Terms containing τροφοδοτώ | all forms
Subject | Greek | English |
commun. | εργάτης που τροφοδοτεί το πιεστήριο | layer-on |
commun. | εργάτης που τροφοδοτεί το πιεστήριο | stroker-in |
commun. | εργάτης που τροφοδοτεί το πιεστήριο | feeder |
h.rghts.act., commer. | ορυκτά που τροφοδοτούν συρράξεις | conflict mineral |
industr., construct., met. | τροφοδοτώ κλίβανον | to fill |
industr., construct., met. | τροφοδοτώ κλίβανον | to charge |
earth.sc., el. | τροφοδοτώ με ηλεκτρισμό | to feed |
earth.sc., el. | τροφοδοτώ με ηλεκτρισμό | to supply |
earth.sc., el. | τροφοδοτώ με ηλεκτρισμό | to energize |
earth.sc., chem. | τροφοδοτώ με πάγο | ice |
transp. | τροφοδοτώ τη φωτιά | to stoke |
transp. | τροφοδοτώ τη φωτιά | to fire |
fin. | τροφοδοτώ τις πάγιες προκαταβολές | to replenish the imprest accounts |
transp. | τροφοδοτώ το καζάνι | to fill the boiler |
transp. | τροφοδοτώ το λέβητα | to fill the boiler |
fin. | τροφοδοτώ τους λογαριασμούς | to replenish the accounts |
industr., construct., chem. | Φούρνος με ηλεκτρική θέρμανση στους τροφοδότες γυαλιού | cell furnace |