Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Afrikaans
Albanian
Amharic
Arabic
Armenian
Assamese
Azerbaijani
Basque
Bengali
Bosnian
Bosnian cyrillic
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Filipino
Finnish
French
Galician
Georgian
German
Gujarati
Hausa
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Igbo
Indonesian
Inuktitut
Irish
Italian
Japanese
Kannada
Kazakh
Khmer
Kinyarwanda
Konkani
Korean
Kyrgyz
Lao
Latvian
Lithuanian
Luxembourgish
Macedonian
Malay
Malayalam
Maltese
Maori
Marathi
Nepali
Norwegian Bokmål
Odia
Pashto
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Quechuan
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Sesotho sa leboa
Sinhala
Slovak
Slovene
Spanish
Swahili
Swedish
Tamil
Tatar
Telugu
Thai
Tswana
Turkish
Turkmen
Ukrainian
Urdu
Uzbek
Vietnamese
Welsh
Wolof
Xhosa
Yoruba
Zulu
Terms for subject
Law
containing
προσαρμογή
|
all forms
Greek
English
Επιτροπή για την
Προσαρμογή
των Οδηγιών στην Τεχνική Πρόοδο; Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο
των οδηγιών
Committee on the Adaptation of the Directives to Technical Progress
Επιτροπή για την
Προσαρμογή
των Οδηγιών στην Τεχνική Πρόοδο; Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο
των οδηγιών
Technical Progress Committee
Επιτροπή για την
Προσαρμογή
των Οδηγιών στην Τεχνική Πρόοδο; Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο
των οδηγιών
Committee on Adaptation to Technical Progress
εύλογη
προσαρμογή
reasonable accommodation
προσαρμογή
δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο υποχρέωση διατροφής
adjustment of maintenance orders
προσαρμογή
των κανόνων διαδικασίας
amend the Rules of Procedure
προσαρμογή
των οδηγιών στην τεχνική πρόοδο
adaptation of
the
Directives to technical progress
ρήτρα σχετικά με την τιμαριθμική
προσαρμογή
price indexation clause
συνεχής
προσαρμογή
του πακέτου
permanent updating of package
Get short URL