Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Business
containing
το
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από
το
πληρωτέο κατά τη λήξη
income arising from the spreading on a time basis of the discount on assets acquired at an amount below the sum payable at maturity
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από
το
σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές
Strasbourg Convention
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από
το
σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές
European Convention on the exercise abroad of certain powers by the liquidator in bankruptcy proceedings and on the information of foreign creditors
Ομάδα Υψηλού Επιπέδου Εμπειρογνωμόνων για
το
Εταιρικό Δίκαιο
Winter Group
Ομάδα Υψηλού Επιπέδου Εμπειρογνωμόνων για
το
Εταιρικό Δίκαιο
High-Level Group of Company Law Experts
πρόσωπο αναγνωρισμένο για
το
λογιστικό έλεγχο
authorised to audit accounts
συγκρισιμότητα,
το
να είναι συγκρίσιμος, -ο
comparability
το
αποτέλεσμα της
οικονομικής
χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
to
result in a loss or a profit
το
σύνολο των υποκειμένων σε ενοποίηση επιχειρήσεων
the undertakings to be consolidated
υποχρέωση
που απορρέει
από
το
νόμο ή από το καταστατικό
obligation in law or in the memorandum or articles of association
Get short URL