DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing χαρακτηριστικό | all forms
GreekEnglish
αυξητικό χαρακτηριστικόdevelopmental trait
δευτερεύον φυλετικό χαρακτηριστικόsecondary sex characteristic
επίκτητο χαρακτηριστικόacquired property
επίκτητο χαρακτηριστικόacquired character
κληρονομικό χαρακτηριστικόhereditary character
κληρονομικό χαρακτηριστικό μη παθολογικόnon-pathological hereditary characteristic
κύριο χαρακτηριστικόmain characteristic
μη χαρακτηριστικό σύμπτωμαunspecific symptom
μη χαρακτηριστικό σύμπτωμαuncharacteristic symptom
προσαρμοστικό χαρακτηριστικόadaptive trait
προσαρμοστικό χαρακτηριστικόadaptive character
υπολειπόμενο χαρακτηριστικόrecessive trait
υπολειπόμενο χαρακτηριστικόrecessive character
φαινοτυπικό χαρακτηριστικόphenotypic character
φυλετικό χαρακτηριστικόsexual character
χαρακτηριστικό είδουςspecies character
χαρακτηριστικό της αναδίπλωσηςfolding property
χαρακτηριστικό της καμπυλότητοςcurvature characteristic