DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίο | all forms | in specified order only
GreekEnglish
πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίοoil ore
πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίοoil-ore carrier
πετρελαιοφόρο/ανθρακοφόρο/μεταλλευματοφόρο πλοίοoil-coal-ore carrier
πετρελαιοφόρο/ανθρακοφόρο/μεταλλευματοφόρο πλοίοOCO-carrier
πετρελαιοφόρο/φορτίου χύδην/μεταλλευματοφόρο πλοίοoil-bulk-ore carrier
πετρελαιοφόρο/φορτίου χύδην/μεταλλευματοφόρο πλοίοcombination bulk carrier general term
πετρελαιοφόρο/φορτίου χύδην/μεταλλευματοφόρο πλοίοOBO carrier