DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Government, administration and public services containing υπηρεσία | all forms
GreekEnglish
έξοδος από την υπηρεσίαtermination of service
δοκιμαστική υπηρεσία; άσκηση; περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίαςprobationary period
δοκιμαστική υπηρεσία; άσκηση; περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίαςperiod of probation
Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής ΔράσηςEU diplomatic service
εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσίαseverance grant
κεντρική δακτυλογραφική υπηρεσίαtyping pool
προσωπικό υπηρεσίας εκτός ωρών υποχρεωτικής εργασίας' υπηρεσία εκτός ωρών υποχρεωτικής εργασίας'skeleton staff on duty
τοποθέτηση/υπηρεσίαposting
τοποθέτηση/υπηρεσίαassignment to a post
υπάλληλος σε ενεργό υπηρεσίαofficial with active status
υπάλληλος σε ενεργό υπηρεσίαofficial in active employment
υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο υπάλληλοςthe civil service to which he belongs
υπηρεσία ετοιμότητας στον τόπο εργασίας ή κατ' οίκονstandby duty at the place of work or at home
υπηρεσία συνεχής ή σε βάρδιεςshiftwork