Subject | Greek | English |
insur. | αγοραστής του δημόσιου τομέα; αγοραστής ο οποίος είναι δημόσιος φορέας | public buyer |
law, immigr. | αιτών άσυλο ο οποίος δεν έγινε δεκτός | rejected asylum-seeker |
lab.law. | αμοιβή ασκούμενου ο οποίος παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης | paying trainee undertaking vocational training |
law | ασφαλιστής ο οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο | insurer who is not domiciled in the Community but has a branch or agency there |
met. | βεανίτης ο οποίος μπορεί να αναγνωρισθεί σαν το ανοικτόχρωμο συστατικό της δομής | bainite which can be seen as the lighter etching constituent |
econ., market. | δασμός που έχει καταβληθεί και ο οποίος υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ | duty paid in excess of dumping margin |
polit., law | δικηγόρος, ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους | a lawyer entitled to practise before a court of a Member State |
law | δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους | legal practitioner qualified in one of the Member States |
insur. | εγγύηση προς κάποιον ο οποίος δίνει προκαταβολή | advance payments bond |
agric. | εγκεκριμένος πρώτος αγοραστής ο οποίος δεν είναι μεταποιητής | approved first purchaser who is not a processor |
life.sc. | ελούβιος,ο αναφερόμενος εις εδαφικόν ορίζοντα ο οποίος έχει υποστεί έκπλυσιν | eluvial |
gen. | εργαζόμενος, ο οποίος έχει αναγνωρισμένη ειδίκευση στα επαγγέλματα άνθρακος και χάλυβος | workers who have recognised qualifications in a coalmining or steelmaking occupation |
social.sc. | κίνδυνος ο οποίος θεμελιώνει δικαίωμα για σύνταξη | pension contingency |
polit., law | καθού ο οποίος κλητεύθηκε προσηκόντως | defendant on whom an application initiating proceedings has been duly served |
proced.law. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό ΕΚ αριθ. 1347/2000 | Council Regulation EC No 2201/2003 concerning jurisdiction and the recognition and enforcement of judgments in matrimonial matters and the matters of parental responsibility, repealing Regulation EC No 1347/2000 |
proced.law. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό ΕΚ αριθ. 1347/2000 | Brussels IIa Regulation |
agric., mech.eng. | λέβητας ο οποίος κέει λάδι | oil-fired boiler |
gen. | μη κερδοσκοπικός φορέας ο οποίος συνιστά οντότητα ενσωματωμένη σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό | non-profit-seeking body which constitutes an entity integrated in a Community institution or body |
met. | οι πλάκες βεανίτου σχηματίζονται μέσω ενός μετασχηματισμού ο οποίος συνεπάγεται αργή ολίσθηση | the bainite plates form by a transformation involving slow shear |
law | παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα | misconduct of a witness or expert who has concealed facts of falsified evidence |
nat.sc., agric. | πνευματικός ψεκαστήρας για άροτρο ο οποίος έλκεται με μαγγάνι | motor-atomizer for cable traction plough |
transp. | πράκτορας ο οποίος θεωρεί ότι θίγεται | agent considering himself aggrieved |
agric. | Πρόσθιος μυς του μηρού,ο οποίος περιλαμβάνεται στο στρογγυλό.Κατ ά τη γαλλική κοπή διατίθεται και χωριστά. | rectus femoralis |
law | Oργανισμός ο οποίος έχει δικαίωμα προαιρέσεως | an Agency which has a right of option |
met. | σε χάλυβα ο οποίος ανακρυσταλλώθηκε σε χονδρόκοκκο μετά απο ελαφρά παραμόρφωση | in a steel which is recrystallised to a coarse grain size after a small deformation |
gen. | υπάλληλος ο οποίος εξαφανίστηκε από την οικία του | official whose whereabouts are unknown |
law | υπήκοος άλλου κράτους μέλους ο οποίος εκλέγεται | non-national elect |
earth.sc. | φακός ο οποίος δίνει ένα πεδίο σχήματος τραχήλου | saddle field lens |
account. | Φόρος ο οποίος οφείλεται και πρέπει να καταβληθεί | tax payable |
transp., agric. | φύτευση σε δύο γραμμές πίσω από τον ελκυστήρα ο οποίος κινείται με μειωμένη ταχύτητα | planting seedlings in two rows behind a tractor, moving at snail's space |
met. | χάλυβας ο οποίος λαμβάνεται κατόπιν μαρτενσιτικής βαφής και επαναφοράς | quenched and tempered structures |
busin., unions. | όποιος έχει καταγγείλει δυσλειτουργίες | whistleblower |
crim.law., social.sc. | όποιος ασελγεί σεξουαλικά σε παιδιά | child sex abuser |
fin. | όποιος επιθυμεί να ιδρύσει επιχειρήσεις | enterprise creator |
fin. | όποιος επιθυμεί να ιδρύσει επιχειρήσεις | business creator |