DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing σοκ | all forms
GreekEnglish
Αντοχή σε θερμικό σόκResistance to thermal shock
ασπίδα χορήγησης ηλεκτρικού σοκelectric-shock shield
όπλο εκτόξευσης βελών που προκαλούν ηλεκτρικό σόκtaser
όπλο εκτόξευσης βελών που προκαλούν ηλεκτρικό σόκelectric shock dart gun