DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing στερεα | all forms
GreekEnglish
ηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου στερεών πολυμερώνsolid polymer fuel cell
ηλεκτρολύτης του τύπου με στερεά πολυμερήsolid-polymer electrolyser
πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμωνMultiannual Programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuels
πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμωνCarnot programme
Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Διαχείριση των Προγραμμάτων Επίδειξης - Υγρο- ποίηση και Αεριοποίηση των Στερεών ΚαυσίμωνAdvisory Committee on the Management of Demonstration Projects on Liquefaction and Gasification of Solid Fuels
υγροποίηση και αεριοποίηση των στερεών καυσίμωνliquefaction and gasification of solid fuels