Subject | Greek | English |
econ., work.fl. | Έρευνα, Ανάπτυξη και Επίδειξη | Research, Development and Demonstration |
med. | άμεση ανάπτυξη | direct development |
econ., agric. | άξονας για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών | rural development priority |
med. | έμμεση ανάπτυξη | indirect development |
fin. | ένωση για την ανάπτυξη των χορηγιών | association for developing patronage |
econ. | έξυπνη ανάπτυξη | smart growth |
construct. | έργο σχεδιασμένο για ανάπτυξη σε στάδια | project designed for staged development |
patents. | έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία | R&D&I |
patents. | έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία | research and development and innovation |
patents. | έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία | Research & Development & Innovation |
patents. | έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία | research, development and innovation |
econ. | έρευνα και ανάπτυξη | research and development |
nat.sc., industr. | έρευνα και ανάπτυξη παραγωγής | process-orientated research and development |
mater.sc. | έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ή διαδικασιών | research and development of products and processes |
gen. | έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διαδικασιών παραγωγής | product and process orientated research and development |
chem. | έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διαδικασιών παρασκευής | product and process orientated research and development |
nat.sc. | έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία | research, technology, development and innovation |
econ. | αγροτική ανάπτυξη | rural development |
econ. | αειφόρος ανάπτυξη | sustainable economic growth |
econ. | αειφόρος ανάπτυξη | sustainable growth |
econ. | αειφόρος ανάπτυξη | sustainable development |
econ. | αειφόρος μη πληθωριστική ανάπτυξη | sustainable and non-inflationary growth |
econ. | αειφόρος οικονομική ανάπτυξη | sustainable growth |
econ. | αειφόρος οικονομική ανάπτυξη | sustainable economic growth |
med. | αμφίδρομη ανάπτυξη | bidirectional growth |
gen. | ανάπτυξη άμεσων και μόνιμων εταιρικών σχέσεων μεταξύ τοπικών φορέων της ΕΕ και της Λατινικής Αμερικής | development of direct and lasting partnerships between local authorities in the EU and Latin America |
gen. | Ανάπτυξη άμεσων και μόνιμων εταιρικών σχέσεων μεταξύ τοπικών φορέων της ΕΕ και της Λατινικής Αμερικής | Development of direct and lasting partnerships between local authorities in the EU and Latin America |
med. | ανάπτυξη αντιδράσεως | reaction formation |
agric. | ανάπτυξη γεωργικών συμβουλευτικών υπηρεσιών | development of agricultural advisory services |
law | ανάπτυξη γης για μικτή χρήση | mixed use development |
med. | ανάπτυξη διαφράγματος | septation |
med. | ανάπτυξη διαφράγματος | compartmentalization |
med. | ανάπτυξη διαφράγματος | cameration |
med. | ανάπτυξη διαφράγματος | septum formation |
med. | ανάπτυξη διαφράγματος | compartmentation |
med. | ανάπτυξη διδύμων | twinning |
life.sc. | ανάπτυξη δικτύου | network extension |
gen. | ανάπτυξη στρατιωτικήςδύναμης | force deployment |
med. | ανάπτυξη εμβρύου | foetation |
med. | ανάπτυξη εμβρύου | fetation |
earth.sc., transp. | ανάπτυξη επιτάχυνσης | acceleration build-up |
econ. | ανάπτυξη επιχείρησης | company growth |
med. | ανάπτυξη θολωμάτων | papillomatosis |
nat.sc. | ανάπτυξη καθ΄ύψος | growth in height |
agric. | ανάπτυξη και αξιοποίηση των δασών | development and exploitation of woodland |
gen. | ανάπτυξη και διαρθρωτική προσαρμογή των αγροτικών περιοχών | development and structural adjustment of rural areas |
med. | ανάπτυξη με εναπόθεση | appositional growth |
econ. | ανάπτυξη με εξαγορές | growth by acquisition |
econ. | ανάπτυξη με εξαγορές | external growth by acquisition |
med. | ανάπτυξη μνήμης | memory development |
med. | ανάπτυξη μολυσματικού κηρίου στην περιοχή κάποιας δερματοπάθειας | impetiginization |
med. | ανάπτυξη μοριδίου | morulation |
med. | ανάπτυξη νευρικών ινών | growth of nerval fibres |
med. | ανάπτυξη νευρώνα | neuronal outgrowth |
med. | ανάπτυξη πολλών όγκων | osteoblastic bone dissolution |
nat.sc. | ανάπτυξη πολυκλαδικών, πολυεθνικών δραστηριοτήτων | development of multidisciplinary, multinational operations |
nat.sc. | ανάπτυξη πρωτοτύπων | prototype development |
med. | ανάπτυξη ριζών | rootage |
med. | ανάπτυξη ριζών | rooting |
med. | ανάπτυξη ριζών | radication |
agric. | ανάπτυξη ριζών επί των εμβολιασμένων μοσχευμάτων πριν την τοποθέτηση τους στο φυτώριο | rooting of the scion |
mater.sc. | ανάπτυξη ρωγμών | crack growth |
construct. | ανάπτυξη σε στάδια ενός έργου | staged development of a project |
energ.ind. | ανάπτυξη σύστημα με στοιχεία καυσίμου τύπου | solid polymer fuel cell |
nat.sc. | Ανάπτυξη τεχνολογίας για καθαρή παραγωγή | clean production technology |
earth.sc. | ανάπτυξη της διαταραχής σε σειρά Fourier | expansion of the perturbation in Fourier series |
med. | ανάπτυξη της κεφαλής | cephalogenesis |
social.sc., ed. | Ανάπτυξη της τοπικής κοινότητας μέσα από την εκπαίδευση και την κατάρτιση | local community development through education and training |
law | ανάπτυξη της χώρας-συμβαλλόμενο μέρος | developing country Party |
agric. | ανάπτυξη του βαθμού ξήρανσης | drying rate |
agric. | ανάπτυξη του βαθμού ξήρανσης | drying progression |
med. | ανάπτυξη του εγώ | ego development |
med. | ανάπτυξη του πλακούντα | placental growth |
gen. | ανάπτυξη του προηγμένου τριτογενούς τομέα | development of advanced services |
med. | ανάπτυξη τριχών διαφόρων χρωμάτων | heterotrichosis |
agric. | ανάπτυξη των γεωργικών εφαρμογών | development of agricultural advisory services |
gen. | ανάπτυξη των δομών απασχόλησης και κατάρτισης | development of employment and training structures |
econ., market. | ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων | business development |
econ. | ανάπτυξη των περιφερειακών περιοχών | development of the more peripheral regions |
law, arts. | ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών | flowering of the culture of the Member States |
law | ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών | flowering of the cultures of the Member States |
earth.sc., el. | ανάπτυξη των ταινιών του πυριτíου | silicon ribbon growth |
gen. | ανάπτυξη των υλικών | materials growth |
med. | ανάπτυξη χαρακτήρων άρρενος | virilization |
med. | ανάπτυξη χαρακτήρων άρρενος | androgenization |
med. | ανάπτυξη χαρακτήρων άρρενος | virilism |
med. | ανάπτυξη χαρακτήρων άρρενος | masculinization |
nat.sc., environ. | ανάπτυξη χλωρίδας ευτροφισμού | weediness of the waters |
nat.sc., environ. | ανάπτυξη χλωρίδας ευτροφισμού | vegetal invasion |
med. | ανάπτυξη χορίου | development of chorion |
med. | ανάπτυξη χορίου | choriogenesis |
econ., social.sc. | ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς | socially inclusive growth |
econ., social.sc. | ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς | socially inclusive economic growth |
econ., social.sc. | ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς | inclusive growth |
med. | ανάπτυξη ωμικής ζώνης | Ahlfeld method |
med. | ανάπτυξη όγκου | tumor development |
econ., social.sc. | ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | renewed Lisbon strategy |
econ., social.sc. | ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | renewed Lisbon Strategy for Growth and Jobs |
gen. | αναπαραγώγιμη ανάπτυξη ετεροδομών μεγάλης επιφάνειας | reproducible growth of large area heterostructures |
med. | ανεπαρκής ανάπτυξη του εμβρύου | poor foetal growth |
med. | ανεπαρκής ανάπτυξη του εμβρύου | poor fetal growth |
gen. | ανθρώπινη ανάπτυξη | human development |
social.sc. | ανθρώπινη και κοινωνική ανάπτυξη | human and social development |
med. | αντίστροφη μηχανική ανάπτυξη εμβολίων | reverse vaccinology |
med. | ανώμαλη ανάπτυξη ιστού | excrescence |
gen. | αποκλίνουσα ανάπτυξη | divergent development |
econ., fin., social.sc. | Αραβικό Ταμείο για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη | Arab Fund for Economic and Social Development |
gen. | Αραβικό Ταμείο για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη | Arab Fund for Social and Economic Development |
commer. | αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου | harmonious development of world trade |
agric. | ασπάλαθος με ζωηρή ανάπτυξη | vigorous Calycotome villosa sprouts |
social.sc. | αστική ανάπτυξη | urban growth |
med. | ατελής ανάπτυξη | hypogenesis |
med. | ατελής ανάπτυξη οστού | hypostosis |
law | ατζέντα "Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη" | Justice for growth |
law | ατζέντα "Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη" | "Justice for growth" agenda |
econ. | αυτοκαθοριζόμενη ανάπτυξη | self-determined development |
agric. | αυτόματη συστοιχία για την ανάπτυξη των πτηνών | rearing unit |
agric. | αυτόματη συστοιχία για την ανάπτυξη των πτηνών | rearing battery |
social.sc. | Αφρικανική Χάρτα σχετικά με τη λαϊκή συμμετοχή και την ανάπτυξη | African Charter on Popular Participation and Development |
econ. | βασική ανάπτυξη | grassroots development |
econ. | βιομηχανική ανάπτυξη | industrial development |
life.sc., R&D. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία, ανάπτυξη και οικονομική άνοδο στην Ευρώπη; Πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της βιοτεχνολογίας | Biotechnology Research for Innovation, Development and Growth in Europe |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | Specific research and technological development programme in the field of biotechnology 1990 to 1994 |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | Biotechnology research for innovation, development and growth in Europe |
econ., environ. | βιώσιμη ανάπτυξη | sustainable development |
construct., mun.plan., environ. | βιώσιμη αστική ανάπτυξη | sustainable urban development |
gen. | βοήθεια για τη διαρθρωτική ανάπτυξη | structural adjustment aid |
econ., environ. | γαλάζια ανάπτυξη | blue growth |
econ. | γενικές ενισχύσεις για την αγορά και την ανάπτυξη τεχνολογίας | general aid for the purchase and development of technology |
econ. | γεωγραφικώς καθοριζόµενη επιτροπή αρµόδια για την ανάπτυξη | geographically determined Committee competent for development |
gen. | γεωργία και αειφόρος αγροτική ανάπτυξη | sustainable agriculture and rural development |
hobby | γυμναστικό όργανο για την ανάπτυξη του θώρακα | chest expander |
social.sc. | γυναίκες και ανάπτυξη | women in development |
fin., environ. | Δήλωση σχετικά με τις περιβαλλοντικές πολιτικές και διαδικασίες που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη | Declaration of Environmental Policies and Procedures relating to Economic Development |
econ., environ. | Δήλωση του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη | Rio Declaration on Environment and Development |
law | Δεδομένου ότι η παρούσα πράξη αποσκοπεί στην ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, θα αποφασίσει, εντός εξαμήνου από την έκδοση της παρούσας πράξης από το Συμβούλιο, εάν θα την εφαρμόσει στο εθνικό της δίκαιο. | Given that this INSTRUMENT builds upon the Schengen acquis, Denmark shall, in accordance with Article 4 of that Protocol, decide within a period of six months after the Council has decided on this INSTRUMENT whether it will implement it in its national law. |
earth.sc., el. | δενδριτική ανάπτυξη | dendritic growth |
earth.sc., el. | δενδριτική ανάπτυξη | dendritic web growth |
chem. | δενδριτική ανάπτυξη | trees and nodules |
med. | δευτερογενής ανάπτυξη | secondary growth |
med. | διάθεση για την ανάπτυξη εμβολών ή θρομβώσεων | inopectic diathesis |
med. | διάθεση προς ανάπτυξη κυστικών όγκων | cystic diathesis (diathesis cystica) |
med. | διάθεσις προς ανάπτυξη κιρσών | varicose diathesis (diathesis varicosa) |
med. | διάθεσις προς ανάπτυξη χοιραδώσεως | scrofulous diathesis |
gen. | Διάσκεψη για την έρευνα και την ανάπτυξη | Conference on Corporate R&D |
econ. | διάσκεψη για την ανάπτυξη των μικρών νησιωτικών χωρών | Global Conference on the Sustainable Development of Small Developing Island States |
econ. | Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη | UN Conference on Environment and Development |
gen. | Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την ανάπτυξη | United Nations Conference on Environment and Development |
med. | διάταξη για την ανάπτυξη των κεράτων | horn support |
social.sc., UN | διακήρυξη για την επιβίωση, την προστασία και την ανάπτυξη των παιδιών | Declaration on the Survival, Protection and Development of Children |
law, UN | Διακήρυξη για το δικαίωμα στην ανάπτυξη | Declaration on the Right to Development |
gen. | Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη | Intergovernmental Authority on Development |
gen. | Διακυβερνητική αρχή για την ξηρασία και την ανάπτυξη | Intergovernmental Authority on Drought and Development |
econ. | διαρθρωτικό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη | structural impediment to growth |
econ., environ. | διαρκής και με ανθρώπινο πρόσωπο ανάπτυξη | human-centred sustainable development |
econ. | διατηρήσιμη ανάπτυξη | sustainable growth |
econ. | διατηρήσιμη ανάπτυξη | sustainable economic growth |
fin. | διεθνές ίδρυμα για την ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίου και την αλλαγή ιδιοκτησίας στη δημοκρατία της Πολωνίας | International Foundation for Capital Market Development and Ownership Change in the Republic of Poland |
immigr. | Διεθνές Κέντρο για την Ανάπτυξη Μεταναστευτικής Πολιτικής | International Centre for Migration Policy Development |
relig., commun. | Διεθνές πρόγραμμα για την ανάπτυξη των επικοινωνιών | International Programme for the Development of Communication |
gen. | Διεθνής αξιολόγηση της γεωργικής γνώσης, επιστήμης και τεχνολογίας για την ανάπτυξη | International Assessment of Agricultural Knowledge, Science and Technology for Development |
social.sc., IT, tech. | Διεθνής διάλογος και ανταλλαγή πληροφοριών για την ανάπτυξη μιάς παγκόσμιας κοινωνίας της πληροφορίας | International Dialogue and Information Exchange for the Deployment of a Global Information Society |
h.rghts.act., econ., UN | Διεθνής Διάσκεψη για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη | International Conference on Population and Development |
social.sc., UN | Διεθνής Διάσκεψη για τον πληθυσμό και την ανάπτυξη | International Conference on Population and Development |
econ., environ., UN | Διεθνής Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη | World Commission on Environment and Development |
econ., environ., UN | Διεθνής Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη | Brundtland Commission |
gen. | Διεθνής συνεργασία για την ανάπτυξη και την αλληλεγγύη | International Cooperation for Development and Solidarity |
econ. | διεθνική ανάπτυξη των ΜΜΕ | SME transnational development |
law | διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU | facilitate the use of the ECU and oversee its development, including the smooth functioning of the ECU clearing system |
fin. | Διευκόλυνση για την ανάπτυξη και την απασχόληση | EIB Growth and Employment Facility |
obs., polit. | Διεύθυνση 1 - Εμπόριο, ανάπτυξη, σχέσεις ΕΕ-ΑΚΕ | Directorate 1 - WTO, Trade Relations, Development, ACP |
obs., polit. | Διεύθυνση 1 - Εμπόριο, ανάπτυξη, σχέσεις ΕΕ-ΑΚΕ | Directorate 1 - Trade, Development, Horizontal Issues, Foreign Affairs Council Support |
obs., polit. | Διεύθυνση 1 - ΠΟΕ, Εμπορικές σχέσεις, Ανάπτυξη, ΑΚΕ | Directorate 1 - WTO, Trade Relations, Development, ACP |
obs., polit. | Διεύθυνση 1 - ΠΟΕ, Εμπορικές σχέσεις, Ανάπτυξη, ΑΚΕ | Directorate 1 - Trade, Development, Horizontal Issues, Foreign Affairs Council Support |
med. | διηθητική ανάπτυξη | invasive growth |
med. | διηθητική ανάπτυξη | infiltrating growth |
law | Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη | Justice for growth |
law | Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη | "Justice for growth" agenda |
econ., fin., lab.law. | Δράση: Επενδύσεις-Ανάπτυξη-Απασχόληση | Investment-Development-Employment Action |
gen. | Ε+Α σε Προηγμένες Τεχνολογίες Επικοινωνιών στην Ευρώπη RACE 2. Ερευνα και Ανάπτυξη στον τομέα των Προηγμένων Τεχνολογιών για Επικοινωνίες στην Ευρώπη | R&D in Advanced Communications Technologies in Europe RACE |
med. | εγκεφαλική ανάπτυξη | brain development |
econ. | εθελοντές για την ανάπτυξη | development worker |
gen. | Εθνικό Συμβούλιο για τη Δημοκρατία και την Ανάπτυξη | National Council for Democracy and Development |
econ. | Εθνικός Οργανισμός για την Αναδιάρθρωση και την Ανάπτυξη | National Agency for Reconstruction and Development |
agric. | Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Προγράμματος "Αγροτική Ανάπτυξη της Ελλάδας 2007-2013" | Managing Authority of the Rural Development Programme of Greece |
commer., polit., fin. | Ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση | GSP Plus |
commer., polit., fin. | Ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση | special incentive arrangement for sustainable development and good governance |
econ. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα "Ανταγωνιστική και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη" | Specific programme for research, technological development and demonstration on Competitive and Sustainable Growth |
gen. | Ειδικό Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την Οικονομική Ανάπτυξη | Special United Nations Fund for Economic Development |
gen. | εκπαίδευση πριν από την ανάπτυξη | pre-mission training |
gen. | εκπαίδευση πριν από την ανάπτυξη | pre-deployment training |
gen. | ΄Εκτακτη σύσκεψη με θέμα την ανάπτυξη της πρώην ΛΔΓ | Special meeting on the development of the former GDR |
med. | εκφύλιση χαρακτηριζόμενη από την ανάπτυξη ακτινοβολουσών μαζών | glistening degeneration |
med. | ελλιπής ανάπτυξη | hypogenesis |
med. | εμβρυϊκή ανάπτυξη | embryological development |
econ. | εμπόδια στην ανάπτυξη | obstacle to development |
nat.sc. | ενίσχυση για την έρευνα και την ανάπτυξη | aid for research and development |
social.sc. | εναλλακτική ανάπτυξη | Alternative Development |
econ., fin. | εναλλακτική οικονομική ανάπτυξη | alternative economic development |
med. | ενδογενής ανάπτυξη | interstitial growth |
gen. | ενδογενής ανάπτυξη | locally-generated development |
agric. | ενδοφυτική ανάπτυξη | endophytic growth |
econ., polit., loc.name. | ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη | Regional Development Grant |
gen. | Ενωση για τη Δημοκρατία και την Ανάπτυξη; Ενωση για τη Δημοκρατία και την Anάπτυξη | Partnership for Democracy and Development in Central America |
agric., R&D. | Ενωση για την Ανάπτυξη της Ριζοκαλλιέργειας στη Δυτική Αφρική | West Africa Rice Development Association |
gen. | επαξόνια ανάπτυξη | epitaxy |
phys.sc., tech., R&D. | επαξόνια ανάπτυξη με ιόντα ή/και μοριακές δέσμες | molecular-beam epitaxy |
phys.sc., tech., R&D. | επαξόνια ανάπτυξη μοριακής δέσμης | molecular-beam epitaxy |
med. | επεκτατική ανάπτυξη | expansive growth |
gen. | επιδοτούμενο δάνειο για την περιφερειακή ανάπτυξη | subsidized loan for regional purposes |
med., life.sc. | επιπτώσεις στη μεταγεννητική ανάπτυξη | postnatal development effect |
gen. | επιπτώσεις στην περιγεννητική ανάπτυξη | perinatal development effect |
med. | επιπτώσεις στην προγεννητική ανάπτυξη | prenatal development effect |
life.sc. | επιρροή κτιρίου στην ανάπτυξη ομόρου | building wake effects |
gen. | Επιστήμη, ΄Ερευνα και Ανάπτυξη | Research, Science and Education |
nat.sc. | επιστήμη και τεχνολογία για την ανάπτυξη | Science and Technology for Development |
chem. | επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη | scientific research and development |
earth.sc. | επιταξιακή ανάπτυξη μέσω μοριακής δέσμης | molecular beam epitaxial growth |
gen. | επιτροπή "Βιώσιμη ανάπτυξη" | DEVE commission |
gen. | επιτροπή "Βιώσιμη ανάπτυξη" | Commission for Sustainable Development |
econ., fin. | Επιτροπή Βοήθειας για την Ανάπτυξη | Development Assistance Committee |
econ., polit., loc.name. | επιτροπή για την ανάπτυξη και τη μετατροπή των περιφερειών | Committee on the Development and Reconversion of Regions |
econ., polit., loc.name. | επιτροπή για την ανάπτυξη και τη μετατροπή των περιφερειών | Committee on the Development and Conversion of Regions |
gen. | Επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών | Committee on the Development and Conversion of Regions |
gen. | Επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών | Advisory Committee on the Development and Conversion of Regions |
nat.sc. | Επιτροπή για την Ανάπτυξη της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στην Ευρώπη | Committee for the European development of science and technology |
nat.sc. | Επιτροπή για την Ανάπτυξη της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στην Ευρώπη | Committee for the Development of Science and Technology |
gen. | Επιτροπή για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων | Committee on the development of the Community's railways |
law | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με την ανάπτυξη του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς SIS II | Committee for implementation of the decision on the development of the second generation Schengen Information System SIS II |
econ., fin. | Επιτροπή για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη | Committee on Trade and Development |
econ., polit., loc.name. | επιτροπή παρακολούθησης της συνολικής επιχορήγησης στήριξης στην τοπική ανάπτυξη | Monitoring Committee for the global grant for local development |
social.sc., empl. | επιχειρήσεις για την έναρξη και ανάπτυξη δραστηριοτήτων | start-up |
social.sc., empl. | επιχειρήσεις για την έναρξη και ανάπτυξη δραστηριοτήτων | business start-up |
econ., environ., industr. | Επιχειρηματικό Συμβούλιο για μια Βιώσιμη Ανάπτυξη | Business Council for Sustainable Development |
med. | εποχιακή ανάπτυξη | seasonal development |
gen. | Ερευνα και Ανάπτυξη στον τομέα των Προηγμένων Τεχνολογιών για Επικοινωνίες στην Ευρώπη | RACE - Research and Development Communications - technologies |
nat.sc. | ΄Ερευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη | research and technological development |
agric., food.ind., R&D. | Ερευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας των τροφίμων ; Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας των τροφίμων 1989-1993 | Specific Research and Technological Development Programme in the field of Food Science and Technology |
agric., food.ind., R&D. | Ερευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας των τροφίμων ; Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας των τροφίμων 1989-1993 | Food-linked Agro-industrial Research |
fin. | ετήσια ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους | annual growth in real terms |
h.rghts.act. | Εταιρεία για την παροχή βοήθειας, την αποκατάσταση και την ανάπτυξη της περιοχής Nuba | Nuba Relief, Rehabilitation and Development Society |
gen. | εταιρική σχέση για την ανάπτυξη | partnership for development |
nat.sc., el., polit. | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση για την ΄Ερευνα και Ανάπτυξη στον τομέα των Μέτρων Ασφαλείας | European Safeguards Research and Development Association |
econ., polit., loc.name. | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση για την πληροφόρηση σχετικά με την Τοπική Ανάπτυξη | European Association for Information on Local Development |
nat.sc., el. | Ευρωπαϊκή κοινή επιχείρηση για τον ITER και την ανάπτυξη της ενέργειας από τη σύντηξη | Fusion for Energy |
nat.sc., el. | Ευρωπαϊκή κοινή επιχείρηση για τον ITER και την ανάπτυξη της ενέργειας από τη σύντηξη | European Joint Undertaking for ITER and the Development of Fusion Energy |
econ., fin. | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη' ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία | European Initiative for Growth |
econ., fin. | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη' ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία | European Growth Initiative |
gen. | Ευρωπαϊκό δίκτυο παρατηρήσεων για τη χωρική ανάπτυξη και συνοχή | European Observation Network for Territorial Development and Cohesion |
gen. | Ευρωπαϊκό δίκτυο παρατηρήσεων για τη χωρική ανάπτυξη και συνοχή | ESPON 2013 Programme |
gen. | Ευρωπαϊκό δίκτυο παρατηρήσεων για την εδαφική ανάπτυξη και συνοχή | European Observation Network for Territorial Development and Cohesion |
gen. | Ευρωπαϊκό δίκτυο παρατηρήσεων για την εδαφική ανάπτυξη και συνοχή | ESPON 2013 Programme |
econ. | Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη στη Νότιο Αφρική | European programme for reconstruction and development in South Africa |
econ., fin. | ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη στη Νότιο Αφρική | European Programme for Reconstruction and Development in South Africa |
gen. | Ευρωπαϊκό πρόγραμμα εθελοντών για την ανάπτυξη | European Volunteers Programme for Development |
social.sc., health. | Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Ανάπτυξη Εθνικών Σχεδίων για τις Σπάνιες Νόσους | European Project for Rare Diseases National Plans Development |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | Europe 2020 strategy |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth |
gen. | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη | EU 2020 strategy |
commer., polit. | η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου | the development of international trade |
gen. | η ειρηνική ανάπτυξη της ατομικής ενεργείας | the peaceful development of atomic energy |
gen. | Η ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη για την ανάπτυξη | European Consensus on Development |
econ. | η ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη | the balanced and steady development |
econ. | η οικονομική ανάπτυξη που προκύπτει από την εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς | the economic development which will result from establishing the common market |
econ. | η ορθολογική ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής | the rational development of agricultural production |
gen. | η ταχεία ίδρυση και ανάπτυξη των πυρηνικών βιομηχανιών | the speedy establishment and growth of nuclear industries |
econ., fin. | ησχέδιο για την ανάπτυξη του κοινοτικού χώρου | European Spatial Development Perspective |
agric. | θρεπτικό άλας για την ανάπτυξη των φύλλων | nutritive salt for leaf development |
hobby, transp. | θόλος-πρώτα ανάπτυξη | canopy-first deployment |
nat.sc. | Ινστιτούτο Επιστημονικής Ερευνας για την Ανάπτυξη στα Πλαίσια της Συνεργασίας | French Research Institute for Cooperative Development |
econ. | Ινστιτούτο Ερευνών των Ηνωμένων Εθνών για την Κοινωνική Ανάπτυξη | UN Research Institute for Social Development |
social.sc., UN | Ινστιτούτο Ερευνών των Ηνωμένων Εθνών για την Κοινωνική Ανάπτυξη | United Nations Research Institute for Social Development |
gen. | Ισπανικός οργανισμός για την ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας | Spanish Agency for International Development Cooperation |
gen. | Ισπανικός οργανισμός για την ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας | Spanish Agency for International Cooperation |
life.sc. | κάθετη ανάπτυξη | vertical development |
chem. | κέντρο για την ανάπτυξη παρασιτοκτόνων | centre for the development of pesticides |
econ., fin. | κέντρο για την ιδιωτική ανάπτυξη | Centre for Private Development |
agric., R&D. | Κέντρο Διεθνούς Συνεργασίας στον τομέα της Γεωπονικής Ερευνας για την Ανάπτυξη | Centre for International Cooperation in Agronomical Research for Development |
mater.sc. | κίνδυνοι κατά την ανάπτυξη ενός σχεδίου | development risks |
fin. | καθεστώς επιχορηγήσεων για την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών | Export Market Development Grant Scheme |
life.sc. | καθολική ανάπτυξη γονοτύπου | genotype norm of reaction |
med. | καθυστερημένη ανάπτυξη | embryonal bradygenesis |
med. | καθυστερημένη ανάπτυξη | bradygenesis |
life.sc. | κατακόρυφη ανάπτυξη | vertical extent of a cloud |
econ., busin. | Κοινοτική ενέργεια για τη δημιουργία και την ανάπτυξη δικτύου Κέντρων Επιχειρήσεων και Καινοτομίας | Community measure for the creation and development of business and innovation centres and their network |
econ., el. | Κοινοτική πρωτοβουλία για περιφερειακή ανάπτυξη όσον αφορά τις υπηρεσίες και τα δίκτυα σχετικά με τη μετάδοση δεδομένωνΤΗΛΕΜΑΤΙΚΗ | Community initiative for regional development concerning services and networks related to data communication |
econ., empl. | κοινοτική στρατηγική συνεργασίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Community's cooperative strategy for growth and employment |
nat.sc., agric. | κοινοτικό πρόγραμμα για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας και της διαχείρισης των γεωργικών πσρων | programme for research and technological development in the field of competitiveness of agriculture and management of agricultural resources |
econ. | Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω της αξιοποΐησης του ενδογενούς ενεργειακού δυναμικού | Community programme for the development of certain less-favoured regions of the Community by exploiting endogenous energy potential |
med. | κοινωνική ανάπτυξη | social development |
gen. | Κοινότητα για την Ανάπτυξη της Μεσημβρινής Αφρικής | Southern African Development Community |
fin. | κονδύλιο του προϋπολογισμού "απασχόληση και ανάπτυξη" | budget heading for employment and growth |
med. | κυτταρική ανάπτυξη | cell growth |
fin., lab.law. | Λευκή Βίβλος "Ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και απασχόληση - οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους, για μετάβαση στον 21ο αιώνα" | White Paper on "Growth, competitiveness and employment - the challenges and ways forward into the 21st century" |
fin., lab.law. | Λευκό Βιβλίο "Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση" | White Paper on Growth, Competitiveness, Employment |
law | μέτρο για την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | measure constituting a development of the Schengen acquis |
law | μέτρο για την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | measure building upon the Schengen acquis |
law | μέτρο για την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | Schengen-building measure |
law | μέτρο που συνιστά ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | measure building upon the Schengen acquis |
law | μέτρο που συνιστά ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | measure constituting a development of the Schengen acquis |
law | μέτρο που συνιστά ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | Schengen-building measure |
econ. | μακροχρόνια ανάπτυξη | secular growth |
gen. | Μεικτή επιτροπή της συμφωνίας που συνήφθη από το Συμβούλιο, την Ισλανδία και τη Νορβηγία για τη σύνδεση των εν λόγω χωρών με τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν | Mixed Committee on the Agreement concluded by the Council, Iceland and Norway concerning the latters' association with the implementation, application and development of the Schengen acquis |
nat.sc. | μεσοκόμβιος ανάπτυξη | internode development |
med. | μεταγεννητική ανάπτυξη | postnatal development |
fin., econ. | μη πληθωριστική οικονομική ανάπτυξη | non-inflationary economic growth |
fin., industr. | μηχανισμός για την ανάπτυξη επαφών | machinery for bringing businessmen and cultural administrators into contact with each other |
med. | μικρή ανάπτυξη των εγκεφαλικών ελίκων | ischogyria |
gen. | Μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης του Καναδά σχετικά με τη συνεργασία όσον αφορά την έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της σύντηξης | Memorandum of understanding between the European Atomic Energy Community represented by the Commission of the European Communities and the Government of Canada concerning cooperation in the field of fusion research and development |
med. | μονοκατευθυνόμενη ανάπτυξη | unidirectional growth |
med. | μωσαϊκή ανάπτυξη | mosaic development |
gen. | Νέα εταιρική σχέση για την ανάπτυξη της Αφρικής | New Partnership for Africa's Development |
econ., fin., UN | νέα ημερήσια διάταξη των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη της Αφρικής | United Nations' new agenda for the development of Africa |
econ. | νόμος για την περιφερειακή ανάπτυξη | law on regional development |
law, fin. | νόμος περί παροχής επιχορηγήσεων για την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών | Export Market Development Grants Act |
econ. | οδηγούνται οι κάτοικοι στην οικονομική ανάπτυξη που επιδιώκουν | to lead the inhabitants to the economic development to which they aspire |
fin. | οικονομική ανάπτυξη | economic growth |
econ. | οικονομική ανάπτυξη | economic development |
gen. | οικονομική ανάπτυξη και διαφοροποίηση των χωρών μελών του Καταστατικού Χάρτη του Συμβουλίου Συνεργασίας των Αραβικών Χωρών του Κόλπου | economic development and diversification of the GCC countries |
econ. | οικονομική ανάπτυξη μέσω της εσωτερικής ζήτησης | domestic-demand-led growth |
econ., empl., unions. | ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Integrated Guidelines for Growth and Jobs |
econ. | ολοκληρωμένη ανάπτυξη | integrated development |
gen. | Ομάδα "Ανταγωνιστικότητα και Ανάπτυξη" | COMPCRO Working Party |
gen. | Ομάδα "Ανταγωνιστικότητα και Ανάπτυξη" | Working Party on Competitiveness and Growth |
gen. | Ομάδα "Γεωργικές Διαρθρώσεις και Αγροτική Ανάπτυξη" | Working Party on Agricultural Structures and Rural Development |
fin. | ομάδα για την τεχνική ανάπτυξη των συστημάτων πληρωμών | Payment Systems Technical Development Group |
econ., social.sc. | Ομάδα "γυναίκες και ανάπτυξη" | Women and Development unit |
construct. | Ομάδα επαφής για την ανάπτυξη | Development Contact Group |
econ., environ. | Ομάδα Εργασίας "Αγροτική Ανάπτυξη και Περιβαλλοντικά Προβλήματα" | Working Party on Rural Development and Environmental Problems |
econ. | Ομάδα Εργασίας "Ανάπτυξη" | Working Party on Development |
social.sc. | Ομάδα Εργασίας "Ανάπτυξη και Χρήση της Γαλλικής Γλώσσας" | Working Party on Development and Use of the French Language |
econ., industr. | ομάδα εργασίας για τη βιομηχανική ανάπτυξη στα κράτη ΑΚΕ | Working Group on industrial development in the ACP countries |
econ., construct., mun.plan. | ομάδα εργασίας για την αστική ανάπτυξη στις χώρες ΑΚΕ | Working Party on Urban Development in the ACP Countries |
econ., construct., mun.plan. | Ομάδα Εργασίας "Η ανάπτυξη των αστικών κέντρων στις χώρες ΑΚΕ" | Working Party on Urban Development in the ACP Countries |
econ., fin. | Ομάδα Εργασίας "Πολιτική/Εξωτ.Οικ.Σχέσεων/Ανάπτυξη" | Working Party on Politics, External Economic Relations and Development |
gen. | Ομάδα "Προετοιμασία Διεθνών Διασκέψεων για την Ανάπτυξη" | Working Party on Preparation for International Development Conferences |
gen. | Ομάδα "Συνεργασία για την ανάπτυξη" | Working Party on Development Cooperation |
commer. | Ομάδα υψηλού επιπέδου ΕΕ-ΗΠΑ για την απασχόληση και την ανάπτυξη | EU-US High-Level Working Group on Jobs and Growth |
fin. | οργάνωση για την ανάπτυξη τοπικών επιχειρήσεων | Local Enterprise Development Unit |
econ., fin. | οργανισμός για την ανάπτυξη των ΜΜΕ | SME Development Agency |
law, labor.org. | ορθολογική ανάπτυξη της παραγωγής | rational development of production |
fin. | οριακή ανάπτυξη της τραπεζικής αγοράς | marginal growth in the banking sector |
econ., fin. | πίστωση για τεχνολογική ανάπτυξη | credits for technical development |
agric., polit., UN | Παγκόσμια Διάσκεψη για τη Γεωργική Μεταρρύθμιση και την Αγροτική Ανάπτυξη | World Conference on Agrarian Reform and Rural Development |
social.sc. | Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για την Κοινωνική Ανάπτυξη | World Summit for Social Development |
social.sc. | παγκόσμια σύνοδος κορυφής για την κοινωνική ανάπτυξη | world summit on social development |
social.sc., UN | Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ανάπτυξη και Εκτίμηση των Επιτεύξεων της Δεκαετίας των Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες | World Conference to review and appraise the achievements of the UN Decade for Women |
agric., polit. | Παγκόσμιος Συνασπισμός Χορηγών για την Αγροτική Ανάπτυξη | Global Donor Platform for Rural Development |
econ. | Πειραματικά προγράμματα διαπεριφερειακής συνεργασίας για την οικονομική ανάπτυξη που έχει πολιτιστική διάσταση | Pilot inter-regional cooperation projects for economic development in the cultural field |
econ. | Πειραματικό πρόγραμμα "Ανάπτυξη και περιβάλλον"Κοινοτική υποστήριξη για περιβαλλοντικές επενδύσεις από ΜΜΕ | "Growth and environment" pilot project Community support for environmental investments by SMEs |
econ., environ. | περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη | environmentally sustainable growth |
econ., environ. | περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη | green growth |
econ., environ. | περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη | ecologically sustainable growth |
econ., polit., loc.name. | περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη | region whose development is lagging behind |
econ. | περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη τους | regions whose development is lagging behind |
econ. | περιοχές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη τους | less developed region |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | region whose development is lagging behind |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | least favoured region |
econ., polit. | Struder: περιφερειακή ανάπτυξη | Struder programme for Poland: Structural Development in Selected Regions |
econ., polit. | Struder: περιφερειακή ανάπτυξη | Struder programme |
econ. | περιφερειακή ανάπτυξη | regional development |
h.rghts.act., econ., UN | Περιφερειακό Κέντρο των Ηνωµένων Εθνών για την ειρήνη, τον αφοπλισµό και την ανάπτυξη στη Λατινική Αµερική και την Καραϊβική | United Nations Regional Centre for Peace, Disarmament and Development in Latin America and the Caribbean |
h.rghts.act., econ., UN | Περιφερειακό Κέντρο των Ηνωµένων Εθνών για την ειρήνη, τον αφοπλισµό και την ανάπτυξη στη Λατινική Αµερική και την Καραϊβική | UN-LiREC |
gen. | πλήρης ανάπτυξη πυρκαγιάς | full fire development |
immigr. | πλατφόρμα συνεργασίας για τη μετανάστευση και την ανάπτυξη | cooperation platform on migration and development |
social.sc., environ. | πληθυσμιακή ανάπτυξη | population dynamics |
social.sc., environ. | πληθυσμιακή ανάπτυξη | population development |
econ., stat. | Πολυετές πρόγραμμα για την ανάπτυξη ευρωπαϊκών στατιστικών στον τομέα των υπηρεσιών | Multiannual programme for the development of European statistics on services |
econ. | πολυπεριφερειακό ταμείο για την ανάπτυξη της Αφρικής | multi-regional fund for development in Africa |
econ., environ. | πράσινη ανάπτυξη | green growth |
econ., environ. | πράσινη ανάπτυξη | environmentally sustainable growth |
econ., environ. | πράσινη ανάπτυξη | ecologically sustainable growth |
econ. | πραγματική ανάπτυξη | real growth |
econ. | προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων | to promote a harmonious development of economic activities |
mater.sc. | προανταγωνιστική ανάπτυξη της τεχνολογίας | precompetitive development engineering |
econ., agric. | προβλεπόμενη ανάπτυξη της προστιθέμενης αξίας στην γεωργία | the envisaged movement of added value in agriculture |
gen. | προγράμματα δράσεων για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των θεσμών και του προσωπικού | action programmes for long-term institution-building and staff development |
econ. | προγραμματισμός της βοήθειας για την ανάπτυξη | programming of development aid |
med. | προδιάθεση για ανάπτυξη έρπητα | herpetism |
gen. | προληπτική ανάπτυξη δυνάμεων | preventive deployment |
med. | προσθοπίσθια ανάπτυξη | anteroposterior development |
nat.sc., industr. | προ-τυποποιητική έρευνα και ανάπτυξη | pre-normative R & D |
law | προφορική ανάπτυξη των προτάσεων | deliver the opinion orally |
med. | πρωτογενής ανάπτυξη | primitive development |
econ. | Πρόγραμμα βοήθειας για την ανάπτυξη του ενδογενούς δυναμικού επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας των αναπτυσσόμενων χωρών1984-1987 | Programme of assistance for the development of indigenous scientific and technical research capacities in the developing countries 1984 to 1987 |
social.sc. | πρόγραμμα TACIS για την ανάπτυξη της δημοκρατίας 1995 | TACIS programme to foster democracy |
econ., agric. | πρόγραμμα για την ανάπτυξη της εκτροφής αιγοπροβάτων | Sheep and Goat Development Project |
econ., fin., UN | πρόγραμμα για την οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της Αφρικής | Programme for economic recovery and development in Africa |
econ., polit. | Phare-Πρόγραμμα Struder για την Πολωνία-Διαρθρωτική ανάπτυξη σε επιλεγμένες περιφέρειες | Struder programme |
econ., polit. | Phare-Πρόγραμμα Struder για την Πολωνία-Διαρθρωτική ανάπτυξη σε επιλεγμένες περιφέρειες | Struder programme for Poland: Structural Development in Selected Regions |
fin. | πρόγραμμα για την προώθηση και την ανάπτυξη της υπεργολαβίας | programme for the promotion and development of subcontracting |
econ. | Πρόγραμμα για την Τοπική Αγροτική Ανάπτυξη | Local Rural Development Programme |
gen. | Πρόγραμμα δικτύου για την αστική ανάπτυξη | Urban development network programme |
social.sc., ed., empl. | Πρόγραμμα δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας; Πρόγραμμα δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής εκπαίδευσης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας | Action programme for the development of continuing vocational training in the European Community |
social.sc., lab.law. | Πρόγραμμα δράσης για την τοπική ανάπτυξη της απασχόλησης | Local Employment Development Action Programme |
construct., mun.plan., environ. | πρόγραμμα "Πόλεις και πολεοδομικά συγκροτήματα για μια αειφόρο ανάπτυξη" | "Sustainable Cities" project |
energ.ind. | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας για την ανάπτυξη των ΜΜΕ των Τρίτων Μεσο- γειακών Χωρών σε συνεργασία με τις ΜΜΕ και τις επαγγελματικές οργανώσεις της Ευρώπης | Programme to support cooperation for the development of SMEs in Mediterranean non-member countries, in association with European SMEs and professional bodies |
econ. | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας για την ανάπτυξη των ΜΜΕ των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών σε συνεργασία με τις ΜΜΕ και τις επαγγελματικές οργανώσεις της Ευρώπης | Programme to support cooperation for the development of SMEs in Mediterranean non-member countries, in association with European SMEs and professional bodies |
gen. | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών ΧωρώνΤΜΧ | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries MNCs |
gen. | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών ΧωρώνΤΜΧ | MED-CAMPUS |
econ., social.sc. | Πρόγραμμα της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Lisbon Agenda for Growth and Jobs |
energ.ind., UN | Πρόγραμμα του Ναϊρόμπι για την ανάπτυξη και τη χρήση νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας | Nairobi Programme of Action |
energ.ind., UN | Πρόγραμμα του Ναϊρόμπι για την ανάπτυξη και τη χρήση νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας | Nairobi Programme of Action for the Development and Utilization of New and Renewable Sources of Energy |
econ., fin. | πρόταση δημοσιονομικού κανονισμού της χρηματοδοτικής συνεργασίας για την ανάπτυξη στο πλαίσιο της τέταρτης σύμβασης της Λομέ | Draft Financial Regulation applicable to Development Finance Cooperation under the fourth Lomé Convention |
med. | πρόωρη ανάπτυξη γεννητικών ορμών θήλεος λόγω αυξημένης έκκρισης των ωοθηκών | hyperovaria |
nat.sc. | ριζική ανάπτυξη | root development |
med. | ρυθμική ανάπτυξη του πυρήνος | rhythmic nuclear growth |
med. | ρυθμιστική ανάπτυξη | regulative development |
nat.sc., energ.ind., polit. | σεμινάριο σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της ενέργειας | seminar on European strategy for energy research and technological development |
fin. | σουάπ οφειλών έναντι χρηματοοικονομικών πόρων για την ανάπτυξη | debt-for-development swap |
med. | σπειροειδής ανάπτυξη | spiral growth |
law | σταθερή και διαρκής οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών | sustainable economic and social development of the developing countries |
construct. | στεγαστική ανάπτυξη | housing estate |
construct. | στεγαστική ανάπτυξη | housing development |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | Europe 2020 strategy |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | EU 2020 strategy |
gen. | στρατηγική της ΕΕ για την ασφάλεια και την ανάπτυξη στο Σαχέλ | EU strategy for security and development in the Sahel |
gen. | στρώματα πυριτίου με επαξόνια ανάπτυξη μοριακής δέσμης | silicon MBE layers Molecular Beam Epitaxy |
med. | συγγενής ανωμαλία του σκαφοειδούς οστού του ποδός σε παιδιά,οφειλόμενη σε πλημμελή ανάπτυξη μετά από τραυματισμό | Koehler disease |
gen. | συγκλίνουσα ανάπτυξη | convergent development |
econ. | συμβάλλω στη μόνιμη ανάπτυξη της περιοχής | to contribute to the lasting development of the region |
gen. | Συμβουλευτικές επιτροπές διαχείρισης και συντονισμού των κοινοτικών δραστηριοτήτων στην έρευνα, την ανάπτυξη και την επίδειξη | Management and co-ordination advisory Committees for Community research, development and demonstration activities |
econ., polit., loc.name. | συμβουλευτική επιτροπή για την ανάπτυξη και ανασυγκρότηση των περιφερειών | Advisory Committee on the Development and Conversion of Regions |
econ., polit., loc.name. | Συμβουλευτική Επιτροπή για την ανάπτυξη και τη μετατροπή των περιφερειών | Advisory Committee on the Development and Conversion of Regions |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την ανάπτυξη και τη μετατροπή των περιφερειών | Advisory Committee on the Development and Conversion of Regions |
gen. | Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης και Συντονισμού - Ερευνα που συνδέεται με την Ανάπτυξη | Management and Co-ordination Advisory Committee on Development-linked Research |
nat.sc. | συμφωνία για από κοινού έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή | joint agreement |
nat.sc. | συμφωνία για από κοινού έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή | agreement for joint research, development and production |
fin. | συμφωνία για την από κοινού ανάπτυξη | Joint Development Agreement |
commer., polit. | Συμφωνία για το εμπόριο, την ανάπτυξη και τη συνεργασία | Trade, Development and Cooperation Agreement |
commer., polit. | Συμφωνία για το εμπόριο, την ανάπτυξη και τη συνεργασία | Agreement on Trade, Development and Cooperation. |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν | Agreement between the European Union, the European Community and the Swiss Confederation, concerning the Swiss Confederation's association with the implementation, application and development of the Schengen acquis |
fin. | συμφωνία περί ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη | Agreement establishing the European Bank for Reconstruction and Development |
law, immigr. | Συμφωνία συναφθείσα από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σέγκεν | Agreement concluded by the Council of the European Union and the Republic of Iceland and the Kingdom of Norway concerning the latters' association with the implementation, application and development of the Schengen acquis |
econ. | Συμφωνία συνεργασίας για τις εταιρικές σχέσεις και την ανάπτυξη | Cooperation Agreement on Partnership and Development |
econ. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ινδίας για τις εταιρικές σχέσεις και την ανάπτυξη | Cooperation Agreement between the European Community and the Republic of India on partnership and development |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν για την εταιρική σχέση και την ανάπτυξη | Cooperation Agreement between the European Community and the Islamic Republic of Pakistan on partnership and development |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Μπανγκλαντές για την εταιρική σχέση και την ανάπτυξη | Cooperation Agreement between the European Community and the People's Republic of Bangladesh on partnership and development |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης GNSS για μη στρατιωτικούς σκοπούς | Co-operation Agreement on a Civil GNSS between the European Community and its Member States, and the State of Israel |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης GNSS για μη στρατιωτικούς σκοπούς | EU-Israel Agreement on a Civil GNSS |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης GNSS για μη στρατιωτικούς σκοπούς | Co-operation Agreement on a Civil Global Navigation Satellite System GNSS between the European Community and its Member States, and the State of Israel |
gen. | συναφής ανάπτυξη προφυλακτικού επιχρίσματος | associated resist development |
econ. | Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη | UN Conference on Trade and Development |
law, immigr. | συνδυασμένη ανάπτυξη | migrant remittance |
law, immigr. | συνδυασμένη ανάπτυξη | co-development |
gen. | συνεργαζόμενος για την ανάπτυξη | relief worker |
law | συνεργασία για την ανάπτυξη | development cooperation |
construct. | συντονισμένη ανάπτυξη | concerted development |
gen. | συντονισμένη ανάπτυξη της μηχανογράφησης των διοικητικών διαδικασιών | coordinated development of computerised administrative procedures |
gen. | συντονισμένη ανάπτυξη των επενδύσεων στον τομέα της πυρηνικής ενεργείας | coordinated development of the investment in the nuclear field |
gen. | Συντονιστική διάσκεψη για την ανάπτυξη της Μεσημβρινής Αφρικής | Southern African Development Coordination Conference |
gen. | σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας | local democracy scheme |
gen. | σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας | Lode scheme |
gen. | σχέδιο για την ανάπτυξη του δικαίου | legal development scheme |
gen. | σχέδιο για την ανάπτυξη του δικαίου | Themis scheme |
med. | σύγχρονη ανάπτυξη | concrescence |
econ., arts. | Σύλλογος για την ανάπτυξη των αραβογαλλικών σχέσεων | Association for the Development of Franco-Arab Relations |
social.sc. | Σύμβαση για τις οργανώσεις των γεωργικών εργατών και το ρόλο τους στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη | Rural Workers' Organisations Convention, 1975 |
social.sc. | Σύμβαση για τις οργανώσεις των γεωργικών εργατών και το ρόλο τους στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη | Convention concerning Organisations of Rural Workers and their Role in Economic and Social Development |
fin., hobby | σύστημα χρηματοδοτικών κινήτρων για την ανάπτυξη των επενδύσεων στον τουριστικό τομέα | system of financial incentives for investment in tourism |
gen. | Τετραετές πρόγραμμα για την ανάπτυξη του περιβαλλοντικού παράγοντα των κοινοτικών στατιστικών | Four-year development programme relating to the environmental component of Community statistics |
gen. | τεχνική ομάδα για την ανάπτυξη της υπαίθρου | technical group on rural development |
gen. | τεχνολογική ανάπτυξη | technical development |
econ., UN | Τμήμα Τεχνικής Συνεργασίας για την Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών | United Nations Department of Technical Cooperation for Development |
econ., UN | Τμήμα Τεχνικής Συνεργασίας για την Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών | Department of Technical Cooperation for Development |
econ. | τομέας που προωθεί την οικονομική ανάπτυξη | growth-enhancing item |
med., pharma. | τοξικότητα για την ανάπτυξη | developmental toxicity |
med., pharma. | τοξικότητα στην ανάπτυξη | developmental toxicity |
gen. | τοπική ανάπτυξη | local development |
econ., hobby | τουριστική ανάπτυξη | tourism development |
social.sc., empl. | τριμερής κοινωνική σύνοδος κορυφής για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Tripartite Social Summit |
social.sc., empl. | τριμερής κοινωνική σύνοδος κορυφής για την ανάπτυξη και την απασχόληση | Tripartite Social Summit for Growth and Employment |
med. | υπέρ το δέον ανάπτυξη ιστού στην προσπάθειά του προς επανόρθωση | hamartoplasia |
med. | υπέρμετρη ανάπτυξη σώματος και γεννητικών οργάνων | macrogenitosomia |
med. | υπέρμετρη ανάπτυξη του χνουδιού του σώματος | hypertrichosis lanuginosa |
med. | υπέρμετρη ανάπτυξη των τριχών των φρυδιών | hypertrichophrydia |
econ. | Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη | United States Agency for International Development |
econ. | Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη | Agency for International Development |
agric. | Υποεπιτροπή συνεργασίας ΑΚΕ-ΕΚ για την γεωργική και αγροτική ανάπτυξη | Subcommittee for Cooperation on Agricultural and Rural Development |
agric. | υποεπιτροπή συνεργασίας για τη γεωργική και αγροτική ανάπτυξη | Subcommittee for Cooperation on Agricultural and Rural Development |
gen. | Υπουργός Συνεργασίας για την Ανάπτυξη | Minister for International Development |
gen. | Eυρωπαϊκό φόρουμ εθελοντικής παροχής υπηρεσιών για την ανάπτυξη | European Forum on Development Service |
gen. | Υφυπουργός παρά τω Υπουργώ Χωροταξίας, υπεύθυνος για την Αγροτική Ανάπτυξη | State Secretary to the Minister for Regional Planning, with responsibility for Rural Development |
gen. | Υφυπουργός Συνεργασίας για την Ανάπτυξη, Αναπληρωτής Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ | State Secretary for Development Cooperation, attached to the Prime Minister |
gen. | Υφυπουργός του Υπουργείου Προεδρίας Taoiseach υπεύθυνος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις και την Τοπική Ανάπτυξη | Minister of State for European Affairs and Local Development at the Department of the Taoiseach |
gen. | Υφυπουργός Υπουργείου Ναυτιλίας, υπεύθυνος για τη λιμενική ανάπτυξη, την ασφάλεια και τις εσωτερικές πλωτές οδούς | Minister of State at the Department of the Marine with special responsibility for Port Development |
econ., tax. | φορολογικό σύστημα ευνοϊκό για την ανάπτυξη | growth-friendly tax system |
med. | φυσιολογική ανάπτυξη | normal development |
med. | φυσιολογική ανάπτυξη | normogenesis |
nat.sc. | φυτό σε ανάπτυξη | growing plant |
gen. | Φόρουμ για την Ανάπτυξη του Αφγανιστάν | Afghan development forum |
mater.sc., mech.eng. | χαρακτηρισμός κινητήρα σε ανάπτυξη | Y type engine |
gen. | χορηγός δημόσιας βοήθειας για την ανάπτυξη | donor of official development assistance |
med. | χρήσις μέσων που αναστέλλουν ή τροποποιούν την ανάπτυξη παθολογικής κατάστασης | perturbation |
law, h.rghts.act. | Nόμος σχετικός με την ανάπτυξη των μαύρων κοινοτήτων | Black Communities Development Act |