Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
German
Portuguese
Swedish
Terms for subject
Marketing
containing
υπερ
|
all forms
Greek
English
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
βελτίωσης των συνθηκών εργασίας
allocation to pension funds
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
βελτίωσης των συνθηκών εργασίας
allocation to personnel welfare institution
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
βελτίωσης των συνθηκών εργασίας
allocation to staff welfare funds
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
βελτίωσης των συνθηκών εργασίας
allocation to employee benefits
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
επιδομάτων των εργαζομένων
allocation to pension funds
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
επιδομάτων των εργαζομένων
allocation to personnel welfare institution
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
επιδομάτων των εργαζομένων
allocation to staff welfare funds
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
επιδομάτων των εργαζομένων
allocation to employee benefits
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
συντάξεων
allocation to pension funds
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
συντάξεων
allocation to personnel welfare institution
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
συντάξεων
allocation to staff welfare funds
επιμερισμός κεφαλαίου
υπέρ
συντάξεων
allocation to employee benefits
παρακρατήσεις
υπέρ
ασφαλιστικών ταμείων
contribution to employee benefit schemes
παρακρατήσεις
υπέρ
ασφαλιστικών ταμείων
contribution to pension funds
παρακρατήσεις
υπέρ
ασφαλιστικών ταμείων
contribution to staff welfare funds
παρακρατήσεις
υπέρ
ασφαλιστικών ταμείων
contribution to personnel welfare funds
παρακρατήσεις
υπέρ
ασφαλιστικών ταμείων
allocation to the staff provident fund
Σύστημα σταθεροποίησης των εσόδων από τις εξαγωγές
υπέρ
ορισμένων λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής
ΑΛΑ
Export earnings stabilization system for least-developed countries in Asia and Latin America
ALA
Get short URL