Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
πηδάλιο
|
all forms
Greek
English
ανασυρόμενο
πηδάλιο
κλίσης
plug aileron
αριστερό εξωτερικό
πηδάλιο
port outside rudder
αριστερό εσωτερικό
πηδάλιο
port inside rudder
αυτοσχέδιο
πηδάλιο
jury rudder
αυτόματο
πηδάλιο
gyro pilot
αυτόματο
πηδάλιο
automatic pilot
δεν υπακούω στο
πηδάλιο
not obey the helm
δεν υπακούω στο
πηδάλιο
not answer the helm
δεξιό εξωτερικό
πηδάλιο
starboard outside rudder
δεξιό εσωτερικό
πηδάλιο
starboard inside rudder
ενεργά ζυγοσταθμισμένο
πηδάλιο
power balanced rudder
ενεργά ζυγοσταθμισμένο
πηδάλιο
active rudder
ενιαίο οριζόντιο ουραίο
πηδάλιο
flying tail
εξωτερικό
πηδάλιο
ύψους-βάθους-κλίσεων
outboard elevon
επιβραδύνω την αναπρώρηση του πλοίου στρέφοντας το
πηδάλιο
στην αντίθετη κατεύθυνση
to
check helm
εσωτερικό
πηδάλιο
ύψους-βάθους-κλίσεων
inboard elevon
ζυγοσταθμισμένο
πηδάλιο
balanced rudder
ισόρροπο
πηδάλιο
balanced rudder
κλίμακα προς το
πηδάλιο
rudder ladder
κρατώ το
πηδάλιο
to
be at the helm
κρεμαστό
πηδάλιο
underslung rudder
κύριο
πηδάλιο
main rudder
λοξό
πηδάλιο
κλίσης
skewed aileron
μέσο
πηδάλιο
middle rudder
μετακινώ το
πηδάλιο
to
shift the helm
μετακινώ το
πηδάλιο
to
put over the helm
μονοκόμματο
πηδάλιο
αντιστάθμισης και πρόνευσης
stabilator
πηδάλιο
ανάγκης
jury rudder
πηδάλιο
βάθους
elevator
πηδάλιο
διευθύνσεως
guard rail
πηδάλιο
διευθύνσεως
safety rail
πηδάλιο
διευθύνσεως
wheel guide rail
πηδάλιο
διευθύνσεως
guide rail
πηδάλιο
διευθύνσεως
check rail
πηδάλιο
διεύθυνσης
rudder
πηδάλιο
διεύθυνσης
flag
πηδάλιο
ελέγχου κατεύθυνσης
guiding control linkage
πηδάλιο
ενός ελάσματος
single plate rudder
πηδάλιο
επιβράδυνσης
brake pedal
πηδάλιο
κατεύθυνσης
rudder
πηδάλιο
κλίσεως
aileron
πηδάλιο
κλίσεως ράχης
upper surface aileron
πηδάλιο
κλίσης ανόδου-καθόδου
elevator aileron
πηδάλιο
κλίσης διά φθοράς άντωσης
spoiler aileron
πηδάλιο
κλίσης με σχισμή
slotted aileron
πηδάλιο
κλίσης με χείλος σε σχισμή
slot-lip aileron
πηδάλιο
πρώρας
self propelled directing unit
πηδάλιο
πρώρας
bow rudder unit
πηδάλιο
τύπου HOOK
Haak-rudder
πηδάλιο
τύπου HITZLER
Hitzler rudder
πηδάλιο
τύπου FLETTNER
Flettner-rudder
πηδάλιο
ύψους-βάθους-κλίσεων
elevon
πρωραίο
πηδάλιο
bow steering plant
πρωραίο
πηδάλιο
bow rudder
στρέφω το
πηδάλιο
προς τα δεξιά
hard a-starboard
στρέφω το
πηδάλιο
προς τα δεξιά
to
put the helm hard over to starboard
στρίβω το
πηδάλιο
αριστερά
a-port the helm
στρίβω το
πηδάλιο
αριστερά
to
put the helm a-port
το σκάφος δεν υπακούει στο
πηδάλιο
vessel does not answer the helm
υπακούω στο
πηδάλιο
to
obey the helm
υπακούω στο
πηδάλιο
to
answer the helm
Get short URL