DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Life sciences containing τάση | all forms
GreekEnglish
βάρος με το οποίο τίθενται υπό τάση σύρματα ινβάρstraining weight
επίπεδη τάση και επίπεδη παραμόρφωσηplain stress and strain
κλιματική τάσηclimatic trend
προϊόν που ενεργεί πάνω στην επιφανειακή τάσηsurface-active
τάση για διατήρηση του καιρούpersistence tendency
τάση διάσχισηςshearing stress
τάση μεταβολής της πίεσηςpressure tendency
τάση μεταβολής της πίεσηςadvective pressure tendency
τάση μεταβολής της πίεσηςbarometric tendency
τρίποδας στον οποίο αναρτώνται τα υπό τάση σύρματα ινβάρtension foot USA
τρίποδας στον οποίο αναρτώνται τα υπό τάση σύρματα ινβάρtension tripod USA
τρίποδας στον οποίο αναρτώνται τα υπό τάση σύρματα ινβάρstraining tripod
τρίποδας στον οποίο αναρτώνται τα υπό τάση σύρματα ινβάρstraining trestle
τρίποδας στον οποίο αναρτώνται τα υπό τάση σύρματα ινβάρchaining buck USA