Subject | Greek | English |
agric. | έλασμα που αποτελεί προέκταση του στίπου | decurrent gill |
med. | αλληλουχία βάσεων του DNA που αποτελεί τον κώδικα μιας πρωτεϊνης | DNA sequence which codes for one protein |
environ. | αντίκτυπος/επίπτωση στα είδη που δεν αποτελούν στόχο καταπολέμησης | impact on non-target species |
econ. | αντικατάσταση των ελαστικών αποτελεί ενδιάμεση ανάλωση | the replacement of the tyres is intermediate consumption |
econ. | αποζημιώσεις που αποτελούν μορφή κοινωνικών παροχών | claims constituting a form of social benefits |
law | αποτελεί ένδειξη καταχρηστικής συμπεριφοράς | assuming the existence of abuse |
econ. | αποτελούν μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων | to constitute a means of arbitrary discrimination |
law | αποτελώ αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης | to register under international arrangements |
fin. | αποτελώ αντικείμενο μεταφοράς | to be transferred |
law | αποτελώ αντικείμενο παραίτησης | to surrender |
fin. | αποτελώ αντικείμενο πρόσκλησης καταβολής | to be subject to call |
law | αποτελώ αφετηρία προθεσμιών | to reckon a time limit |
law | αποτελώ διάκριση | a discrimination takes place |
law | αποτελώ εκτελεστό τίτλο | to be enforceable |
law | αποτελώ ενιαίο σύνολο όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού | to form an indivisible whole for applying the law |
fin. | αποτελώ νόμιμο χρήμα | have the status of legal tender |
econ. | ασφάλιστρα που αποτελούν μορφή κοινωνικής εισφοράς | premiums constituting a form of social contribution |
industr., construct. | δίκτυο που αποτελεί το τούλι | openwork |
commun. | δαπάνη που αποτελεί τη βάση της τιμής πρόσβασης | cost underlying the price for access |
fin. | δαπάνη που αποτελεί το αντικείμενο ανάληψης | expenditure committed |
fin. | δαπάνη που αποτελεί το αντικείμενο ανάληψης | committed expenditure |
polit., law | διευκρινίζω τα σημεία τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς | clarify the points at issue between the parties |
fin. | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο επιδότησης | subsidised import |
fin. | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ | dumped import |
econ., agric. | εκμετάλλευση οικογενειακού τύπου που αποτελεί μια μονάδα εργασίας | farm with only one labour unit |
transp., avia. | εξειδικεύσεις ικανότητες που αποτελούν μέρος της άδειας | ratings forming part of the licence |
fin. | επιχείρηση που δεν αποτελεί μέλος του συστήματος συμψηφισμού | non-clearing member |
fin. | εφόσον τα κέρδη χρήσεως αποτελούν τη βάση υπολογισμού του φόρου αυτού | in so far as this tax is based on trading profits |
law | η απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό | the decision shall be enforceable |
gen. | η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο | declared legally missing, presumed dead |
fin., polit., econ. | η ικανότητα του νομίσματος να αποτελεί μέσο πληρωμής | means of legal tender |
econ. | η λήξη της μεταβατικής περιόδου αποτελεί το έσχατο χρονικό όριο για... | the expiry of the transitional period shall constitute the latest date by which... |
health. | η οσμή αποτελεί ανεπαρκή προειδοποίηση σχετικά με την υπέρβαση της οριακής τιμής έκθεσης! | the odour warning when the exposure limit value is exceeded is insufficient |
gen. | η οσμή δεν αποτελεί προειδοποίηση για την ύπαρξη ή όχι τοξικών συγκεντρώσεων | no odour warning if toxic concentrations are present |
fin. | η συμφωνία περί των χημικών κυρίως προϊόντων,που αποτελεί προσθήκη του πρωτοκόλλου της Γενεύης | the Agreement Relating Principally to Chemicals supplementary to the Geneva Protocol |
polit. | θέματα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσης συνθήκης | matters dealt with in this Treaty |
fin. | κάθε είσπραξη θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κοινοποίησης στον διατάκτη | the authorizing officer must be informed of each payment received |
account. | κίνδυνοι που αποτελούν απόρροια απάτης ή σφάλματος | risks resulting from fraud or error |
market. | κανονισμός...για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ... | regulation...on protection against dumped imports... |
gen. | κηρυχθείς εξαφανισμένος με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο | declared legally missing, presumed dead |
industr., construct. | κόσκινα που αποτελούν πλήρη σειρά,τοποθετούμενα το ένα μέσα στο άλλο | sieves connected together to form a series |
med. | κύτταρα του εγκεφαλικού φλοιού για τα οποία πιστεύεται ότι αποτελεί την έδρα της μνήμης | memory cells |
geogr. | Λεκάνη της Μεσογείου,χώρες και εδάφη που αποτελούν τη λεκάνη της Μεσογείου | Mediterranean Basin,countries and territories that make up the Mediterranean Basin |
gen. | μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα | to disclose information of the kind, covered by the obligation of professional secrecy |
econ. | μονάδα μέτρησης που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές μέτρο | the monetary unit is neither a stable nor an international standard |
law, social.sc. | μορφές εγκληματικότητας που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της Ένωσης | forms of crime which affect a common interest covered by a Union policy |
fin. | νομίσματα,εκτός των χρυσών,τα οποία δεν αποτελούν επίσημο νόμισμα | coin,other than gold coin,not being legal tender |
fin. | νόμισμα που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις επίσημες αγορές συναλλάγματος | currency quoted on the official foreign exchange markets |
met. | οι ίνες διαφορισμού αποτελούν μια εύθραυστη ζώνη πλούσια σε εγκλείσματα θειούχων ενώσεων | the threads of segregate constitute a zone of weakness, rich in sulphide inclusions |
law, patents. | οι αποφάσεις αποτελούν τίτλο εκτελεστό | decisions shall be enforceable |
fin., polit. | οι πίνακες των δασμολογικών κλάσεων αποτελούν αντικείμενο του παραρτήματος Ι | the lists of tariff headings are set out in Annex I |
fin. | οι πιστώσεις αποτελούν αντικείμενο αυτόματης μεταφοράς | carry over appropriations automatically |
gen. | οι φορείς των τηλεπικοινωνιών στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου | telecommunications operators in the United Kingdom are formed under private law |
stat., el. | ονομαστική ισχύς των μηχανών που αποτελούν μια υδροηλεκτρική ομάδα | nominal capacity of the main components of a generating set |
h.rghts.act., commer. | ορυκτά που αποτελούν αιτία συρράξεων | conflict mineral |
market. | παράγων που αποτελεί εμπόδιο στον ανταγωνισμό | pre-existing anti-competitive factor |
fin. | ποσό που από νομική άποψη αποτελεί μέγεθος αναφοράς | amount used as a legal reference |
fin. | πράξεις οι οποίες αποτελούν τόσο εισροές όσο και εκροές | transactions relating to inputs and outputs |
lab.law. | προστατευτικό μέσο που αποτελεί ενιαίο τμήμα | combined protective appliance |
interntl.trade. | προϊόν που φέρει εμπορικό σήμα και αποτελεί αντικείμενο παραποίησης ή απομίμησης | counterfeit trade mark goods |
market. | προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου | traded commodities |
commer. | προïόν με εμπορικό σήμα που αποτελεί αντικείμενο παραποίησης ή απομίμησης | counterfeit trademark good |
gen. | Πρωτόκολλα "νέας παρατάσεως της συμφωνίας περί εμπορίας του σίτου και της συμφωνίας περί παροχής βοηθείας εις τρόφιμα αίτινες αποτελούν την διεθνή συμφωνίαν του σίτου του έτους 1971" | Protocols for the further extension of the Wheat Trade Convention and Food Aid Convention constituting the International Wheat Agreement, 1971 |
gen. | σε περίπτωση πολέμου ή σοβαρής διεθνούς εντάσεως που αποτελεί απειλή πολέμου | in the event of serious international tension constituting a threat of war |
econ. | σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα | a series of items which constitute a separate unit |
market. | σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα και σχηματίζουν ενιαίο σύνολο | a series of items which constitute a separate unit and form a coherent whole |
law | σημείο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς | point at issue |
transp., construct. | σκυρόδεμα που αποτελεί το σώμα του τοίχου | concrete composing the body of the wall |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρουζ χωρών μη μελών της ΕΚ | Advisory Committee on protection against subsidised imports from countries not members of the EC |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της ΕΚ | Advisory Committee on protection against dumped imports from countries not members of the EC |
fin. | συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων | Advisory Committee on Protection against Dumped or Subsidised Imports |
commer., polit., econ. | Συμβουλευτική Επιτροπή περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων | Advisory Committee on Protection against dumped or subsidised Imports |
nucl.phys. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας Ευρατόμ και κρατών που δεν αποτελούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη συμμετοχή των κρατών αυτών στις κοινοτικές ρυθμίσεις για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες Ecurie | Agreement between the European Atomic Energy Community Euratom and non-member States of the European Union on the participation of the latter in the Community arrangements for the early exchange of information in the event of radiological emergency Ecurie |
nat.sc. | συνάρτηση που αποτελεί το αντικείμενο αριστοποίησης | objective function |
fin. | συναλλαγή που αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης | privately negotiated transaction |
mech.eng. | σύστημα που αποτελεί ολοκληρωμένο συμπαγές μηχάνημα | integrated compact unit |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντ διαπραγμάτευσης | officially quoted security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντ διαπραγμάτευσης | security quoted on the Official List |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντ διαπραγμάτευσης | officially listed security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικεί διαπραγμάτευσης | unquoted security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικεί διαπραγμάτευσης | unlisted security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικεί διαπραγμάτευσης | unquoted investment |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικεί διαπραγμάτευσης | securities not officially listed |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | unlisted security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | unquoted investment |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | unquoted security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | securities not officially listed |
fin., econ. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής; τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης διαπραγμάτευσης | unquoted securities |
fin., econ. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο | securities dealt in on a stock exchange |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο | securities dealt with on a stock exchange |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | officially quoted security |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | security quoted on the Official List |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | officially listed security |
fin., econ. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής; τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης διαπραγμάτευσης | quoted securities |
fin. | τίτλοι που αποτελούν πρότυπο σύγκρισης,μέτρο ποιότητας | current coupon issues |
fin. | τίτλοι που αποτελούν πρότυπο σύγκρισης,μέτρο ποιότητας | on-the-run |
fin. | τίτλοι που αποτελούν πρότυπο σύγκρισης,μέτρο ποιότητας | benchmark issues |
fin. | τίτλοι που αποτελούν πρότυπο σύγκρισης,μέτρο ποιότητας | bellwether issues |
polit., law | τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο | the minutes shall constitute an official record |
nat.sc. | τεχνολογία που αποτελεί το αντικείμενο της κοινοπραξίας | pooled technology |
gen. | της Σύμβασης επισιτιστικής βοήθειας 1980 που αποτελούν τη Διεθνή Συμφωνία σίτου 1971 | 1983 Protocols for the further extension of the Wheat Trade Convention, 1971 and the Food Aid Convention, 1980, constituting the International Wheat Agreement, 1971 |
patents. | Το Γραφείο κοινοποιεί αυτεπάγγελτα ... όλες τις αποφάσεις και κλητεύσεις για ε μφάνιση ενώπιόν του, καθώς και τις γνωστοποιήσεις που αποτελούν αφετηρία προθεσμ ών ... | The Office shall, as a matter of course, notify those concerned of decisions and summons and of any notice or other communication from which a time limit is reckoned... |
patents. | το Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστον τμήμα της παρούσης πράξεως | the Protocol forms an integral part of the present Act |
commun. | το παρόν δεν αποτελεί φορολογικό στοιχείο | may not be used for tax purposes |
fin., econ. | τραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο υποχρεωτικό μέσο πληρωμής | notes that have legal tender status |
fin. | υποχρεώσεις που αποτελούν αποθεματικά ξένων νομισματικών αρχών | liabilities constituting foreign authorities'reserves |
fin. | χρεωστικός τίτλος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσης στην αγορά | securitized debt |