DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing χρονικό | all forms
GreekEnglish
παρεμβάλλω χρονικό διάστημαlead
παρεμβάλλω χρονικό διάστημαwhite out
παρεμβάλλω χρονικό διάστημαace
τελευταίο χρονικό όριοmail closing time
τελευταίο χρονικό όριοlatest posting time
χρονικό περιθώριο πριν από την έναρξη του σήματος συγχρονισμού χρώματοςbreezeway