DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing σε λειτουργία | all forms | in specified order only
GreekEnglish
έναρξη λειτουργίας κόντρα σε μία κλειστή βαλβίδαstarting against closed valve
ανοικτός σε θέση λειτουργίαςopening in the operating position
αντλία αξονικής ροής με ρυθμιζόμενα πτερύγια σε λειτουργίαaxial flow with variable pitch blades
αντλία με αξονικά έμβολα,σε πλάγιο δίσκο λειτουργίαςswash plate operated reciprocating pump
διαδικασία θέσεως σε λειτουργίαinitial starting
επαφές ανοικτές σε συνήθη λειτουργίαnormally-open contacts
επαφές κλειστές σε συνήθη λειτουργίαnormally-closed contacts
θέση σε μη ραδιενεργό λειτουργίαinactive commissioning
θέτω σε λειτουργίαactuate
ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάσηquarter-hourly rating power
ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάσηquarter-hourly rating
ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάσηquarter-hourly rating
ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάσηhalf-hourly rating power
ισχύς σε άφορτη λειτουργίαnon-load power
ισχύς σε άφορτη λειτουργίαfree power