπής | decision of the joint Committee |
environ. | απόφαση της κοινότητας | community ruling |
environ. | απόφαση της κοινότητας | Community ruling |
fin. | απόφαση τοποθέτησης ενεργητικού | asset allocation decision |
law | απόφαση του ακυρωτικού που απαγγέλλεται υπέρ του νόμου | the setting aside of a judgment following a pourvoi dans l'intérêt de la loi |
polit. | Απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου/Ύπατου Εκπροσώπου για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλειας της 27ης Ιουλίου 2000 περί των μέτρων προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών τα οποία εφαρμόζονται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου | Decision of the Secretary-General of the Council/High Representative for the Common Foreign and Security Policy of 27 July 2000 on measures for the protection of classified information applicable to the General Secretariat of the Council |
gen. | απόφαση του διατάκτη | the authorizing officer's decision |
law | απόφαση του Δικαστηρίου | judgment of the Court |
econ. | απόφαση του Δικαστηρίου | judgment of the Court EU (ΕE) |
law | απόφαση του Δικαστηρίου | judgment of the Court of Justice |
law | απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξηνέουγεγονότος | judgment of the Court expressly recording the existence of a new fact |
polit. | απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται κατεπειγόντως κατόπιν αιτήσεως | ruling by the Court of Justice, adjudicating urgently upon the application |
environ., UN | απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου | Governing Council decision |
law | απόφαση του εθνικού δικαστηρίου που αναστέλλει τη διαδικασία και παραπέμπειορισμένο ζήτημαστο Δικαστήριο | decision of the court or tribunal of a Member State which suspends its proceedings and refers a case to the Court |
gen. | απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου | decision of the European Council |
gen. | απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου | European Council decision |
transp. | Απόφαση του ΟΗΕ της 2ας Ιουλίου 1993 για τη δυνατότητα εφαρμογής των carnets de passage en douane και των δελτίων CPD όσον αφορά τα οδικά οχήματα ιδιωτικής χρήσης | United Nations' Resolution of 2 July 1993 on the applicability of carnets de passage en douane and CPD carnets to private road vehicles |
transp. | Απόφαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών της 2ας Ιουλίου 1993 για τη δυνατότητα εφαρμογής των carnets de passage en douane και των δελτίων CPD όσον αφορά τα εμπορικά οδικά οχήματα | United Nations' Resolution of 2 July 1993 on the applicability of carnets de passage en douane and CPD carnets to commercial road vehicles |
polit., law | απόφαση του Προέδρου | decision of the President |
law | απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι το Πρωτοδικείο έχει συγκροτηθεί κανονικά | ruling by the President of the Court of Justice that the Court of First Instance has been constituted in accordance with law |
law | απόφαση του Πρωτοδικείου κατόπιν ακυρώσεως αποφάσεως και αναπομπής | judgment of the Court delivered after its decision has been set aside and the case referred back to it |
el. | απόφαση του σήματος | signal decision |
gen. | απόφαση του Συμβουλίου | Council decision |
UN | Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας 1325 2000 με θέμα "Γυναίκα, ειρήνη και ασφάλεια" | United Nations Security Council Resolution 1325 |
UN | Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας 1325 2000 με θέμα "Γυναίκα, ειρήνη και ασφάλεια" | Security Council Resolution 1325 on Women, Peace and Security |
UN | απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών | Security Council Resolution |
UN | απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών | UN Security Council Resolution |
UN | απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών | United Nations Security Council Resolution |
fin., econ. | απόφαση του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Council Decision on the system of own resources of the European Union |
fin., econ. | απόφαση του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Council Decision on the system of the European Communities' own resources |
fin., econ. | απόφαση του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Own Resources Decision |
fin., econ. | απόφαση του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Council Decision on own resources |
gen. | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή | Decision on Committee Procedure |
gen. | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή | Comitology Decision |
gen. | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή | Council Decision laying down the procedures for the exercise of implementing powers conferred on the Commission |
econ. | Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την επίτευξη υψηλού βαθμού σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών | Council Decision on the attainment of a high degree of convergence of the economic policies in the Member States of the E.E.C. |
econ. | Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την επίτευξη υψηλού βαθμού σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών | convergence decision |
polit. | Απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου | Council Decision on public access to Council documents |
econ. | Απόφαση του Συμβουλίου...για τις αρχές, τις προτεραιότητες, τους ενδιάμεσους στόχους και τους όρους που περιέχονται στην εταιρική σχέση για την προσχώρηση της... | Council Decision...on the principles, priorities, intermediate objectives and conditions contained in the Accession Partnership with... |
h.rghts.act. | Απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχομένων στα πλαίσια του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1995 σχετικά με την προστασία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκ μέρους των διπλωματικών και προξενικών αντιπροσωπειών | Decision of the Representatives of the Governments of the Member States meeting within the Council of 19 December 1995 regarding protection for citizens of the European Union by diplomatic and consular representations |
gen. | Απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,της 26ης Ιουλίου 1994,για τον προσδιορισμό της προσωπικότητας που προτίθενται να διορίσουν Πρόεδρο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Decision of the representatives of the Governments of the Member States of the European Communities of 26-7-1994 nominating the person they intend to appoint as President of the Commission of the European Communities |
polit. | απόφαση των Η.Ε.σχετικά με την οριοθέτηση περιοχών ασφαλείας | UN resolution on safe areas |
law | απόφαση υποκείμενη σε ανακοπή | judgment which may be the subject of an application to set aside |
law | απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή | actionable decision |
gen. | απόφαση Υπουργού Δικαιοσύνης | Decision of the Minister of Justice |
law | απόφαση Υπουργού Οικονομικών | decision of the Minister of Finance |
fin. | απόφαση υπουργών | Ministerial Decision |
commer. | απόφαση υπό όρους | conditional decision |
gen. | απόφαση χορήγησης συνδρομής | decision to grant assistance |
fin., polit., loc.name. | απόφαση χρηματοδότησης | funding decision |
fin., polit., loc.name. | απόφαση χρηματοδότησης | financing decision |
law | απόφαση ως προς την ουσία | decision on the merits |
law | απόφαση ως προς την ουσία | a decision on an issue of substance |
law | απόφαση ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση | decision on test guidelines |
law | απόφαση ως προς υποχρεώσεις διατροφής | maintenance judgment |
commer. | αρνητική απόφαση | negative decision |
commer. | αρνητική τελική απόφαση | final negative decision |
law | ατομική απόφαση αστικού δικαίου | individual decision under civil law |
econ. | ατομική απόφαση ΕΚΑΧ | ECSC individual Decision |
gen. | αυτόνομη απόφαση της Επιτροπής | autonomous Commission decision |
fin. | βασικές τιμές μετά την απόφαση συναλλαγής | posttrade benchmarks |
fin. | βασικές τιμές πριν από την απόφαση συναλλαγής | pre-trade benchmarks |
econ. | γενική απόφαση ΕΚΑΧ | ECSC general Decision |
econ., market. | γνωστοποίηση για απόφαση | notification for decision |
polit., law | Δήλωση αριθ. 31 για την απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987 | Declaration relating to the Council Decision of 13 July 1987 |
law | δεδικασμένο από οριστική δικαστική απόφαση | authority of res judicata |
patents. | δημοσιεύω απορριπτική απόφαση | to publish the decision that it has been refused |
IT, dat.proc. | δημοφιλής απόφαση | decision fan |
environ. | διάταγμα/απόφαση δικαστηρίου | decree |
polit., law | διαδικαστική απόφαση | procedural decision |
law | διαιτητική απόφαση | arbitration award |
law | διαιτητική απόφαση | arbitral award |
gen. | διαπιστώνει με απόφαση | to record by a decision |
gen. | διατάσσω αναστολή της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση | to order the award of a contract to be suspended until judgment is given |
law | δικαστική αποφαση που είναι εκτελεστή παρά την άσκηση εφέσεως ή ανακοπής | judgment which is enforceable notwithstanding that it may be appealed against |
law | δικαστική απόφαση | court decision |
environ. | "δικαστική απόφαση παραγγελία, έννομος τάξη" | environmental protection order |
environ. | δικαστική απόφαση | environmental protection order (παραγγελία, έννομος τάξη) |
law | δικαστική απόφαση | decision of a court |
law | δικαστική απόφαση | judgment |
environ. | δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόνας | judiciary rule |
law | δικαστική απόφαση κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο μέσο | a judgment against which an appeal has been lodged |
law | δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί κατόπιν απάτης | judgment obtained by fraud |
law | δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή | judgment dismissing the action |
law | δικαστική απόφαση που είναι προσωρινά εκτελεστή | judgment which is enforceable only provisionally |
law | δικαστική απόφαση που επιδέχεται άσκηση ενδίκου μέσου | a judgment from which an appeal still lies |
law | δικαστική απόφαση που ικανοποιεί τον ενάγοντα | judgment in favour of the plaintiff |
econ. | διοικητική απόφαση | administrative order |
gen. | διοικητική απόφαση | administrative ruling |
law | διοικητική απόφαση παράλειψης | administrative decision suspending procedure |
law | εάν απόφαση...καθίσταται δεσμευτική...μόνο μετά την εκπλήρωση συνταγματικών απαιτήσεων... | if a decision can be binding only after the fulfilment of constitutional requirements |
fin. | ειδική απόφαση | special resolution |
law | ειδική απόφαση του Πρωτοδικείου | special decision of the Court of First Instance |
law | εκδικάζω απόφαση | to have jurisdiction in relation to a judgment |
law | εκδικάζω απόφαση σε σύντομο χρόνο | to give decision without delay |
law | εκτελεστή απόφαση | enforceable judgment |
law | εκτελεστή απόφαση | enforcement procedure |
law | εκτελεστή απόφαση | enforceable decision |
law | εκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα | enforceable judgment even if there is still a right to appeal |
gen. | εκτελεστή απόφαση' καταδικαστική απόφαση | enforceable judgment |
econ. | εκτελεστική απόφαση | implementing decision |
law | εκτελεστική απόφαση | enforceable judgment |
patents. | εκτελώ απόφαση | to enforce a decision |
obs. | εμπεριστατωμένη απόφαση | informed decision |
obs. | ενήμερη απόφαση | informed decision |
comp., MS | ενημερωμένη απόφαση | informed decision (A decision made with up-to-date information) |
law | ενιαία απόφαση | single decision |
transp., UN | ενοποιημένη απόφαση για τη διευκόλυνση των οδικών μεταφορών | Revised Consolidated Resolution on the Facilitation of International Road Transport R.E.4 |
transp., UN | ενοποιημένη απόφαση για τη διευκόλυνση των οδικών μεταφορών | Consolidated Resolution on the Facilitation of Road Transport |
invest. | επενδυτική απόφαση | investment decision |
gen. | επιβεβαιωτική απόφαση | confirmatory decision |
law | επικαλούμαι δικαστική απόφαση έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου | to invoke a judgment against any party concerned |
polit., law | ερήμην απόφαση | judgment by default |
polit., law | ερμηνευτική απόφαση | interpreting judgment |
polit., law | ερμηνευόμενη απόφαση | judgment interpreted |
construct. | ευρωπαϊκή απόφαση | European decision |
transp. | ζητεί με απόφαση | to require the information to be supplied |
gen. | η ακυρωτική απόφαση | the judgment |
gen. | η απόφασή του δεσμεύει όλα τα Kράτη μέλη | its decision shall be binding upon all Member States |
law | η απόφαση έχει προσωρινό χαρακτήρα | the ruling shall be provisional |
law | η απόφαση αποκτά ισχύ | the judgment shall be binding |
law | η απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό | the decision shall be enforceable |
law | η απόφαση δεν έχει διορθωθεί | the decision is not rectified |
law, patents. | η απόφαση δεν δικαιώνει κάποιον | somebody is adversely affected by the decision |
law | η απόφαση δεν τον δικαιώνει | the claim is not admissible |
law | η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τους αποδέκτες που ορίζει | a decision shall be binding in its entirety upon those to whom it is addressed |
gen. | η απόφαση καθώς και η αιτιολόγησή της | the decisions taken and the reasons therefor |
gen. | η απόφαση καθώς και η αιτιολόγησή της | the decision and the reasons therefor |
patents. | η απόφαση κατέστη τελεσίδικη | the decision has acquired the authority of a final decision |
patents. | η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους | the decision shall be notified to the parties |
law | η απόφαση ουδόλως προδικάζει την απόφαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως | the ruling shall in no way prejudice the decision of the Court on the substance of the case |
law, social.sc. | η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί | warrant censure |
law | η απόφαση του Δικαστηρίου | judgment of the Court of Justice |
gen. | Η απόφαση υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αλλά το αγγλικό/γαλλικό κείμενο είναι το μόνο αυθεντικό της συμφωνίας. Οι μεταφράσεις του κειμένου της συμφωνίας θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα. | The decision exists in all languages, but English / French is the sole authentic version of the agreement. Translations of the text of the agreement will be published in the Official Journal. |
law | η απόφαση υπόκειται σε ανακοπή | an objection may be lodged against the judgment |
law | η δεχομένη την προσφυγή απόφαση | successful appeal |
law | η δεχομένη την προσφυγή απόφαση | success of the appeal |
law, busin., labor.org. | η διετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας | the term of two years shall be computed from the date on which the judgment of the final court of appeal was given |
gen. | η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο | declared legally missing, presumed dead |
gen. | Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 1244 και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου | This designation is without prejudice to positions on status, and is in line with UNSCR 1244 and the ICJ Opinion on the Kosovo Declaration of Independence. |
law | Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σύμφωνα με τις Συνθήκες. | This Decision shall apply in accordance with the Treaties. |
law | η σιωπηρά αρνητική απόφαση που θεωρείται ότι προκύπτει από τη σιωπή αυτή | the implied decision of refusal which is to be inferred from the silence on the matter |
law | θάνατος που βεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση | to the detriment of the wife of a foreigner who has been declared dead by judgment of the court |
law | θεμελιώδης δικαστική απόφαση | precedent |
law | θεμελιώδης δικαστική απόφαση | landmark ruling |
law | θετική απόφαση | positive judgment |
gen. | θετική απόφαση | positive decision |
polit., law | ιδιάζουσα απόφαση sui generis | sui generis decision |
law | καταδικαστική απόφαση | conviction |
law, environ. | καταδικαστική απόφαση/καταδίκη | sentence |
law, environ. | καταδικαστική απόφαση/καταδίκη | judgement |
commer. | καταδικαστική απόφαση με πρόστιμο | decision establishing an infringement and imposing a fine |
law | καταδικαστική ποινική απόφαση | criminal conviction |
gen. | κηρυχθείς εξαφανισμένος με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο | declared legally missing, presumed dead |
transp., UN | κοινή απόφαση | consolidated resolution |
gen. | κοινή υπουργική απόφαση | Joint Ministerial Decision |
law | κοινή υπουργική απόφαση | common ministerial order |
gen. | Κοινή Υπουργική Απόφαση | Joint Ministerial Decision |
geogr. | Κοσσυφοπέδιο, όπως ορίζεται στην απόφαση 1244 του ΣΑ των ΗΕ | Kosovo under UNSCR 1244 |
geogr. | Κοσσυφοπέδιο, όπως ορίζεται στην απόφαση 1244 του ΣΑ των ΗΕ | Kosovo |
gen. | λαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως | to rule on any dispute |
gen. | λαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως | to give a ruling on any di |
IT | λειτουργία-απόφαση | decision-taking function |
IT | λειτουργία-απόφαση | decision function |
IT, dat.proc. | λογική απόφαση | logical decision |
gen. | Λογική απόφαση | Logic decision |
law, polit. | λύση με απόφαση της γενικής συνέλευσης | winding up by the general meeting |
law, polit. | λύση με απόφαση του δικαστηρίου του τόπου της έδρας του ΕΣ | winding up by the court of the place where the EA has its registered office |
gov. | με ειδική απόφαση | by special decision |
insur. | "με την προϋπόθεση να γνωστοποιήσει αυτή την απόφασή του σε όλους τους εταίρους του με έγκαιρη ειδοποίηση" | provided that adequate notice of this decision is given to all parties |
gen. | μεμονωμένη απόφαση σχετικά με συμφωνία franchising παροχής υπηρεσιών | individual decision relating to a service franchising agreement |
law | νομικό ζήτημα που επιλύεται με απόφαση του Δικαστηρίου | decision of the Court of Justice on points of law |
law | ο αντίδικος εκτελεί εκούσια την απόφαση | the other party satisfies the judgment voluntarily |
gen. | ο Πρόεδρος ανακοινώνει την απόφασή του | the President shall announce his ruling |
patents. | οριστική απορριπτική απόφαση | final decision that the application has been refused |
law | οριστική απόφαση | judgment which has the force of "res judicata" |
law | οριστική απόφαση | judgment which is res judicata |
insur., patents. | οριστική απόφαση | final decision |
law | οριστική απόφαση | judgment which has entered into force |
law | οριστική απόφαση | judgment which has obtained the force of "res judicata" |
law | οριστική απόφαση | judgment which has become final |
law | οριστική απόφαση | sentence having obtained the force of "res judicata" |
law | οριστική απόφαση | decision which has become final |
polit., law, patents. | οριστική απόφαση ; αμετάκλητη απόφαση | final judgment |
law | οριστική απόφαση απορρίψεως | final decision of rejection |
law | οριστική καταδικαστική απόφαση | final sentence |
gen. | παράλληλη απόφαση | concomitant Decision |
law | παραπομπή για προδικαστική απόφαση | reference for interpretation |
law, fin. | παραχώρηση με δικαστική απόφαση | sale by court order |
law, fin. | παραχώρηση με δικαστική απόφαση | sale by authority of law |
stat. | πλειότιμα απόφαση | multi-valued decision |
gov. | που κηρύχθηκε άφαντος με τελεσίδικη δικαστική απόφαση | declared legally missing, presumed dead |
law | πρέπει να ληφθεί απόφαση stay | a stay shall be granted |
polit., law | προδικαστική απόφαση | judgment delivered under the preliminary ruling procedure |
law | προδικαστική απόφαση | pre-sentence decision |
law | προδικαστική απόφαση | preliminary ruling |
law | προδικαστική απόφαση των δικαστηρίων | provisional court order |
law | προδικαστική απόφαση των δικαστηρίων | interlocutory court decision |
gen. | προκαταρκτική απόφαση | interim judgment |
law | προσβάλλω την απόφαση | to contest the judgment |
patents. | προσβάλλω την απόφαση ενός οργάνου τμήματος | to contest the decision of a department |
law, patents. | η προσβαλλόμενη απόφαση | contested decision |
law, patents. | η προσβαλλόμενη απόφαση | decision appealed |
polit., law | προσβαλλόμενη απόφαση | judgment under appeal |
law, patents. | η προσβαλλόμενη απόφαση | appealed decision |
law | προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας | arbitration committee's decision against which the appeal is made |
environ. | προσωρινή απόφαση | interim decision |
law | προσωρινώς εκτελεστή απόφαση | provisionally enforceable judgment |
gov. | ρητή απόφαση για την απόρριψη ένστασης | express decision rejecting a complaint Art. 91 |
gen. | ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος | express decision rejecting a complaint |
gen. | ρητή απόφαση για την απόρριψη ενστάσεως | express decision rejecting a complaint |
polit. | σημαντική κοινοτική απόφαση | important Community decision |
polit. | σημείο για το οποίο η ΕΜΑ, σύμφωνα με το άρθ. 19, παρ. 7 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, μπορεί να λάβει διαδικαστική απόφαση | Item on which a procedural decision may be adopted by Coreper in accordance with Article 197 of the Council's Rules of Procedure. |
gen. | σιωπηρή απορριπτική απόφαση | implied decision rejecting |
gen. | σιωπηρή απορριπτική απόφαση | implied decision rejecting a request |
law | σιωπηρή απόφαση | implied decision rejecting complaint |
law | σιωπηρή αρνητική απόφαση | implied decision of refusal |
patents. | στηρίζω μια απόφαση σε λόγους | to base a decision on reasons or evidence |
law | στρατηγική απόφαση | strategic decision |
law | συμπληρωματική απόφαση | additional award |
econ. | Συνοπτική απόφαση | short-form decision |
law, market. | τακτική απόφαση | ordinary resolution |
obs. | τεκμηριωμένη απόφαση | informed decision |
law | τελεσίδικη απόφαση | judgment which has entered into force |
law | τελεσίδικη απόφαση | judgment which has obtained the force of "res judicata" |
law | τελεσίδικη απόφαση | judgment which has the force of "res judicata" |
law | τελεσίδικη απόφαση | judgment which is res judicata |
law | τελεσίδικη απόφαση | sentence having obtained the force of "res judicata" |
law | τελεσίδικη απόφαση | judgment which has become final |
law | τελεσίδικη απόφαση | having the force of res judicata |
law | τελεσίδικη απόφαση | decision which has become final |
law | τελεσίδικη απόφαση | final decision |
law | τελεσίδικη απόφαση | judgment which has become res judicata |
econ. | τελική απόφαση | final decision |
stat. | τελική απόφαση | terminal decision |
gen. | τελική απόφαση | final determination |
law | τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση | department responsible for the decision appealed |
law | το διαιτητικό όργανο εκδίδει την απόφασή του | the arbitration board shall make its award |
law | το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαλύσεως μιας εταιρείας | the court orders the dissolution of a company |
fin. | τροποποιηθείσα απόφαση | amended decision |
environ. | υπουργική απόφαση | ministerial decree A formal judgment or mandate handed down on a specific issue or concern from a major administrative department of a state, usually under the authority of that department's chief minister, secretary or administrator |
law | υπουργική απόφαση | ministerial order |
econ., market. | Υπουργική απόφαση για τις διαδικασίες γνωστοποίησης | Ministerial Decision on Notification Procedures |
econ. | χωρισμός με δικαστική απόφαση | judicial separation |
gen. | όργανο που λαμβάνει απόφαση | decision-making body |