Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Polish
Russian
Terms
for subject
Law
containing
πραγματική
|
all forms
Greek
English
κατοχή
πραγματική
ή ιδεατή
effective or notional occupation
πραγματική
έδρα
real seat
πραγματική
έδρα
true place of business
πραγματική
έδρα
real head office
πραγματική
αύξηση της περιουσίας της επιχείρησης
gain in real terms
πραγματική
δημιουργία της υπεραξίας
actually realized capital gain
πραγματική
εμβέλεια του υποδείγματος χρησιμότητας
effective scope of the utility model
πραγματική
και ενεργός εμπορική εγκατάσταση
commercial real and effective establishment
πραγματική
πλάνη
mistake of fact
πραγματική
υποκατάσταση
real subrogation
πραγματική
χρήση του σήματος
actual use of the mark
ταχύτητα
πραγματική
actual speed
Get short URL