Subject | Greek | English |
earth.sc., construct. | άποψη από αέρα | aerial view |
gen. | αδρανής από άποψη φυσιολογίας | physiologically inert |
med. | αναλυτική άποψη | analytical point of view |
med. | αναλυτική άποψη | analytical approach |
IT, dat.proc. | απαιτούμενο αδειοδοτικό από άποψη συμφραζομένων | contextually required token |
commun. | απαιτούμενο αδειοπλαίσιο από άποψη συμφραζομένων | contextually required token |
commun. | απαιτούμενο αδειοπλαίσιο από άποψη συμφραζομένων' έμμεσα απαιτούμενο αδειοπλαίσιο | contextually required token |
IT, dat.proc. | απαιτούμενο στοιχείο από άποψη συμφραζομένων | contextually required element |
commun. | απαιτούμενο στοιχείο από άποψη συμφραζομένων' έμμεσα απαιτούμενο στοιχείο | contextually required element |
econ., environ. | αποδοτικότητα από άποψη άνθρακα | carbon efficiency |
econ., environ. | αποδοτικότητα από άποψη άνθρακα | CO2 efficiency |
gen. | από οικονομική άποψη | from a business point of view |
econ. | από την άποψη παραγωγής | the output side |
econ. | από την άποψη των δαπανών | the expenditure side |
econ. | από την άποψη των εισοδημάτων | the income side |
fin. | βαθμός από άποψη φερεγγυότητας | credit rating |
fin. | βαθμός από άποψη φερεγγυότητας | rating |
fin. | βαθμός από άποψη φερεγγυότητας | credit assessment |
law | γνωμοδότηση συμβουλευτικού από νομική άποψη χαρακτήρα | legally advisory opinion |
tech. | διάρκεια ζωής από άποψη αντιδραστικότητος θεωρούμενη κατά το σχεδιασμό | design reactivity life |
fin. | διαβάθμιση από άποψη φερεγγυότητας | credit rating |
fin. | διαβάθμιση από άποψη φερεγγυότητας | rating |
fin. | διαβάθμιση από άποψη φερεγγυότητας | credit assessment |
environ. | διαχείριση, ορθολογική από οικολογική άποψη | environmentally sound management of waste |
industr., mech.eng. | διευρυμένη άποψη | exploded view drawing |
industr., mech.eng. | διευρυμένη άποψη | exploded view |
comp., MS | δορυφορική άποψη | aerial view (A map view created from aerial photos that shows buildings, roads, and geographical features) |
gen. | δυσμενέστερο από λογική άποψη ατύχημα | worst reasonable accident |
med. | επιτήρηση από άποψη ακτινοβολιών | radiation monitoring |
health. | εργασιακό περιβάλλον από άποψη θερμοκρασίας | thermal environment |
environ., agric., polit. | ζώνη ευαίσθητη από περιβαλλοντική άποψη | Environmentally Sensitive Area |
lab.law. | κατηγορία από άποψη ηχομείωσης | noise attenuation class |
market. | κεφάλαιο θεωρούμενο από άποψη εκμετάλλευσης | capital viewed in operational terms |
health. | μεταβολίτης σημαντικός από οικοτοξικολογική άποψη | metabolite of ecotoxicological concern |
health. | μεταβολίτης σημαντικός από περιβαλλοντική άποψη | metabolite of environmental concern |
health. | μεταβολίτης σημαντικός από τοξικολογική άποψη | metabolite of toxicological concern |
econ. | μη αιτιολογημένες από οικονομική άποψη συνθήκες | economically not justifiable |
gen. | ομοιογενής από οικονομική άποψη περιοχή | economically homogeneous area |
IT | πανοραμική άποψη | panning |
comp., MS | Πανοραμική άποψη | Bird's eye (An option in Microsoft Virtual Earth that allows the user to view an object in a 45-degree angle from above in bird's eye view) |
environ. | περιοχή ευαίσθητη από περιβαλλοντική άποψη | environmentally sensitive area |
environ. | περιοχή ευαίσθητη από περιβαλλοντολογική άποψη | environmentally sensitive area |
econ., hobby | περιφέρεια λιγότερο γνωστή από πολιτιστική άποψη | region less well known for tourism |
energ.ind., industr. | πιστοποίηση από ενεργειακή άποψη των κτιρίων | energy certification of buildings |
gen. | πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά | tender offering best value for money |
gen. | πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά | most economically advantageous tender |
gen. | πλέον συμφέρουσα προσφορά από οικονομική άποψη | the most economically advantageous tender |
gen. | πλέον συμφέρουσα προσφορά από οικονομική άποψη | the most advantageous tender economically |
agric., food.ind. | ποιότητα του γάλακτος από οργανοληπτική άποψη | taste quality of milk |
fin. | ποσό που από νομική άποψη αποτελεί μέγεθος αναφοράς | amount used as a legal reference |
transp. | πραγματική κατάσταση από άποψη φόρτωσης | actual loading condition |
IT, dat.proc. | προαιρετικό αδειοδοτικό από άποψη συμφραζομένων | contextually optional token |
commun. | προαιρετικό αδειοπλαίσιο από άποψη συμφραζομένων' έμμεσα προαιρετικό αδειοπλαίσιο | contextually optional token |
IT, dat.proc. | προαιρετικό στοιχείο από άποψη συμφραζομένων | contextually optional element |
commun. | προαιρετικό στοιχείο από άποψη συμφραζομένων' έμμεσα προαιρετικό στοιχείο | contextually optional element |
gen. | προετοιμασία των επισκέψεων από υλική άποψη | practical organization of visits |
market. | προϊόντα που συγγενεύουν μεταξύ τους από οικονομική άποψη | economically linked products |
market. | προϊόντα που συγγενεύουν μεταξύ τους από τεχνική άποψη | technically linked products |
health., nat.sc. | πρόσμειξη σημαντική από οικοτοξικολογική άποψη | impurity of ecotoxicological concern |
health., nat.sc. | πρόσμειξη σημαντική από περιβαλλοντική άποψη | impurity of environmental concern |
health., nat.sc. | πρόσμειξη σημαντική από τοξικολογική άποψη | impurity of toxicological concern |
gen. | πυρήνας αντιδραστήρα σε ισορροπία από άποψη κύκλου πυρηνικού καυσίμου | equilibrium core |
fin. | συγγενή υποκατάστατα των καταθέσεων από άποψη ρευστότητας | close substitutability for deposits in terms of liquidity |
transp., tech. | συμπεριφορά από άποψη απορρόφησης ενέργειας | energy absorption characteristic |
earth.sc. | συμπεριφορά από άποψη διαχύσεως | diffusional behaviour |
market. | συμφωνία ουδέτερη από την άποψη του ανταγωνισμού | agreement neutral from the standpoint of competition |
el. | συνοπτική άποψη | synoptic view |
ed. | σύνθεση του σώματος των εκπαιδευτικών λειτουργών από άποψη ηλικίας | age-structure for teachers |
law | τα τρία το πολύ κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών | at most, the three best performing Member States in terms of price stability |
fin. | τελευταία ουσιαστική μεταποίηση ή επεξεργασία,δικαιολογημένη από οικονομική άποψη | last substantial economically justified processing or working |
health. | υπεροχή από κλινική άποψη | clinical superiority |
law | υποστηρίζω την άποψή μου | put forward its point of view |
fin. | φορολογικό σύστημα επιθυμητό από οικονομική άποψη | economically desirable taxation |
fin. | φόρος ουδέτερος από φορολογική άποψη | fiscally neutral tax |