DictionaryForumContacts

   Greek English
Terms containing ταμειακό | all forms
SubjectGreekEnglish
fin.διακανονίζω το ετήσιο ταμειακό υπόλοιποto adjust the final cash position for each year
law, fin.προσωρινό ταμειακό πλεονέκτημαtemporary cash advantage
fin.συνολικό ταμειακό έλλειμμαoverall cash deficit
fin.ταμειακό έλλειμμαcash loss
fin.ταμειακό ή τραπεζικό έλλειμμαcash or bank shortage
fin.ταμειακό απόθεμαcash reserve
market., fin.ταμειακό γραμμάτιοI.O.U.
fin.ταμειακό υπόλοιποcash position
fin.ταμειακό υπόλοιποcash holdings
fin.ταμειακό υπόλοιποcash balance
law, fin.τρέχον ταμειακό διαθέσιμο σε συνάλλαγμαforeign exchange working balance
law, fin.τρέχον ταμειακό υπόλοιπα σε συνάλλαγμαforeign exchange working balance
gen.τρέχον ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμαforeign exchange working balance