DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing τροφοδοσία | all forms
GreekEnglish
αποθέματα τροφοδοσίας των διϋλιστηρίωνrefinery feedstocks
ηλεκτρική αντλία για τροφοδοσία λέβηταelectro boiler feed pump
συνέχεια τροφοδοσίαςcontinuity of supply
τάση τροφοδοσίαςsupply voltage
τροφοδοσία από το κύριο δίκτυοmains power supply
τροφοδοσία από το κύριο δίκτυοmains power source
τροφοδοσία ισχύοςpower supply