Subject | Greek | English |
commun. | άδεια σε φορέα μαζικής διάθεσης | entitled to act as wholesaler |
transp., mech.eng. | άξονας μετάδοσης κίνησης εντός φορέα | pylon drive shaft |
commun. | έγκριση από ένα φορέα | one-stop authorisation |
chem. | έμβολο φορέα εμβόλου | force plug |
chem. | έμβολο φορέα εμβόλου | core |
gen. | ένοπλος μη κρατικού φορέα | armed non-State actor |
market., commun. | έξοδα υπηρεσιών φορέα εκμετάλλευσης | operator services costs |
commun., el. | αίτηση πρωτεύοντος διακεντρικού φορέα | primary interexchange carrier request |
commun., el. | αίτηση πρωτεύοντος διακεντρικού φορέα | PIC request |
mech.eng. | ανασχετήρας καταστρώματος με συρματόσχοινο και φορέα | haul-down system |
mech.eng. | ανασχετήρας καταστρώματος με συρματόσχοινο και φορέα | bear trap |
mech.eng. | ανεμιστήρας φορέα συσκευής | unit blower |
commun., IT | ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω δημόσιου φορέα | public messaging |
IT, dat.proc. | αποθήκη φορέα δεδομένων | data carrier store |
IT, dat.proc. | αποθήκη φορέα δεδομένων | data carrier storage |
commun., el. | απόκριση πρωτεύοντος διακεντρικού φορέα | primary interexchange carrier |
commun., el. | απόκριση πρωτεύοντος διακεντρικού φορέα | PIC response |
gen. | βραχίων φορέα ηλεκτροδίου | mast arm |
gen. | βραχίων φορέα ηλεκτροδίου | electrode arm |
commun. | δίκτυο του φορέα εκμετάλλευσης | operator network |
el. | δίοδος υπέρθερμου φορέα | hot-carrier diode |
el. | δίοδος υπερδιεγερμένου φορέα | hot-carrier diode |
el. | δείκτης φορέα | carrier index |
commun. | διαδικασία αποκατάστασης φορέα | bearer setup procedure |
commun., IT | διαδικασία συντήρησης από ένα φορέα | one-stop maintenance procedure |
commun., IT | διαδικασία υποβολής αιτήσεων σε ένα φορέα | one stop ordering procedure |
transp. | εγχειρίδιο λειτουργίας του φορέα συντήρησης | Maintenance Organisation Exposition |
market., commun. | εκ του νόμου απαιτούμενος λογαριασμός του φορέα εκμετάλλευσης | statutory accounts of the operator |
commun., el. | εκπομπή μονοπλευρικής ζώνης και πλήρους φέρουσας φορέα με απλή πλευρική ζώνη | full carrier single-sideband emission |
transp. | εμπορευματοκιβώτιο με διευθετημένο φορέα | pa container |
mater.sc., mech.eng. | εμπορευματοκιβώτιο με ειδικό φορέα | container with special fittings for handling |
mater.sc., mech.eng. | εμπορευματοκιβώτιο με ειδικό φορέα | "pa" container |
IT, transp. | ενδείκτης θερμοκρασίας φορέα κινητήρα | nacelle thermometric indicator |
IT, transp. | ενδείκτης θερμοκρασίας φορέα κινητήρα | nacelle temperature indicator |
IT, dat.proc. | ενδιάμεση μνήμη αλλαγής φορέα | media conversion buffer |
gen. | εξουσιοδότηση ασφάλειας φορέα | facility security clearance |
transp., mater.sc. | επιλογή επισκευαστικού φορέα | repair source |
law, commer. | ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών | liability of suppliers of services |
med., health., anim.husb. | ζωντανό εμβόλιο ανασυνδιασμένου φορέα λοιμογόνου παράγοντα | recombinant live vector vaccine |
med., health., anim.husb. | ζωντανό εμβόλιο ανασυνδιασμένου φορέα λοιμογόνου παράγοντα | recombinant live vaccine |
law | η Ευρωπόλ θα ευρίσκεται σε στενή επαφή με έναν και μοναδικό εθνικό φορέα | Europol shall liaise with a single national unit |
transp. | θυρίδα φορέα κινητήρα | hinged cowl panel |
commun., IT | ικανότητα φορέα | bearer capability |
econ. | καθαρό κέρδος φορέα εκμετάλλευσης | management returns |
econ. | καθαρό κέρδος φορέα εκμετάλλευσης | operator's net profit |
econ. | καθαρό κέρδος φορέα εκμετάλλευσης | farmer's net profit |
med. | κατάσταση ασυμπτωματικού φορέα | asymptomatic carrier state |
med. | κατάσταση φορέα | carrier state |
med. | κατάσταση χρόνιου φορέα | chronic carrier state |
mech.eng. | κομβιοδόχη ενός φορέα του κατεργαζόμενου κομματιού | U-lag for jigs and fixtures |
mech.eng. | κομβιοδόχη ενός φορέα του κατεργαζόμενου κομματιού | U-lag |
commun. | κομιστική ικανότητα; ικανότητα φορέα | bearer capability |
commun. | κομιστική υπηρεσία; υπηρεσία φορέα σύνθετου σήματος | bearer service |
mater.sc., mech.eng. | κοντέινερ με ειδικό φορέα | container with special fittings for handling |
mater.sc., mech.eng. | κοντέινερ με ειδικό φορέα | "pa" container |
commun. | κωδικός πρόσβασης φορέα | carrier access code |
el. | κωδικός ταυτότητας φορέα | carrier identification code |
commun. | κωδικός φορέα εκμετ5άλλευσης | operator code |
market., commun. | κόστος κεφαλαίου φορέα εκμετάλλευσης | operator's cost of capital |
market., commun. | κόστος υπηρεσιών φορέα εκμετάλλευσης | operator services costs |
fin., commun. | κόστος υπηρεσιών φορέα εκμετάλλευσης | operator services cost |
transp., avia., mech.eng. | λήψη εξαερισμού φορέα κινητήρα | stub ventilation inlet |
el. | λήψη τροφοδότησης φορέα οπλισμού | launcher-arm power supply connector |
commun., IT | λειτουργία με φορέα πολλών προορισμών | multi-destination carrier operation |
med. | λοίμωξη μεταδιδόμενη από φορέα | vector-borne infection |
transp., avia., environ. | λογαριασμός αποθέματος φορέα εκμετάλλευσης αεροσκαφών | aircraft operator holding account |
el. | λόγος στην είσοδο,φορέα προς παρεμβολή | input carrier-to-interference ratio |
el. | μέθοδος διόρθωσης φορέα πλειονότητας | majority carrier correction method |
el. | μέθοδος διόρθωσης φορέα πλειονότητας | Ziegler method |
el. | μέθοδος διόρθωσης φορέα πλειονότητας | MCC method |
IT | μέσο διασύνδεσης του φορέα ανάπτυξης | developer's interface |
fin. | μακροπρόθεσμη ομολογία που έχει εκδοθεί από δημόσιο φορέα για τη χρηματοδότηση κάποιου έργου | revenue bond |
econ., market. | με εγγύηση άνευ όρων από δημόσιο φορέα | unconditionally guaranteed by a public entity |
med. | μετάδοση μέσω κοινού φορέα | common vehicle spread |
commun. | Μεταπομπή φορέα | bearer handover |
mech.eng. | μηχανοκίνηση φορέα οπλισμού | launch beam actuator |
tech., industr., construct. | μορφή φορέα συσκευασίας | form |
gen. | οδηγός φορέα ηλεκτροδίων | upper and lower guide rollers |
gen. | οδηγός φορέα ηλεκτροδίων | mast guide rollers |
gen. | οδηγός φορέα ηλεκτροδίων | mast guiding system |
gen. | οδηγός φορέα ηλεκτροδίων | guide rollers |
energ.ind. | παροχή ενέργειας μ'έναν και μοναδικό φορέα | total energy system |
energ.ind. | παροχή ενέργειας μ'έναν και μοναδικό φορέα | total energy concept |
account. | περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται από ένα φορέα μακροχρόνιων παροχών | assets held by a long-term employee benefit fund |
el. | πλήθος ανάστροφου φορτίου φορέα | inverted charge-carrier population |
commun., IT | πληροφοριακό στοιχείο χωρητικότητας φορέα | Bearer capability information element |
coal. | ποσότητα αέρα επιφορτισμένη με κόνι αναμιγνύεται με τον αέρα φορέα | a quantity of dust-laden air is mixed with the carrying air |
earth.sc., el. | προβολέας φωτισμού του φορέα κινητήρα | nacelle light |
commun. | προεπιλογή φορέα | carrier pre-selection |
mech.eng. | προσάρτημα ανάρτησης στροβιλοκινητήρα στο φορέα | jet engine attach fitting |
environ. | προσθήκη διχλωριούχου υδραργύρου χρησιμοποιούμενου σαν φορέα | addition of mercury bichloride employed as a carrier |
lab.law. | προσωρινή μετακίνηση για λογαριασμό ενός φορέα παροχής υπηρεσιών | temporary relocation of workers employed by a firm providing services |
econ. | πόροι που λαμβάνονται από το δημόσιο φορέα στον οποίο ανήκουν | funds received from the government agency which owns |
astronaut., transp. | ρύγχος επανεισερχόμενου φορέα | reentry vehicle nose tip |
mech.eng. | σερβοβαλβίδα φορέα πυραύλων | launcher servo-valve |
IT | στάθμη λαμβανόμενου σήματος γειτονικής ή κυψέλης τρέχουσας εξυπηρέτησης μετρούμενη στο φορέα BCCH | received signal level of neighbouring or current serving cell measured on the BCCH carrier |
IT | στάθμη λαμβανόμενου σήματος στην κυψέλη εξυπηρέτησης μετρούμενη στο φορέα BCCH | received signal level in the serving cell measured on the BCCH carrier |
commun., el. | συναγερμός ομάδας φορέα | carrier group alarm |
nat.sc. | σύστημα ξενιστή-φορέα | host vector system |
med. | σύστημα ξενιστή-φορέα | host-vector system |
tech., industr., construct. | σύστημα οδήγησης φορέα χτενιών | drive of the reed carriage |
commun. | τέλη πρωτεύοντος διακεντρικού φορέα | primary interexchange carrier charges |
commun. | τέλη πρωτεύοντος διακεντρικού φορέα | PIC charges |
commun. | ταυτότητα του οικείου φορέα εκμετάλλευσης | home operator identity |
el. | ταυτότητα φορέα | carrier identification |
el. | ταυτότητα φορέα | carrier ID |
commun. | ταυτότητα φορέα εκμετάλλευσης | operator identity |
commun. | ταχυδρομείο που διεκπεραιώθηκε από ενδιάμεσο φορέα εκμετάλλευσης | mail handled by intermediary operator |
commun. | ταχυδρομικό υλικό που έχει ταχυδρομηθεί από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης | mail posted by a private operator |
med., life.sc. | τελική συγκέντρωση του φορέα στο σύστημα καλλιέργειας | final concentration of the vehicle in the culture system |
commer. | τιμή που εφαρμόζεται στο φορέα λιανικής διάθεσης | price charged to retailer |
transp. | τμήμα φορέα | bracing member |
transp. | τμήμα φορέα | brace strut |
insur. | υπάγομαι σ'ένα φορέα | to be insured with an institution |
el. | υπερσκέλιση φορέα | carrier override |
IT | υπηρεσία τράπεζας δεδομένων με φορέα το δημόσιο δίκτυο | public network-based data-bank service |
commun. | υπηρεσίες εναλλακτικού φορέα εκμετάλλευσης | alternative operator services |
commun. | υποβολή αίτησης σ΄ένα φορέα | one-stop ordering |
IT, tech. | Χαρακτήρας τέλους φορέα | end of-medium character |
IT, tech. | Χαρακτήρας τέλους φορέα | end of medium |
commun. | χρέωση από ένα φορέα | one-stop billing |
commun. | χρέωση κοινής γραμμής φορέα | carrier common line charge |
commun., IT | χωρητικότητα φορέα | bearer capability |