DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing προσωρινή | all forms
GreekEnglish
προσωρινή απασχόλησηtemporary agency work
προσωρινή επιδότηση απασχόλησηςtemporary employment subsidy
Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας"European Interim Agreement on Social Security Schemes Relating to Old Age, Invalidity and Survivors
Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων"European Interim Agreement on Social Security other than Schemes for Old Age, Invalidity and Survivors