DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing αναχρηματοδότηση | all forms
SubjectGreekEnglish
fin.αναχρηματοδότηση δανείουto refinance an issue
fin.αναχρηματοδότηση ενυπόθηκου δανείουwraparound
fin.αναχρηματοδότηση ενυπόθηκου δανείουwrap-around mortgage
fin.αναχρηματοδότηση πράξεων προηγούμενων οικονομικών ετώνto refinance earlier operations
fin.αναχρηματοδότηση του ταμείουrefinancing of the fund
market.αναχρηματοδότηση των χρεώνrefinancing of debts
fin.μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότησηlonger-term refinancing operation
fin., insur., R&D.παγιοποίηση ; κεφαλαιοποίηση ; αναχρηματοδότησηfunding
fin.προκαταβολική αναχρηματοδότησηadvance refunding