Subject | Greek | English |
agric. | αγροτική εκμετάλλευση που χρησιμοποιεί τα πλεονάζοντα νερά | runoff farm |
IT | αναλογικό χειριστήριο που χρησιμοποιεί ανάδραση καθορισμού θέσης | proportional control using positional feedback |
fin. | αναλυτής που χρησιμοποιεί ποσοτικές τεχνικές ανάλυσης | quant |
gen. | αντιδραστήρας ελαφρού ύδατος που χρησιμοποιεί μη ακτινοβολημένο ΜΟΧ | light water reactor using fresh MOX fuel |
gen. | Αντοχές χρωματισμών σε κατεργασίες που χρησιμοποιούν χημικά μέσα για τσάκισμα, πλισάρισμα και σταθεροποίηση | Colour fastness to processes using chemical means for creasing, pleating and setting |
agric. | βιομηχανία που χρησιμοποιεί παντοειδή άμυλα | starch-using industry |
health., anim.husb., R&D. | δοκιμές που δεν χρησιμοποιούν ζώα | non animal testing |
el., construct. | εξοπλισμός που χρησιμοποιεί ρεύμα | current-using equipment |
health. | επανέρχονται ως αναβιώσεις. Συχνότερα οι έλληνες ειδικοί χρησιμοποιούν τον όρο "flashback" | recur as flashbacks |
law, tech. | Επιτροπές Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Συσκευές που χρησιμοποιούν Αέρια Καύσιμα | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Appliances using Gaseous Fuels |
fin., nat.sc. | επιχείρηση που χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες | new-technology-based firm |
fin., nat.sc. | επιχείρηση που χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες | New Technology Based Firm |
mech.eng. | κινητήρας εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί καθαρά καύσιμα | internal combustion engine using clean fuel |
mech.eng. | κινητήρας εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί πολλά είδη καυσίμων | multi-fuel internal combustion engine |
gen. | κινητήρας που χρησιμοποιεί τον αέρα ως οξειδωτικό μέσο | air-breathing engine |
energ.ind. | κλιματισμός που χρησιμοποιεί την ηλιακή ενέργεια | solar air-conditioning |
transp., avia. | κοινό που ταξιδεύει ή χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες μεταφοράς | travelling and shipping public |
tax., account. | λογιστικό σύστημα που χρησιμοποιεί αξίες στις οποίες δεν περιλαμβάνεται ο εκπεστέος ΦΠΑ | accounting system using values excluding deductible VAT |
commun. | μέσα που χρησιμοποιούν περιορισμό του εύρους ζώνης | bandwidth-limited media |
transp. | μηχανή που χρησιμοποιεί δύο πηγές ενέργειας | dual-powered locomotive |
econ., min.prod. | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους | resource-efficient Europe flagship initiative |
econ., min.prod. | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους | resource-efficient Europe flagship |
econ., min.prod. | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους | Resource efficient Europe |
econ., min.prod. | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους | A resource-efficient Europe |
med. | νόσος των εργατών που χρησιμοποιούν εργαλεία τα οποία λειτουργούν με πεπιεσμένο αέρα | vibration tool disorder |
health., anim.husb. | ELISA που χρησιμοποιεί μονοκλωνικά αντισώματα | MAb-based ELISA |
cultur. | συσκευή ή διάταξη που χρησιμοποιεί λυχνίες εκκένωσης | apparatus using discharge lamps |
earth.sc. | συσκευή που χρησιμοποιεί φωτο-ηλεκτρικές επιφάνειες καλυμμένες με ημιαγωγό ύλη | apparatus using semi-conducting photo-electric surfaces |
commun. | συσκευή φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιεί συνηθισμένο χαρτί | plain paper photocopier |
industr. | συσκευή φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιεί συνηθισμένο χαρτί | plain-paper copier |
commer., polit., interntl.trade. | συσκευή φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιεί συνηθισμένο χαρτί | plain-paper photocopier |
transp. | ταξιδιώτης που χρησιμοποιεί ποικίλα μέσα μεταφοράς | multi-mode passenger |
transp. | ταξιδιώτης που χρησιμοποιεί ποικίλα μέσα μεταφοράς | multi-modal passenger |
nat.sc. | τεχνολογία εξοπλισμού για τηλεπικοινωνίες που χρησιμοποιούν λέιζερ και τεχνικές οπτικής ενίσχυσης PDFFA | technology for telecomms equipment employing a laser and optical amplification using PDFFA |
law | τρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία | third party entitled to use a geographical name |
commun. | χρησιμοποιώ ένα μέσο συναγερμικής ειδοποίησης | alert,to |
fin. | χρησιμοποιώ εκ νέου το καθαρό προϊόν των πωλήσεων | to re-use the net proceeds from the sales |
comp., MS | χρησιμοποιώ κεφαλαία | capitalize (To write or print with an initial capital or in capitals) |
tech. | χρησιμοποιώ μανδαλωμένο | to operate in latched volume configuration |
tech. | χρησιμοποιώ σε κατάσταση μανδάλωσης | to operate in latched volume configuration |
patents. | χρησιμοποιώ στη διαφήμιση | to use in advertising |
fin. | χρησιμοποιώ τα ελεύθερα αποθεματικά | to rely on free reserve |
nucl.phys. | χρησιμοποιώ τα πυρηνικά υλικά για σκοπούς διάφορους από εκείνους για τους οποίους προορίζονται | to divert nuclear materials to purposes other than those for which they are intended |
transp. | χρησιμοποιώ την πέδη | to brake |
transp. | χρησιμοποιώ την πέδη | to apply the brake |
patents. | χρησιμοποιώ το κοινοτικό σήμα για μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε | to use the Community trade mark in relation to part of the goods or services for which it is registered |
med. | χρησιμοποιώ υπερβολικά μεγάλη δόση | overdose |
econ. | χώρα που τα χρησιμοποιεί | using country |