Subject | Greek | English |
gen. | Έκθεση για τη λειτουργία του ελέγχου διασφαλίσεων της ΕΥΡΑΤΟΜ | report on the operation of Euratom safeguards |
econ. | Έκθεση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα | European competitiveness report |
obs., h.rghts.act. | Έκθεση για την ιθαγένεια της Ένωσης | Report on Citizenship of the Union |
obs., h.rghts.act. | Έκθεση για την ιθαγένεια της Ένωσης | Report on progress towards effective EU citizenship |
h.rghts.act. | Έκθεση για την ιθαγένεια της ΕΕ | EU Citizenship Report |
gen. | Έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην ΕΕ | European Union Report on Organised Crime |
environ. | Έκθεση για το όζον | ozone report |
econ. | Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού' ετήσια έκθεση για θέματα ανταγωνισμού | annual competition report |
econ. | Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού' ετήσια έκθεση για θέματα ανταγωνισμού | Report on competition policy |
gen. | Έκθεση παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ιερουσαλήμ | EU Jerusalem Watch |
fin. | Έκθεση περί εταιρικής ευθύνης | Corporate Responsibility Report |
gen. | Έκθεση περί εταιρικής ευθύνης | Corporate Operational Plan |
IT | Έκθεση σφαλμάτων | error report |
econ., fin. | Έκθεση σχετικά με τη ρύθμιση, εποπτεία και σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα | report on financial regulation, supervision and stability |
h.rghts.act. | Έκθεση σχετικά με την πρόοδο για την επίτευξη πραγματικής ιθαγένειας της ΕΕ | Report on Citizenship of the Union |
h.rghts.act. | Έκθεση σχετικά με την πρόοδο για την επίτευξη πραγματικής ιθαγένειας της ΕΕ | Report on progress towards effective EU citizenship |
econ. | Έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης | Alert Mechanism Report |
chem. | άμεση έκθεση | direct exposure |
industr., construct. | άμεση έκθεση στον ατμό | direct steaming |
mater.sc. | έκθεση έγκαιρης προειδοποίησης | alert report |
health., el. | έκθεση έκτακτης ανάγκης | emergency exposure |
econ. | έκθεση έρευνας | research report |
patents. | έκθεση έρευνας | search report |
patents. | έκθεση έρευνας | search report on the state of the art |
patents. | έκθεση έρευνας | novelty search report |
law | έκθεση έρευνας για τον καταλογισμό ευθυνών | report of investigation about liability |
insur., transp. | έκθεση αβαρίας | report of damage |
polit., law | έκθεση ακροατηρίου | report for the hearing |
polit., law | έκθεση ακροατηρίου; επ' ακροατηρίου έκθεση | Report for the Hearing |
agric. | έκθεση αλιευτικής προσπάθειας | effort report |
gen. | έκθεση αλόγου | horse fair |
social.sc. | έκθεση ανά διετία με θέμα τη φτώχεια | biennial report on poverty |
IT | έκθεση αναθεώρησης κατασκευής | manufacturing revision statement |
work.fl., IT | έκθεση ανασκόπησης | state-of-the-art report |
health. | έκθεση ανθρώπων | human exposure |
gen. | έκθεση ανοικτή στο κοινό | public fair |
gen. | έκθεση ανοικτή στο κοινό | public show |
gen. | έκθεση ανοικτή στο κοινό | consumer show |
gen. | έκθεση αξιολόγησης | assessment report |
chem. | έκθεση αξιολόγησης κινδύνου | Risk Assessment Report |
environ. | έκθεση αξιολόγησης της Διακυβερνητικής επιτροπής για την αλλαγή του κλίματος | Assessment Report |
environ. | έκθεση αξιολόγησης της Διακυβερνητικής επιτροπής για την αλλαγή του κλίματος | Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change |
environ., industr. | έκθεση αποτελεσματικότητας της εφαρμογής | implementation report on effectiveness |
pharma. | έκθεση ασφάλειας για την αναφορά μεμονωμένου περιστατικού | individual case safety report |
gen. | έκθεση βαθμολογίας | staff report |
gov. | έκθεση βαθμολόγησης | staff report |
health., life.sc. | έκθεση για ιατρικούς λόγους | medical exposure |
health., life.sc. | έκθεση για ιατρικούς σκοπούς | medical exposure |
polit. | έκθεση για τα πραγματικά περιστατικά | factual report |
gen. | έκθεση για τη σημειωθείσα πρόοδο | progress report |
fin. | έκθεση για τη χορήγηση απαλλαγής | discharge report |
immigr. | έκθεση για την αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα | Organised Crime Threat Assessment Report |
crim.law. | έκθεση για την αξιολόγηση κινδύνων και για την κατάσταση σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα | Threat Assessment and Situation Report on Organised Crime |
fin. | έκθεση για την εκτέλεση κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους | interim implementation report |
fin. | έκθεση για την εκτέλεση στο τέλος του οικονομικού έτους | end-of-year report |
fin. | έκθεση για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | report on the implementation of the budget |
gen. | έκθεση για την επικρατούσα κατάσταση | situation report |
law | έκθεση για την εφαρμογή | implementation report |
gen. | έκθεση για την ικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανάγονται σε μια θέση | report on the ability to perform the duties pertaining to a post |
gov. | έκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του | report on the ability to perform the duties pertaining to a post |
gen. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | stage reached in the proceedings |
gen. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | state of work |
gen. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | state of the proceedings |
work.fl., commun. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | report on the state of discussions |
gen. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | state of play |
gen. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | state of discussions |
gen. | έκθεση για την πορεία των συζητήσεων | progress of the proceedings |
chem. | έκθεση διά της εισπνοής | inhalation exposure |
fin., busin., account. | έκθεση διαφάνειας | transparency report |
busin., labor.org. | έκθεση διαχείρισης | management report |
busin., labor.org. | έκθεση διαχείρισης | directors' report |
fin. | έκθεση διαχείρισης της αλλαγής | Managing Change Report |
tech. | έκθεση δοκιμής | test report |
tech. | έκθεση δοκιμής διαπιστευμένου εργαστηρίου | accredited laboratory test report |
tech. | έκθεση δομικής θορύβου | noise test report |
econ. | έκθεση δραστηριοτήτων | annual report |
fin., commun. | έκθεση δραστηριοτήτων | activity report |
patents. | έκθεση δραστηριοτήτων | management report |
gen. | έκθεση δραστηριότητας | annual report |
econ., polit., loc.name. | έκθεση δραστηριότητας MOΠ | report on IMP activity |
coal. | έκθεση εκμετάλλευσης | mining report |
health., chem. | έκθεση εκτίμησης κινδύνου | risk assessment report |
fin. | έκθεση ελέγχου | auditor's report |
fin., account. | έκθεση ελέγχου | audit report |
chem. | έκθεση εναρμονισμένης ταξινόμησης και επισήμανσης | CLH report |
law | έκθεση ενοποιημένης παρουσίας/franchise | franchise annual show Europe's main one is held in Paris |
law | έκθεση ενοποιημένης παρουσίας/franchise | Franchise show |
environ. | έκθεση ενός στόχου | exposure of a target |
law | έκθεση εξέτασης | examination report |
gen. | έκθεση επί του αντικτύπου των γνωμοδοτήσεων | report on the impact of opinions |
gen. | έκθεση επί του αντικτύπου των γνωμοδοτήσεων | impact report |
life.sc. | έκθεση επακολουθιών | sequence report |
gen. | έκθεση επαλήθευσης | verification report |
polit., fin., econ. | έκθεση επι της κανονικότητας των λογιστικών πράξεων καθώς και επι της κανονικότητας της δημοσιονομικής διαχείρισης | a report stating whether the accounting and the financial management have been effected in a regular manner |
agric. | έκθεση επιθεώρησης | survey report |
gen. | έκθεση επιθεώρησης | inspection report |
econ. | έκθεση επιτροπής | committee report |
forestr. | έκθεση εργασιών | work report |
agric. | έκθεση εσπεριδοειδών | citrus fruit fair |
gen. | έκθεση εφαρμογής | implementation report |
insur., transp. | έκθεση ζημιών | report of damage |
environ. | έκθεση "Η περιβαλλοντική διάσταση" | Report on the Environmental Dimension |
gen. | έκθεση...θα μπορούσε να προκαλέσει... | exposure could cause... |
gen. | έκθεση...θα μπορούσε να προκαλέσει σκοτοδίνη | exposure could cause lowering of consciousness |
polit. | έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας | INI report |
polit. | έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας | own-initiative report |
ed. | έκθεση ιδεών στη μητρική γλώσσα | essay in the mother tongue |
gen. | έκθεση ινών | fiber show |
nucl.phys. | έκθεση ισολογισμού υλικών | material balance report |
fin. | έκθεση καθορισμού επιτοκίου | deferred rate resetting |
gen. | έκθεση κατά την εργασία | working exposure |
gen. | έκθεση κρίσης | staff report |
gov. | έκθεση κρίσης κατά το πέρας της δοκιμασίας | end-of-probation report |
gen. | έκθεση κρίσης κατά το πέρας της δοκιμασίας | report at the expiry of the probationary period |
gov. | έκθεση κρίσης κατά το πέρας της δοκιμασίας | report on completion of probationary period |
gen. | έκθεση κρίσης κατά το πέρας της δοκιμασίας | probationary report |
gen. | έκθεση κρίσης σε δεύτερο βαθμό | revised staff report on appeal |
gen. | έκθεση κύριας αξιολόγησης και περιγραφής για εσωτερική συζήτηση | M.A.D.R.I.D report |
gen. | έκθεση κύριας αξιολόγησης και περιγραφής για εσωτερική συζήτηση | main assessment and description report for internal debate |
health., el. | έκθεση λόγω ατυχήματος | accidental exposure |
health. | έκθεση λόγω επαγγέλματος στα ραδιονουκλεΐδια | exposure to radionuclides at work |
health., phys.sc. | έκθεση μέσω απεικόνισης για μη ιατρικούς λόγους | non-medical imaging exposure |
chem. | έκθεση μέσω της εισπνοής | inhalation exposure |
gen. | έκθεση με εισπνοή | inhalation exposure |
econ. | έκθεση με θέμα τον τουρισμό | tourist fair |
econ. | έκθεση με θέμα τον τουρισμό | tourism fair |
gen. | έκθεση με πιθανότητα ζημίας | exposure with a loss potential |
earth.sc., life.sc. | έκθεση με σκόνη | powder development |
earth.sc., life.sc. | έκθεση με σκόνη | dust development |
IT, dat.proc. | έκθεση μεταφοράς και χειρισμού έργου | job transfer and manipulation report |
IT, dat.proc. | έκθεση μεταφοράς και χειρισμού έργου | JTM report |
med. | έκθεση νεκροψίας | autopsy report |
gen. | έκθεση οδοντιατρικών προϊόντων και υλικού | dental product and equipment exhibition |
fin. | έκθεση οικονομικής κατάστασης | statement of financial position |
IT | έκθεση οπτικών ινών | fibre exposure |
IT | έκθεση οπτικών ινών | fiber exposure |
health., el. | έκθεση οφειλόμενη σε έκτακτη ανάγκη | emergency exposure |
fin. | έκθεση πίστωσης | credit report |
fin., met. | έκθεση πεπραγμένων | report on the activities |
pharma. | έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας | Periodic Safety Update Report |
pharma. | έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας | single agent PSUR |
pharma. | έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας | single PSUR |
pharma. | έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας | single-substance PSUR |
pharma. | έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας | single-substance periodic safety update report |
pharma. | έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας | single periodic safety update report |
fin. | έκθεση πιστοληπτικής διαβάθμισης | credit rating report |
econ. | έκθεση που ανατίθεται σε γραφείο μελετών | consultancy report |
gen. | έκθεση που αφορά την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά | report relating to ability, efficiency and conduct |
gov. | έκθεση που αφορά την ικανότητα, την απόδοση, τη διαγωγή και τη συμπεριφορά | report relating to ability, efficiency and conduct |
law | έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που αποφασίζονται από κοινού | report drawn up in accordance with jointly agreed reporting procedures |
insur. | έκθεση πραγματογνώμονα | surveyor's report |
patents. | έκθεση πραγματογνώμονος; πραγματογνωμοσύνη | expert report |
fin. | έκθεση πριν από τη διάθεση των τίτλων | pre-sale report |
med., pharma., R&D. | έκθεση προκλήσεως | challenge exposure |
gen. | έκθεση προοπτικής | outlook report |
econ. | έκθεση προόδου | progress report |
polit. | έκθεση πρωτοβουλίας | INI report |
polit. | έκθεση πρωτοβουλίας | own-initiative report |
gen. | έκθεση πρώτης εκτίμησης | First Impression Report |
med. | έκθεση σε ακτινοβολία | radiation exposure |
environ. | έκθεση σε ακτινοβολία | radiation exposure The act or state of being subjected to electromagnetic energy strong enough to ionize atoms thereby posing a threat to human health or the environment |
med. | έκθεση σε ακτινοβολία | exposure |
environ. | έκθεση σε ακτινοβολίες του φυσικού περιβάλλοντος | exposure to natural background radiation |
gen. | έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας | exposure to biological agents at work |
health. | έκθεση σε διοξείδιο του άνθρακος | exposure to carbon dioxide |
environ. | έκθεση σε στον κίνδυνο | risk exposure The situation or set of circumstances where the probability of harm to an area or its population increases beyond a normal level |
environ. | έκθεση σε στον κίνδυνο | risk exposure |
med. | έκθεση σε καρκινογόνες χημικές ουσίες | exposure to carcinogenic chemicals |
polit. | έκθεση σε πρώτη ανάγνωση | First Reading Report |
earth.sc., environ. | έκθεση σε ραδιοηλεκτρικές ακτινοβολίες | exposure to radio-frequency radiation |
environ. | έκθεση σε ρύπους | pollutant exposure The act or state of being subjected to a substance that adversely affects human health, property or the environment |
environ. | έκθεση σε ρύπους | pollutant exposure |
construct. | έκθεση σε σχέδιο | draft report |
med. | έκθεση σε υπερήχους | sonication |
nat.sc. | έκθεση σε φως | light exposure |
health. | έκθεση σε χημικούς, φυσικούς και βιολογικούς παράγοντες, κατά την εργασία | exposure to chemical, physical and biological agents at work |
chem., met. | έκθεση στην επίδραση των καιρικών συνθηκών | weathering |
life.sc., agric. | έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία | solarization |
life.sc., agric. | έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία | insolation |
earth.sc., environ. | έκθεση στις δονήσεις | vibration exposure |
med. | έκθεση στο ηλιακό φως | solar irradiance |
med. | έκθεση στο ηλιακό φως | insolation |
earth.sc., environ. | έκθεση στο θόρυβο | noise exposure |
health. | έκθεση στο μονοξείδιο του άνθρακα | exposure to carbon monoxide |
med. | έκθεση στο νοσογόνο παράγοντα | exposure to the agent of the disease |
health. | έκθεση στο χλωροφόρμιο | exposure to chloroform |
earth.sc. | έκθεση στον αέρα | exposure in free air |
health., el. | έκθεση στον θόρυβο | noise dose |
health., el. | έκθεση στον θόρυβο | noise exposure |
health., el. | έκθεση στον θόρυβο | dose of noise |
gen. | έκθεση συμβούλων | consultants' report |
environ., industr. | έκθεση συμμόρφωσης | implementation report on compliance |
fin. | έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση | report on budgetary and financial management |
gen. | έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση | report on the financial statements |
environ. | έκθεση σχετικά με την κατάσταση του περιβάλλοντος | report on the state of the environment A written account on the level of integrity and conditions of the ecosystem and natural resources in a given region, usually presented by an official person or body mandated to protect human health and the environment in that region |
environ. | έκθεση σχετικά με την κατάσταση του περιβάλλοντος | report on the state of the environment |
law | έκθεση σχετικά με τις παρεκκλίσεις | derogation report |
chem. | έκθεση της αρμόδιας αρχής | Competent Authority Report |
fin. | έκθεση της δημοσιονομικής διαχείρισης | financial management report |
gen. | έκθεση της επιτροπής GLΑWΑRS | GLAWARS commission report |
econ. | έκθεση της Επιτροπής επί της πολιτικής ανταγωνισμού | Report on Competition Policy |
UN | έκθεση της επιτροπής σχετικά με τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Εθνών | Report of the Panel on United Nations Peace Operations |
UN | έκθεση της επιτροπής σχετικά με τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Εθνών | Brahimi report |
work.fl., IT | έκθεση της "τελευταίας λέξης" | state-of-the-art report |
gen. | έκθεση της όλης διαδικασίας παραδόσεως του έργου σε λειτουργία | commissioning report |
polit., law | έκθεση του εισηγητή δικαστή | report from the Judge-Rapporteur |
health. | έκθεση του κοινού | public exposure |
econ., pharma., IT | έκθεση του πληθυσμού | exposure of the population |
polit., law | έκθεση του πραγματογνώμονα | expert's report |
gen. | έκθεση του προϊόντος στο ράφι | shelf display |
gen. | έκθεση των αρχών | official report drawn up by the authority |
gen. | έκθεση των δραστηριοτήτων | report of activities |
earth.sc. | έκθεση των εργαζομένων σε ακτινοβολία | occupational radiation exposure |
nucl.phys. | έκθεση των μεταβολών αποθέματος | inventory change report |
life.sc., tech. | έκθεση των οργάνων | instrument exposure |
life.sc., tech. | έκθεση των οργάνων | exposure of instruments |
environ. | έκθεση των υδάτων σε κίνδυνο | water endangering Can be caused by a variety of means, e.g. farm pollution from animal wastes and silage liquor (liquors from green leaf cattle food which has had molasses added to promote fermentation and preservation; they are highly polluting and can be a seasonal cause of fish deaths in small streams), leachate from landfill sites, and spoil heaps, solvent discharge to sewers or to land and inadequate sewage treatment works |
environ. | έκθεση των υδάτων σε κίνδυνο | water endangering |
el. | έκθεση φωτοανθεκτικού υλικού σε ηλεκτρονικό σαρωτή | electron-beam photo-resist exposure |
chem. | έκθεση χημικής ασφάλειας | Chemical Safety Report |
gen. | έκθεση ύστερα από επιθεώρηση | statement after inspection |
chem. | έμμεση έκθεση | indirect exposure |
med., pharma. | αθροιστική έκθεση | cumulative exposure |
gen. | αιτιολογημένη έκθεση | reasoned report |
law | αιτιολογική έκθεση | statement of reasons |
fin. | αιτιολογική έκθεση | explanatory statement |
fin. | αιτιολογική έκθεση | explanatory memorandum |
law | αιτιολογική έκθεση | explanatory report |
stat., construct. | αιτιολογική έκθεση χωροταξικού σχεδίου | written statement |
med. | ακούσια έκθεση | unintended exposure |
construct. | αναγνωριστική έκθεση | preliminary studies |
construct. | αναγνωριστική έκθεση | draft design |
gen. | αναλυτική έκθεση | analysis report |
nat.sc. | αναπνευστήρας για έκθεση ολόκληρου του σώματος | inhalation apparatus for whole-body exposure |
econ., fin. | αναπτύσσω περαιτέρω και δίνω συγκεκριμένη μορφή στην παρούσα έκθεση | a further elaboration and concretization of the present Report |
hobby, agric. | ανθοκηπουρική έκθεση | garden-center |
med., environ. | ανθρώπινη έκθεση περιβάλλοντος | human environmental exposure |
environ. | ανθρώπινη έκθεση στους ρύπους | human exposure to pollutants |
gen. | Αντοχές χρωματισμών στις καιρικές συνθήκες - Εκθεση σε εξωτερικές συνθήκες | Colour fastness to weathering - Outdoor exposure |
gen. | αξιολογητική έκθεση | evaluation report |
gen. | αξιολογητική έκθεση | assessment report |
gen. | αξιολογική έκθεση | post-evaluation report |
gen. | αποφεύγετε την έκθεση-εφοδιαστείτε με τις ειδικές οδηγίες πριν τη χρησιμοποίηση | avoid exposure-obtain special instructions before use |
gen. | αποφεύγετε την έκθεση-εφοδιαστείτε με τις ειδικές οδηγίες πριν τη χρησιμοποίηση | S53 |
chem. | αρχική έκθεση αξιολόγησης SIDS | SIDS Initial Assessment Report |
pharma. | αυτόνομη μεμονωμένη έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας | stand-alone periodic safety update report |
med. | βαριά έκθεση | heavy exposure |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure in contact with skin |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | R48/21 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure in contact with skin and if swallowed |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/21/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure if swallowed |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως | R48/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | R48/20 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and in contact with skin |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R48/20/21 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and if swallowed |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/20/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/20/21/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation, in contact with skin and if swallowed |
nat.sc. | βραχυπρόθεσμη έκθεση | short term exposure |
gen. | Γενική Εκθεση επί της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης | General Report on the Activities of the European Union |
gen. | Γενική Ετήσια Έκθεση για την ΚΠΑΑ και την Εκπαίδευση σχετικά με την ΚΠΑΑ | Comprehensive Annual Report on ESDP and ESDP-related Training |
gen. | Γενική Ετήσια Έκθεση για την ΚΠΑΑ και την Εκπαίδευση σχετικά με την ΚΠΑΑ | Comprehensive Annual Report on CSDP and CSDP-related Training |
agric., chem. | γεύση από έκθεση στον ήλιο | lightstruck flavour |
ed. | γραπτή έκθεση αξιολόγησης | written assessment |
ed. | γραπτή έκθεση αξιολόγησης | written comments |
ed. | γραπτή έκθεση αξιολόγησης | written appreciation |
fin. | γραπτή έκθεση δεόντως αιτιολογημένη | written statement, stating the full reasons therefor |
med., life.sc. | δερματική έκθεση με επάλειψη του δέρματος | cutaneous exposure by skin painting |
comp., MS | δευτερεύουσα έκθεση | subreport (A report contained within another report) |
law | διαβιβάζω έκθεση | forward a report |
el. | διακοπτόμενη έκθεση | intermittent exposure |
gen. | διεθvής έκθεση | world exhibition |
gen. | διεθvής έκθεση | international registered exhibition |
commer., polit. | Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης | Thessaloniki International Trade Fair |
commer., polit. | Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης | Thessaloniki International Fair |
fin. | Διεθνής ΄Εκθεση Κύπρου | Cyprus International State Fair |
gen. | Διεθνής Φυτοκηπουρική Εκθεση | International Garden and Greenery Exhibition |
el. | διπλή έκθεση φωτοευπαθούς υλικού | double resist exposure |
social.sc. | εαρινή έκθεση της Επιτροπής | Commission's Spring Report |
social.sc. | εαρινή έκθεση της Επιτροπής | Report from the Commission to the Spring European Council |
polit. | εγκρίνω χωρίς έκθεση | approve without report |
environ. | εθνική έκθεση | national communication |
law | εθνική έκθεση έρευνας | national search report |
environ. | εθνική έκθεση απογραφής | national inventory report |
law | ειδική έκθεση | special report |
fin. | ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου | special report of the Court of Auditors |
arts., ed. | εικονική επιμορφωτική έκθεση | virtual educacional exhibition |
fin. | εισηγητική έκθεση | budget speech |
econ., fin. | εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού | budget proposal |
econ., fin. | εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού | money bill |
econ., fin. | εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού | Budget Memorandum |
law, fin., polit. | Εισηγητική έκθεση σχετικά με τη σύμβαση η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, περί αμοιβαίας συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ τελωνειακών υπηρεσιών | Explanatory report on the Convention drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on mutual assistance and cooperation between customs administrations |
law | Εισηγητική έκθεση της σύμβασης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ´Ενωση, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές | Explanatory Report on the Convention, drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on Jurisdiction and the Recognition and Enforcement of Judgements in Matrimonial Matters |
fin. | εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού | general introduction to the preliminary draft budget |
law | Εισηγητική έκθεση του πρωτοκόλλου που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ´Ενωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές | Explanatory report on the Protocol, drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the interpretation by the Court of Justice of the European Communities of the Convention on Jurisdiction and the Recognition and Enforcement of Judgements in Matrimonial Matters |
nucl.phys. | Εκθεση μέτρων κατοχύρωσης | Safeguards Implementation Report |
fin. | εκτενής έκθεση ελέγχου | "long form" audit report |
med. | εκτιμούμενη έκθεση σε εξωτερική ακτινοβόληση σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης | planned emergency exposure |
med. | εκτιμούμενη έκθεση σε εξωτερική ακτινοβόληση σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης | emergency exposure to external radiations |
tech. | ελεγκτική έκθεση | certificate of verification |
UN | "Εμείς, οι λαοί": Εκθεση του Γενικού Γραμματέα για τη νέα Χιλιετία | Millennium report |
UN | "Εμείς, οι λαοί": Εκθεση του Γενικού Γραμματέα για τη νέα Χιλιετία | "We, the peoples": Millennium report of the Secretary-General |
gen. | εμπεριστατωμένη έκθεση | detailed statement |
econ. | εμπορική έκθεση | trade show |
econ. | εμπορική έκθεση | trade fair |
R&D. | ενδιάμεση έκθεση | mid-term report |
work.fl., commun. | ενδιάμεση έκθεση | interim report |
gen. | ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης | mid-term evaluation report |
pharma. | ενδιάμεση έκθεση ασθενούς | interval patient exposure |
gen. | ενδιάμεση έκθεση βαθμολόγησης | interim appraisal note |
gen. | ενδιάμεση έκθεση κρίσης | interim staff report |
law | ενδιάμεση έκθεση σχετικά με κάθε περίοδο καλλιέργειας | interim report on each growing period |
gen. | ενοποιημένη έκθεση | consolidated report |
busin., labor.org., account. | ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης | consolidated annual report |
agric. | εξέταση με έκθεση στον αέρα | air test |
gen. | εξακριβωμένη έκθεση σε μολυσματικές ουσίες ή επιβλαβή ακτινοβολία | verified exposure to infectious substances or injurious radiation |
nucl.phys. | εξωτερική έκθεση | external exposure |
gen. | επίσημη έκθεση πολιτικής | policy statement |
law | επίσημη διεθνής έκθεση | officially recognized international exhibition |
health., med., lab.law. | επαγγελματική έκθεση | occupational exposure |
health., lab.law. | επαγγελματική έκθεση έκτακτης ανάγκης | emergency occupational exposure |
med. | επανειλημμένη έκθεση | repeated exposure |
med. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση | repeated or prolonged exposure |
med. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση με εισπνοή | repeated or prolonged inhalation exposure |
gen. | επεξηγηματική έκθεση | explanatory report |
health. | επιβλαβής έκθεση | harmful exposure |
health. | επιμέρους κίνδυνος που συνεπάγεται η έκθεση | individual risk of exposure |
gen. | επισυνάπτει λεπτομερή έκθεση | to attach a detailed report |
gen. | επιταχυνθείσα έκθεση | accelerated exposure |
nucl.phys. | εσωτερική έκθεση | internal exposure |
fin. | ετήσια έκθεση | annual report |
gen. | ετήσια έκθεση για τη χορήγηση των ενισχύσεων | annual report of aid payments |
law, fin. | ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ | annual report on the activities of the ESCB |
fin., econ. | ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων | annual activity report |
fin., econ. | ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων | AAR |
polit. | ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και ελέγχου | annual activity and monitoring report |
polit. | ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και παρακολούθησης | annual activity and monitoring report |
econ., market. | ετήσια έκθεση εργασιών του ομίλου | group annual report |
h.rghts.act. | Ετήσια έκθεση της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα | annual EU human rights report |
fin. | ετήσια έκθεση της Τράπεζας | Bank's annual report |
law | ετήσια έκθεση του Γραφείου | Office's annual report |
ed. | ετήσια έκθεση του εκπροσώπου του Aνωτάτου Συμβουλίου | Annual Report of the Representative of the Board of Governors |
fin. | ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου | annual report of the Court of Auditors |
law | ετήσια έκθεση των εργασιών των επιτροπών | annual report on the working of committees |
gen. | ετήσια γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ενωση | yearly written report on the progress achieved by the Union |
law | ετήσια γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει η'Ενωση | yearly written report on the progress achieved by the Union |
social.sc. | ετήσια περιληπτική έκθεση | annual summary report |
pharma. | Ευρωπαϊκή δημόσια έκθεση αξιολόγησης | European Public Assessment Report |
health., pharma. | Ευρωπαϊκή ∆ηµόσια Έκθεση Αξιολόγησης | European Public Assessment Report |
med. | εφάπαξ έκθεση | single exposure |
health. | ζώο που προορίζεται για έκθεση επίδειξης ικανότητας | animal for show purposes |
gen. | η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους | the report shall indicate how each member voted |
gen. | η έκθεση της Eπιτροπής | report from the Commission |
law, fin. | η ΕΚΤ απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή,καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο | the ECB shall address an annual report on the activities of the ESCB and on the monetary policy of both the previous and current year to the European Parliament, the Council and the Commission, and also to the European Council |
gen. | ημερήσια έκθεση γεωτρήσεων | daily drilling report |
construct. | ημιυπαίθρια έκθεση | semi open-air exhibition |
environ. | θέαμα/έκθεση/επίδειξη/παράσταση/προβολή | show |
med. | ιατρική έκθεση | medical report |
polit., econ. | ιδιαίτερη έκθεση... επι της κανονικότητας των λογιστικών πράξεων | a separate report stating whether the financial management has been effected in a regular manner |
health., phys.sc. | κανονική έκθεση | normal exposure |
chem. | καταλυτική μέθοδος με έκθεση σε αέριο | catalytic gas exposure method |
health., nat.sc. | κατ'εκτίμηση θεωρητική έκθεση | estimated theoretical exposure |
gen. | Κεντρικό Γραφείο για την Παγκόσμια'Εκθεση της Σεβίλλης | Office of the Commissioner-General for the Seville Universal Exposition |
arts. | κινητή έκθεση | travelling exhibition |
health. | κλασματική έκθεση | fractional exposure |
social.sc. | Κοινή Έκθεση Ένταξης | Joint Report on Social Inclusion |
social.sc. | Κοινή Έκθεση Ένταξης | Joint Inclusion report |
econ., social.sc. | Κοινή Έκθεση για την Απασχόληση | Joint Employment Report |
gen. | κοινή έκθεση για τρίτη χώρα | joint report on third country |
unions. | κοινή ετήσια έκθεση | joint annual report |
environ. | κοινοβουλευτική έκθεση | parliamentary report A written account describing in detail observations or the results of an inquiry into an event or situation and presented to an official, deliberative body with legislative powers |
environ. | κοινοβουλευτική έκθεση | parliamentary report |
law | κοινοτική έκθεση έρευνας | Community search report |
law, market. | κοινωνική έκθεση | social reporting |
law, market. | κοινωνική έκθεση | social accounting |
earth.sc., life.sc. | κύρια έκθεση | main exposure |
fin. | λεπτομερής έκθεση επί της δανειοληπτικής και δανειοδοτικής πολιτικής | detailed statement on borrowing and lending policy |
health. | μακρά έκθεση σε παθογόνο παράγοντα | long-term exposure |
med. | μεγίστη έκθεση στην εισπνοή της δοκιμαζόμενης ουσίας | to maximize the exposure by inhalation to the test substance |
health., nucl.phys. | μερική έκθεση | partial body exposure |
R&D. | μεσοπρόθεσμη έκθεση | mid-term report |
polit. | μη νομοθετική έκθεση | non-legislative report |
polit. | μη νομοθετική έκθεση πρωτοβουλίας | non-legislative own-initiative report |
fin. | μηνιαία έκθεση της Επιτροπής στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο | the Commission's monthly report to the Parliament and the Council |
industr., construct. | μηχανή για την έκθεση στον αέρα ή για την αφαίρεση των πτυχών | machine for stretching skins or leather |
stat., fin. | μονάδα που υποβάλλει έκθεση | reporting unit |
econ., fin. | μοχλευόμενη έκθεση | leveraged exposure |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα όργανα ύστερα από παρατεταμένη ή επανειλημμένη έκθεση. | May cause damage to organs through prolonged or repeated exposure. |
med. | μυελίτις που έχει προκληθεί από έκθεση στις ηλιακές ακτίνες | heliomyelitis |
med. | μυϊκή δυσκαμψία από έκθεση στο ψύχος | muscular rigidity caused by exposure to cold |
gen. | ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗΕΓΚΥΩΝΓΥΝΑΙΚΩΝ! | avoid exposure of pregnant women! |
gen. | ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΩΝ! | avoid exposure of adolescents and children! |
polit. | νομοθετική έκθεση | legislative report |
polit. | νομοθετική έκθεση πρωτοβουλίας | legislative own-initiative report |
med. | οδός χορηγήσεως για έκθεση διεγέρσεως | induction exposure route |
gen. | οι πνεύμονες ενδέχεται να προσβληθούν από επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση σε... | lungs may be affected by repeated or prolonged exposure |
fin. | οικονομική έκθεση | financial report |
chem. | Παρατεταµένη έκθεση µπορεί να προκαλέσει ξηρότητα δέρµατος ή σκάσιµο. | Repeated exposure may cause skin dryness or cracking. |
gen. | παρατεταμένη έκθεση | prolonged exposure |
law | παρουσιάζω στην έκθεση υπό το κατατεθέν σήμα | to display under the mark applied for |
environ. | περιβαλλοντική έκθεση | environmental report An account or statement, usually in writing, describing in detail events, situations or conditions pertaining to the ecosystem, its natural resources or any of the external factors surrounding and affecting human life |
environ. | περιβαλλοντική έκθεση | environmental report |
gen. | περιγραφική έκθεση | narrative report |
arts. | περιοδεύουσα έκθεση | travelling exhibition |
law, fin. | περιοδική έκθεση | periodical report |
environ. | Περιοδική έκθεση | periodical report |
law, fin. | περιοδική έκθεση | periodic report |
gen. | περιοδική έκθεση για την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά την προσχώρηση | regular report on progress towards accession |
gen. | περιοδική έκθεση για την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά την προσχώρηση | progress report |
polit., loc.name. | περιοδική έκθεση χωροταξικής πολιτικής | periodical report on comprehensive regional policy |
pharma. | περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια μιας μοναδικής ουσίας | single-substance periodic safety update report |
pharma. | περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια μιας μοναδικής ουσίας | single PSUR |
pharma. | περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια μιας μοναδικής ουσίας | single agent PSUR |
pharma. | περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια μιας μοναδικής ουσίας | single-substance PSUR |
pharma. | περιοδική επικαιροποιημένη έκθεση για την ασφάλεια μιας μοναδικής ουσίας | single periodic safety update report |
health., med. | περιοδική συνοπτική έκθεση | periodic summary report |
el. | πλάγια έκθεση | oblique exposure |
health. | πλήρης έκθεση μελέτης | full study report |
gen. | Πλήρης έκθεση σχετικά με τις πολιτικές της Βόρειας Διάστασης | Full report on Northern Dimension Policies |
gen. | πολιτική έκθεση | political report |
earth.sc., life.sc. | πολλαπλή έκθεση | multiple exposure |
earth.sc. | πολυκλαδική εμποροβιομηχανική έκθεση | multisectorial fair |
pharma., chem. | προβλήματα κατάθλιψης οφειλόμενα στην έκθεση σε μαγγάνιο | manganese locura |
gen. | task-force προβληματισμού "έκθεση 1991" | Task force:1991 Report |
chem. | Προκαλεί βλάβες στα όργανα ύστερα από παρατεταμένη ή επανειλημμένη έκθεση. | Causes damage to organs through prolonged or repeated exposure. |
polit., law | προκαταρκτική έκθεση | preliminary report |
polit. | προσωρινή έκθεση | interim report |
work.fl., commun. | προσωρινή έκθεση | intermediate report |
polit. | προφορική έκθεση | oral report |
life.sc. | προφορική μετεωρολογική έκθεση | meteorological briefing |
life.sc. | προφορική μετεωρολογική έκθεση | briefing |
health. | προφύλαξη μετά την έκθεση | Post- Exposure Prophylaxis |
med. | προφύλαξη μετά την έκθεση | postexposure prophylaxis |
health. | προφύλαξη πριν από την έκθεση | pre-exposure prophylaxis |
insur. | πρωτογενής έκθεση σε κίνδυνο | primary exposure |
med. | πρώτη έκθεση σε παθογόνο παράγοντα | first exposure |
med. | στοματορινική έκθεση | oro-nasal exposure system |
gen. | συγκεφαλαιωτική έκθεση | synthesis |
gen. | συγκεφαλαιωτική έκθεση | synthesis report |
gen. | συγκεφαλαιωτική έκθεση | summary report |
econ., market. | συμβουλευτική έκθεση | advisory report |
fin. | συνέδριο έκθεση | conference-exposition |
health. | συνεχής έκθεση | continuous exposure |
gen. | συνολική Έκθεση Παρακολούθησης | comprehensive monitoring report |
gen. | συνολική έκθεση | composite report |
pharma. | συνολική έκθεση ασθενούς | cumulative patient exposure |
pharma. | συνολική έκθεση των υποκειμένων | cumulative subject exposure |
fin. | συνολική εκκρεμούσα έκθεση | total outstanding exposure |
econ., market. | συνολική εκκρεμούσα έκθεση σε κάποια χώρα | total outstanding exposure for a country |
econ., account. | συνοπτική έκθεση | summary statement |
econ., account. | συνοπτική έκθεση | summary account |
polit., law | συνοπτική έκθεση των λόγων των οποίων γίνεται επίκληση | brief statement of the grounds on which the application is based |
polit., law | συνοπτική έκθεση των περιστατικών | summary of the facts |
gen. | συνοπτική αιτιολογική έκθεση | explanatory summary |
health., nat.sc. | συντελεστής κινδύνου για την έκθεση από το στόμα | hazard quotient for oral exposure |
health., nat.sc. | συντελεστής κινδύνου για την έκθεση μέσω επαφής | hazard quotient for contact exposure |
med. | συστημική έκθεση | systemic exposure |
fin. | σύντομη έκθεση ελέγχου | "short form" audit report |
gen. | τελική έκθεση | final report |
gen. | τελική έκθεση άσκησης | Final Exercise Report |
el. | τελική έκθεση για τις δραστηριότητες εκπόνησης της μελέτης γενικής σύλληψης του ITER | ITER Conceptual Design Activities Final Report |
law | τελική έκθεση ελεγχθείσας υπόθεσης | final case report |
industr. | τεχνική έκθεση | Technical Report |
nat.sc., industr. | τεχνολογική έκθεση | technology fair |
fin. | το ΕΝΙ συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του | the EMI shall prepare an annual report on its activities |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure in contact with skin |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | R48/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure in contact with skin and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/24/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως | R48/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | R48/23 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and in contact with skin |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R48/23/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/23/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/23/24/25 |
fin. | τριμηνιαία έκθεση | quarterly report |
gen. | υπέρμετρη έκθεση σε ακτινοβολία | undue radiation exposure |
health., nucl.phys. | υπέρμετρη έκθεση σε ραδιολογικό κίνδυνο | undue radiological hazard |
el. | υπερβολική έκθεση | over-exposure |
health. | υπερβολική έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία | excessive exposure to UVR |
gov. | υπογράφω την έκθεση κρίσης | to sign the staff report |
gen. | φάσμα συχνοτήτων της ακτινοβολίας που συνεπάγεται η έκθεση | band of the radiation exposure |
fin. | φορέας που υποβάλλει έκθεση | reporting agency |
environ., chem. | χρήση ουσίας που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού σε αυτή | wide dispersive use |
chem. | χρήση που δεν συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού | non dispersive use |
chem. | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρέος κοινού | widespread dispersive use |
chem. | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρέος κοινού | wide dispersive use |
chem. | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρέος κοινού | dispersive use |
chem. | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού | widespread dispersive use |
chem. | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού | wide dispersive use |
chem. | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού | dispersive use |
law | χρονοδιάγραμμα που περιλαμβάνεται στην έκθεση περί ασύλου | timetable contained in the report on asylum |
med. | χρόνια έκθεση σε υπέρυθρη ακτινοβολία | chronic infrared exposure |