DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing όρος | all forms
GreekEnglish
απλός κινητός μέσος όροςsimple moving average
αριθμητικός μέσος όρος των μέσων κατ'αποκοπή τιμώνarithmetic mean of the standard average values
ημερολογιακή βάση υπολογισμού των τόκων ; συμβατικός όρος υπολογισμού των τόκωνday-count convention
μέσος όρος διάρκειας μέχρι τη λήξη του συνόλου δανείωνloan portfolio turnover
μέσος όρος οικονομικού μεγέθουςaverage economic size
μέσος όρος παρακράτησηςaverage takedown
μέσος όρος της καθαρής προστιθέμενης αξίας κατ'άτομο απασχολούμενο στη γεωργίαaverage net value-added per person engaged in agriculture
μέσος όρος του εισοδήματοςaverage income
μέσος όρος των τιμών συναλλάγματος όλων των εργάσιμων ημερών του έτους 1average of the exchange rates for all working days in a year
ο αριθμητικός μέσος όρος των δασμών που εφαρμόζονται στα τέσσερα τελωνειακά εδάφηthe arithmetical average of the duties applied in the four customs territories
πρώτος όρος του δευτέρου μέλουςfirst right-hand term
σταθμικός μέσος όρος των μέσων τιμώνweighted average of the average prices
συμβατικός όρος υπολογισμού τόκωνday-count convention
τυποποιημένος όρος ασφάλισηςcommon standard policy conditions
όρος ανάκτησηςrecapture clause
όρος εισαγωγής στο χρηματιστήριοcondition governing admission to listing
όρος επιλεξιμότητας για το δάνειοcondition making them eligible for the loan
όρος στατιστικής διαταραχήςdisturbance term
όρος συμφωνίας "παρί-πασού"pari passu clause
όρος συναλλαγήςtrading term
όρος χρεολυτικών κεφαλαίωνsinking fund requirement