Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
French
German
Hebrew
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
containing
συναρμολογητής
|
all forms
Subject
Greek
English
lab.law.
εφαρμοστής-
συναρμολογητής
κινητήρων
engine fitter-assembler
commun., el.
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πακέτων
access concentrator
commun., el.
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πακέτων
remote access point
commun., el.
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πακέτων
packet assembler/disassembler concentrator
commun., el.
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πακέτων
PAD concentrator
commun.
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πακέτων Χ.25
X.25 PAD
IT, tech.
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πακετών μηνυμάτων
packet assembler/disassembler
commun., IT
συναρμολογητής
/αποσυναρμολογητής πλαισιομετάδοσης
frame relay assembler/disassembler
lab.law.
συναρμολογητής
ειδών από φύλλα μετάλλου
sheet metal working fitter-assembler
lab.law., el.
συναρμολογητής
εναερίων γραμμών
overhead linesman
lab.law.
συναρμολογητής
ηλεκτρικών συσκευών
assembler
lab.law.
συναρμολογητής
καλωδίων
cable former
lab.law., industr.
συναρμολογητής
καλωδίων
strander
lab.law.
συναρμολογητής
μεταλλικών αντικειμένων
assembler
lab.law.
συναρμολογητής
μεταλλικών σκελετών
steel framework erector
lab.law.
συναρμολογητής
οργάνων ακριβείας
precision instrument fitter
lab.law.
συναρμολογητής
προκατασκευασμένων μεταλλικών ειδών
steel erector
arts., lab.law.
συναρμολογητής
ταινιών
film editor
lab.law.
συναρμολογητής
υπογείων γραμμών
cable jointer
industr.
συναρμολογητής
ψυκτικής εγκατάστασης
refrigeration installation engineer
industr.
συναρμολογητής
ψυκτικής εγκατάστασης
refrigeration erection engineer
lab.law.
συναρμολογητής
ωρολογίων
watch and clock assembler
Get short URL