Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Terms
for subject
Chemistry
containing
φυλάσσεται
|
all forms
Greek
English
Αποθηκεύεται σε στεγνό μέρος.
Φυλάσσεται
σε κλειστό περιέκτη.
Store in a dry place. Store in a closed container.
Διατηρείται/
Φυλάσσεται
μακριά από ενδύματα/…/καύσιμα υλικά.
Keep/Store away from clothing/…/combustible materials.
Κυανοακρυλική ένωση. Κίνδυνος. Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Να
φυλάσσεται
μακριά από παιδιά.
Cyanoacrylate. Danger. Bonds skin and eyes in seconds. Keep out of the reach of children.
Φυλάσσεται
κλειδωμένο.
Store locked up.
Φυλάσσεται
σε κλειστό περιέκτη.
Store in a closed container.
Get short URL