Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίο
|
all forms
|
in specified order only
Greek
English
πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίο
oil ore
πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίο
oil-ore carrier
πετρελαιοφόρο/ανθρακοφόρο/μεταλλευματοφόρο πλοίο
oil-coal-ore carrier
πετρελαιοφόρο/ανθρακοφόρο/μεταλλευματοφόρο πλοίο
OCO-carrier
πετρελαιοφόρο/φορτίου χύδην/μεταλλευματοφόρο πλοίο
oil-bulk-ore carrier
πετρελαιοφόρο/φορτίου χύδην/μεταλλευματοφόρο πλοίο
combination bulk carrier
general term
πετρελαιοφόρο/φορτίου χύδην/μεταλλευματοφόρο πλοίο
OBO carrier
Get short URL