Subject | Greek | English |
commun., IT | άμεση παρακολούθηση φάσματος | direct-monitoring of the spectrum |
med. | άτομο που χρειάζεται απαραιτήτως διαρκή περίθαλψη και παρακολούθηση | person who is badly in need of constant care and attendance |
commun., IT | αίτηση για παρακολούθηση | request for monitoring |
earth.sc. | ακουστική παρακολούθηση | aural monitoring |
gen. | ανίχνευση αδήλωτων μετακινήσεων με οπτική επιτήρηση/παρακολούθηση | detection of undeclared movements by optical surveillance/monitoring |
gen. | ανεξάρτητη παρακολούθηση καίριων στοιχείων | independent monitoring of key data |
med. | ανοσολογική παρακολούθηση | immunological surveillance |
med. | ανοσολογική παρακολούθηση | immune surveillance |
med. | ασφαλής παρακολούθηση | secure follow up |
commun. | αυτόματη παρακολούθηση | automatic monitoring |
transp., avia., el. | αυτόματη παρακολούθηση ουρανίων σωμάτων | automatically tracking celestial bodies |
IT | αυτόματη παρακολούθηση σήματος | signal automatical tracking |
IT, nat.sc. | αυτόματη παρακολούθηση στόχου | automatic target tracking |
commun. | αυτόματη παρακολούθηση τηλεοπτικών σταθμών | automatic monitoring of television stations |
commun. | αυτόματη παρακολούθηση του βαθμού κατάληψης του φάσματος | automatic monitoring of spectrum occupancy |
environ. | βασική παρακολούθηση/στοιχειώδης παρακολούθηση | baseline monitoring |
environ. | βιολογική παρακολούθηση | environmental biomonitoring |
environ. | βιολογική παρακολούθηση | biomonitoring |
pharma., tech., el. | βιολογική παρακολούθηση | biological monitoring |
environ. | βιολογική παρακολούθηση | biological monitoring The direct measurement of changes in the biological status of a habitat, based on evaluations of the number and distribution of individuals or species before and after a change |
health., med., environ. | βιολογική παρακολούθηση του ανθρώπου | human biomonitoring |
environ. | βιολογική παρακολούθηση του περιβάλλοντος | environmental biomonitoring |
environ. | βιολογική παρακολούθηση του περιβάλλοντος | biomonitoring |
environ. | βιολογική παρακολούθηση του περιβάλλοντος | biological monitoring |
med., transp., avia. | βιοϊατρική παρακολούθηση σε πτήση | biomedical monitoring |
transp. | δέσμη ενεργειακών κυμάτων για την παρακολούθηση του διαδρόμου | localizer beam |
polit., agric. | Δείκτης για την παρακολούθηση της ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών προβληματισμών στην κοινή γεωργική πολιτική | Indicator Reporting on the Integration of Environmental Concerns into Agriculture Policy |
fin. | δημοσιονομική παρακολούθηση | budgetary monitoring |
fin. | δημοσιονομική παρακολούθηση του προγράμματος-πλαισίου | budgetary monitoring of the framework programme |
commun. | δημόσια παρακολούθηση | public viewing |
crim.law. | διακριτική παρακολούθηση | discreet check |
transp., el. | διαστημική παρακολούθηση | space monitoring |
commun., astronaut., transp. | διαστημική παρακολούθηση | space tracking |
crim.law. | διασυνοριακή παρακολούθηση | cross-border surveillance |
agric. | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση | International Cooperative Programme on Assessment and Monitoring of Air Pollution Effects on Forests |
agric. | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση | ICP Forests |
health., environ. | δοκιμαστική παρακολούθηση | check monitoring |
UN | Δύναμη των ΗΕ για την παρακολούθηση της απαγκίστρωσης | United Nations Disengagement Observer Force |
commun., IT | εθνική και διεθνής παρακολούθηση | national/international roaming |
earth.sc. | ειδικά γυαλιά που προορίζονται για την παρακολουθηση κινηματογραφικών ταινιών τριών διαστάσεων | spectacles for viewing three-dimensional cinematograph films |
stat. | εκ των προτέρων στατιστική παρακολούθηση | prior statistical monitoring |
mater.sc. | εκ των υστέρων παρακολούθηση | post-auditing |
ed. | εκπαίδευση με ελαστική παρακολούθηση σπουδών; εκπαίδευση με μερική παρακολούθηση σπουδών | part-time training |
health., environ. | ελεγκτική παρακολούθηση | audit monitoring |
commun. | εν υπηρεσία παρακολούθηση | in-service monitoring |
econ., fin. | ενεργητική παρακολούθηση | reactive monitoring |
transp. | εξακρίβωση της προέλευσης και παρακολούθηση της πορείας του φορτίου | cargo tracking and tracing |
gen. | επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρηση | unattended measurement,monitoring or surveillance operation |
health. | επιδημιολογική παρακολούθηση | epidemiological surveillance |
environ. | επιλογή - οριοθέτηση του πεδίου - παρακολούθηση των επιπτώσεων | screening - scoping - monitoring |
polit. | Επιτροπή για την εφαρμογή κοινοτικού προγράμματος δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας 1997-2001 | Committee on the Community action programme on health monitoring 1997-2001 |
IT | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας δικτύων και των πληροφοριών Modinis | Committee for implementation of the programme for the monitoring of the eEurope 2005 action plan, dissemination of good practices and the improvement of network and information security Modinis |
polit. | Επιτροπή για την παρακολούθηση του εμπορίου ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών πρόδρομες ουσίες | Committee for monitoring trade in substances used for the illicit manufacture of narcotic drugs or psychotropic substances precursors |
environ. | Επιτροπή των αντιπροσώπων των κρατών μελών που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή και την παρακολούθηση της διαχείρισης της ιλύος | Committee of representatives of the Member States responsible for the implementation and monitoring of sludge management |
environ. | εποπτική παρακολούθηση | surveillance monitoring |
nat.sc. | εϊρωπαϊκή παρακολούθηση | European observatory |
law, lab.law. | ημέρα άδειας για την παρακολούθηση μαθημάτων κατάρτισης | day leave for training |
med. | θέτοντας υπό παρακολούθηση | placing under supervision |
health. | ιατρική εξέταση:ιατρική παρακολούθηση-ειδική εξέταση | medical examination : medical care - special examination |
med. | ιατρική παρακολούθηση | medical supervision |
med. | ιατρική παρακολούθηση | hypurgia |
health. | ιατρική παρακολούθηση | medical check |
health. | ιατρική παρακολούθηση | medical assessment |
health. | ιατρική παρακολούθηση | health surveillance |
gen. | ιατρική παρακολούθηση | medical observation |
law, agric. | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής | Regulation of the European Parliament and of the Council on the financing, management and monitoring of the common agricultural policy |
law, agric. | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής | Horizontal Regulation |
IT | κατ οίκον παρακολούθηση των οργανικών λειτουργιών | monitoring of physiological functions in the home |
commun. | κατά βήμα παρακολούθηση του ίχνους πορείας | step tracking |
patents. | κατάλογος κρατών υπό παρακολούθηση "special 301" | "special 301" watch list |
health. | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας | Programme of Community action on health monitoring |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on health monitoring within the framework for action in the field of public health |
agric. | κτηματολόγιο για την παρακολούθηση των αγροτικών εκτάσεων | register to monitor agricultural surfaces |
comp., MS | λογαριασμός υπηρεσίας χωρίς παρακολούθηση | unattended service account (The security account that is used when a data source is configured to connect as a single shared identity for all users) |
gen. | λογιστική παρακολούθηση | accountancy tracking |
med. | μακροπρόθεσμη παρακολούθηση | prospective follow-up |
health., med. | μετά τη διάθεση στην αγορά κλινική παρακολούθηση | post-market clinical follow-up |
health., pharma. | μετεγκριτική παρακολούθηση | post-marketing surveillance |
environ. | μηχανισμός για την παρακολούθηση στην Κοινότητα των εκπομπών CO2, και των λοιπών εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου | monitoring mechanism for anthropogenic CO2 and other greenhouse gas emissions not controlled by the Montreal Protocol in the Member States |
environ. | μηχανισμός για την παρακολούθηση στην Κοινότητα των εκπομπών CO2, και των λοιπών εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου | monitoring mechanism of Community CO2 and other greenhouse gas emissions |
environ. | μηχανισμός για την παρακολούθηση στην Κοινότητα των εκπομπών CO2, και των λοιπών εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου | mechanism for monitoring CO2 and other greenhouse gas emissions in the Community |
crim.law. | μυστική παρακολούθηση | discreet check |
law, commun. | νόμιμη παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών | lawful interception of telecommunications |
environ. | Οικολογική παρακολούθηση | ecological monitoring |
fin. | οικονομική παρακολούθηση των κυρώσεων σε περιπτώσεις απάτης | financial monitoring of sanctions against fraud |
coal., chem. | ολοκληρωμένη παρακολούθηση | comprehensive monitoring |
immigr. | ολοκληρωμένη χερσαία και θαλάσσια παρακολούθηση για το περιβάλλον και την ασφάλεια | Land and Sea Integrated Monitoring for Environment and Security |
gen. | ad hoc ομάδα για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμπερασμάτων του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004 για την Κύπρο | Ad hoc Working Party on the Follow-Up to the Council Conclusions on Cyprus of 26 April 2004 |
commun. | οπτική παρακολούθηση φάσματος ραδιοσυχνοτήτων | visual monitoring of the radio-frequency spectrum |
earth.sc. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Καιρού | World Weather Watch |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | European Earth monitoring programme |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Global Monitoring for Environment and Security |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Union Earth observation and monitoring programme |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | European Earth Observation Programme |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Copernicus |
med. | παιδικό οικοτροφείο υπό ιατρική παρακολούθηση | sanatorium for children |
environ. | παρακολούθηση/έλεγχος | monitoring |
environ. | παρακολούθηση αιθάλης | black smoke monitoring |
environ. | παρακολούθηση ακτινοβολιών | radiation monitoring The periodic or continuous surveillance or analysis of the level of radiant energy present in a given area, to determine that its prescribed amount has not been exceeded or that it meets acceptable safety standards |
environ. | παρακολούθηση ακτινοβολιών | radiation monitoring |
IT | παρακολούθηση αλλαγών | Track Changes |
comp., MS | παρακολούθηση απομακρυσμένης περιόδου λειτουργίας | shadowing (The process of viewing and interacting with an existing Remote Desktop Protocol session initiated by another user) |
econ. | παρακολούθηση από την τεχνική βοήθεια | technical assistance monitoring |
transp., mil., grnd.forc. | παρακολούθηση απόδοσης | performance monitoring |
comp., MS | παρακολούθηση αρχείου καταγραφής | log listener (A component that hooks up to a log object) |
environ. | παρακολούθηση γλυκών νερών | freshwater monitoring |
el. | παρακολούθηση δεδομένων | data monitoring |
transp., avia. | παρακολούθηση δεδομένων πτήσης | flight data monitoring |
gen. | παρακολούθηση διαχειρίσεως πυρηνικών υλικών | nuclear materials accounting |
commun. | παρακολούθηση εισερχομένων κλήσεων | monitoring on terminating calls |
commun., IT | παρακολούθηση εισερχόμενων κλήσεων | monitoring on terminating calls |
polit. | Παρακολούθηση Εκλογών | Election Observation |
commun., IT | παρακολούθηση επιδόσεων του δικτύου | monitoring of network performance |
nat.sc. | παρακολούθηση επιλεγµένου ιόντος | Selected Ion Monitoring |
chem. | παρακολούθηση επιλεγμένων ιόντων | multiple ion peak monitoring |
chem. | παρακολούθηση επιλεγμένων ιόντων | selected ion recording |
chem. | παρακολούθηση επιλεγμένων ιόντων | selected ion monitoring |
chem. | παρακολούθηση επιλεγμένων ιόντων | multiple ion monitoring |
comp., MS | Παρακολούθηση εφαρμογών | App Monitor (A dashboard where admins can track the overall health of the apps in a site collection or tenancy) |
commun. | παρακολούθηση ζεύξης | link monitoring |
fin. | παρακολούθηση θέσης | follow-up action |
environ. | παρακολούθηση θθορύβου | noise monitoring The systematic deployment of monitoring equipment for the purpose of detecting or measuring quantitatively or qualitatively the presence, effect, or level of noise |
environ. | παρακολούθηση θθορύβου | noise monitoring |
gen. | παρακολούθηση, καθοδήγηση και παροχή συμβουλών | monitoring, mentoring and advising |
environ. | παρακολούθηση και έλεγχος της μεταφοράς αποβλήτων | supervision and control of shipments of waste |
gen. | παρακολούθηση και αξιολόγηση | monitoring and evaluation |
environ., UN | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη | Cooperative programme for the monitoring and evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe |
environ., UN | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη | European Monitoring and Evaluation of Pollutants |
environ., UN | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη | Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe |
commun., IT | παρακολούθηση και διαχείριση | monitoring and management |
nat.sc., environ. | παρακολούθηση και πρόγνωση διαστημικών καιρικών φαινομένων | Space Weather Monitoring and Forecasting |
commun. | παρακολούθηση κατά τη σάρωση | track-while-scan |
commun. | παρακολούθηση κατά την σάρωση | track-while-scan |
comp., MS | παρακολούθηση κατανεμημένης σύνδεσης | Distributed Link Tracking (A service that tracks links in scenarios where the link is made to a file on an NTFS volume, such as shell shortcuts and OLE links) |
industr. | παρακολούθηση κατασκευής κοσμημάτων | hallmarking of jewellery |
gen. | παρακολούθηση καταστάσεως | situation monitoring |
transp., mil., grnd.forc. | παρακολούθηση κατώτατων ορίων εκπομπών | emission threshold monitoring |
stat., social.sc. | παρακολούθηση κοινωνικών στατιστικών | social statistics observatory |
environ. | παρακολούθηση κυκλοφορίας | traffic monitoring The periodic or continuous surveillance or analysis of the movement of persons, objects, vehicles or other conveyances along an area of passage |
environ. | παρακολούθηση κυκλοφορίας | traffic monitoring |
commun., transp. | παρακολούθηση μέσω ραντάρ | skin tracking |
commun., transp. | παρακολούθηση με ραντάρ | radar tracking |
ed., IT | παρακολούθηση με υπολογιστή | computer assisted monitoring |
law | παρακολούθηση μετά την έκτιση της ποινής | post-release follow-up activity |
med. | παρακολούθηση νόσων | surveillance of disease |
fin. | παρακολούθηση παρεμβάσεων νομισματικής πολιτικής | monitoring of monetary policy interventions |
environ. | παρακολούθηση περιβάλλοντος | environmental monitoring |
environ. | παρακολούθηση περιβάλλοντος | area monitoring |
med. | παρακολούθηση πληθυσμών σχολικής ηλικίας | monitoring of school-age populations |
commun. | παρακολούθηση ποιότητας ζεύξης | link quality monitoring |
el. | παρακολούθηση ποιότητας κυκλώματος | circuit quality monitoring |
transp. | παρακολούθηση πορείας των φορτηγών | recorded transit of wagons |
commun., IT | παρακολούθηση ρυθμού σφαλμάτων | error rate monitoring |
commun. | παρακολούθηση ρυθμού σφαλμάτων ευθυγράμμισης | alignment error rate monitoring |
law, commun. | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο | real-time, fulltime monitoring |
IT | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο των σχετικών με τις συναλλαγές εντύπων | real-time monitoring of the forms related to transactions |
commun. | παρακολούθηση σημάτων σε διάφορες βαθμίδες του πομπού | monitor |
transp., mech.eng. | παρακολούθηση στοιχείου | component monitoring |
transp., mil., grnd.forc. | παρακολούθηση συμπεριφοράς | performance monitoring |
comp., MS | παρακολούθηση συνομιλίας | conversation tracking (Keeping a record of chat conversations in CRM, which occur through Lync) |
commun. | παρακολούθηση συχνότητας | tracking |
environ. | παρακολούθηση σωματιδίων | particle monitoring |
commun. | παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών | interception of telecommunications |
environ. | παρακολούθηση της ατμόσφαιρας | atmospheric monitoring A practice of continuous atmospheric sampling by various levels of government or particular industries |
environ. | παρακολούθηση της ατμόσφαιρας | atmospheric monitoring |
life.sc. | παρακολούθηση της ατμόσφαιρας της γης | Global Atmospheric Watch |
agric. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεπισκόπηση | Monitoring Agriculture with Remote Sensing |
agric. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεπισκόπηση | Monitoring of Agriculture with Remote Sensing |
agric. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεπισκόπηση | Monitoring Agriculture by Remote Sensing |
tech., R&D. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεσκόπηση | monitoring agriculture with remote sensing |
tech., R&D. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεσκόπηση | monitoring agriculture by remote sensing |
fin. | παρακολούθηση της διαδικασίας αντιστοιχίας | follow-up of matchings |
mater.sc. | παρακολούθηση της διατήρησης της συνέχειας του κυκλώματος | to monitor circuit continuity |
fin. | παρακολούθηση της είσπραξης των ιδίων πόρων | monitoring of recovery of own resources |
ed., IT | παρακολούθηση της επίδοσης με τεχνητή νοημοσύνη | intelligent monitoring of performances |
gen. | Παρακολούθηση της κατάστασης | condition monitoring |
commun., IT | παρακολούθηση της κατάστασης του τερματικού | observe terminal status |
h.rghts.act. | παρακολούθηση της κατάστασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων | human rights monitoring |
life.sc., environ. | Παρακολούθηση της Παράνομης Θήρευσης Ελεφάντων | Monitoring Illegal Killing of Elephants |
environ. | παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα | air quality monitoring Regular checking and recording of air quality in a given area. The following pollutants must be considered: carbon monoxide, benzene, butadiene, lead, sulphur dioxide, nitrogen dioxide, and particulates |
environ. | παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα | air quality monitoring |
food.ind. | παρακολούθηση της πορείας μετά τη θέση σε κυκλοφορία | post-market monitoring |
transp. | παρακολούθηση της πορείας των αμαξοστοιχιών | supervision of train timing |
transp. | παρακολούθηση της πορείας των αμαξοστοιχιών | supervision of train running |
gen. | παρακολούθηση της προείας των αναλήψεων δαπανών | keeping track of expenditure commitments |
health., agric. | παρακολούθηση της πόρειας | audit trail |
environ. | παρακολούθηση της ρύπανσης | pollution monitoring The quantitative or qualitative measure of the presence, effect or level of any polluting substance in air, water or soil |
environ. | παρακολούθηση της ρύπανσης | pollution monitoring |
environ. | παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας | seismic monitoring |
environ. | παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας | seismic monitoring The gathering of seismic data from an area |
transp. | παρακολούθηση της χρησιμοποίησης των εκχωρηθέντων χρόνων χρήσης | to monitor the use of allocated slots |
health., life.sc., environ. | παρακολούθηση του βιολογικού αποτελέσματος | biological effect monitoring |
social.sc. | παρακολούθηση του διαδικτύου | internet monitoring |
nat.sc., transp. | παρακολούθηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος | monitoring of the marine environment |
environ. | παρακολούθηση του καιρού | weather monitoring The periodic or continuous surveillance or analysis of the state of the atmosphere and climate, including variables such as temperature, moisture, wind velocity and barometric pressure |
environ. | παρακολούθηση του καιρού | weather monitoring |
environ. | παρακολούθηση του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της κανονικής λειτουργίας των εγκαταστάσεων | environmental surveillance during the normal operation of the establishments |
transp. | παρακολούθηση των αμαξοστοιχιών | continuous supervision of trains |
gen. | παρακολούθηση των αποφάσεων της Επιτροπής | follow-up of Commission decisions |
social.sc. | παρακολούθηση των δαπανών και των εισόδων κοινωνικής προστασίας | monitoring of expenditure and of income as regards social protection |
mech.eng. | παρακολούθηση των διαλείψεων | misfire monitoring |
transp., avia. | παρακολούθηση των επιδόσεων | performance monitoring |
IT | παρακολούθηση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας | E-monitoring |
environ. | παρακολούθηση των θαλασσών | marine monitoring |
environ. | παρακολούθηση των θαλασσών | marine monitoring The assessment of marine pollution by an integrated chemical, ecological and toxicological survey |
fin. | παρακολούθηση των κοινοτικών πολιτικών | monitoring of Community policies |
fin. | παρακολούθηση των περιπτώσεων απάτης | financial monitoring of cases of fraud |
polit. | παρακολούθηση των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | action taken on Parliament's opinions and resolutions |
ed. | παρακολούθηση των προγραμμάτων | follow-up to programmes |
gen. | παρακολούθηση των πόρων και του δυναμικού του ΝΑΤΟ | monitoring of NATO assets and capabilities |
environ. | παρακολούθηση των ρύπων | pollutant monitoring |
environ. | παρακολούθηση των ρύπων | pollutant monitoring Periodic or continuous determination of the amount of pollutants present in the environment |
transp., avia. | παρακολούθηση των σχεδίων και των στόχων επιδόσεων | monitoring of performance plans and targets |
commun. | παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών | interception of telecommunications |
crim.law., commun. | παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών μετά από νόμιμη άδεια | lawful interception of telecommunications |
h.rghts.act., commun., tech. | παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων | wiretap |
environ. | παρακολούθηση των υδάτων | water monitoring Studies conducted to estimate the quantity and the quality of pollutants, nutrients and suspended solids contained in water bodies and to assess sources and factors associated with agricultural practices, industrial activities or other human activities |
environ. | παρακολούθηση των υδάτων | water monitoring |
IT | παρακολούθηση των υπό διαμετακόμιση εμπορευμάτων | to monitor goods in transit |
med. | περίπτωση υπό παρακολούθηση | case under observation |
environ. | περιβαλλοντική παρακολούθηση | environmental monitoring Periodic and/or continued measuring, evaluating, and determining environmental parameters and/or pollution levels in order to prevent negative and damaging effects to the environment. Also include the forecasting of possible changes in ecosystem and/or the biosphere as a whole |
environ. | περιβαλλοντική παρακολούθηση | environmental monitoring |
IT | πολυετές πρόγραμμα 2003-2005 για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας των δικτύων και των πληροφοριών MODINIS | multiannual programme 2003-2005 for the monitoring of the eEurope 2005 Action plan, dissemination of good practices and the improvement of network and information society |
fin. | προγραμματισμός και παρακολούθηση των εξαγωγικών πωλήσεων | planning and control of export sales |
fin. | προσέγγιση ελαχιστοποίησης διακυμάνσεων στην παρακολούθηση της πορείας του δείκτη | variance minimization approach to tracking |
fin. | προσέγγιση ελαχιστοποίησης διακυμάνσεων στην παρακολούθηση της πορείας του δείκτη | variance minimisation approach to tracking |
comp., MS | Προστασία από παρακολούθηση | Tracking Protection (The feature that blocks third-party web content that could potentially track someone's web activity) |
gen. | προσωπική παρακολούθηση | personal monitoring |
environ. | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη EMEP | Protocol to the Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, on Long-term Financing of the Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the Long-range Transmission of Air Pollutants in Europe EMEP |
environ. | Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη | Cooperative Programme for the Monitoring and Evaluation of the Long-range Transmission of Air Pollutants in Europe |
econ., commer. | στατιστική παρακολούθηση | statistical surveillance |
environ. | στοιχειώδης παρακολούθηση | baseline monitoring Monitoring of long-term changes in atmospheric compositions of particular significance to the weather and the climate |
environ. | συνδυασμένος καθορισμός προτεραιοτήτων με βάση παρακολούθηση και προσομοιώσεις | combined monitoring-based and modelling-based priority setting |
polit. | συνεδρίαση για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμπερασμάτων του Ελσίνκι | Helsinki Follow-up meeting |
gen. | συνεδρίαση για την παρακολούθηση των συμπερασμάτων της Βιέννης | Vienna follow-up meeting |
fish.farm. | συνεχής δορυφορική παρακολούθηση ; σύστημα συνεχούς εντοπισμού με δορυφόρο ; σύστημα παρακολούθησης μέσω δορυφόρου | satellite monitoring system |
fish.farm. | συνεχής δορυφορική παρακολούθηση ; σύστημα συνεχούς εντοπισμού με δορυφόρο ; σύστημα παρακολούθησης μέσω δορυφόρου | continuous satellite tracking system |
gen. | συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγηση | monitoring and evaluation |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | European Monitoring and Evaluation of Pollutants |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Cooperative programme for the monitoring and evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe |
gen. | συνεχής παρακολούθηση με υπερήχους | ultrasonic continuous monitoring |
gen. | συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση | surveillance |
gen. | συνοριακή παρακολούθηση | border surveillance |
gen. | συντονισμένο πρόγραμμα βοήθειας για την προετοιμασία και την παρακολούθηση των εκλογών στα Κατεχόμενα εδάφη | coordinated programme of assistance in preparing for and observing the elections in the Occupied Territories |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | monitoring |
med. | σύστημα για την παρακολούθηση των μετακινήσεων | system for tracing the movements |
forestr. | τακτική παρακολούθηση | follow-up routine |
law, commun. | ταυτόχρονη παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών | simultaneous interceptions |
gen. | τεχνική και δημοσιονομική παρακολούθηση | technical and budgetary follow-up |
econ. | τηλεοπτική παρακολούθηση | video surveillance |
transp. | τμήμα για την παρακολούθηση | monitor part |
fin. | Υπηρεσία,Πιστώσεις και παρακολούθηση των χορηγήσεων | Credit and Monitoring Department |
gen. | υπόθεση περαιωθείσα χωρίς παρακολούθηση | a closed, without follow-up, case |
law | υπόθεση σε παρακολούθηση | case in follow-up |
gen. | υπόθεση στην οποία η παρακολούθηση έχει ολοκληρωθεί | completed follow-up case |
law | υπόθεση υπό παρακολούθηση | case in follow-up |
fin. | χρηματοδοτική παρακολούθηση | financial monitoring |
comp., MS | εγκατάσταση χωρίς παρακολούθηση | silent setup (An installation that runs unattended and does not require any user input after it has been started) |
environ. | όργανο για την παρακολούθηση της βλάστησης από το διάστημα | vegetation monitoring space-borne instrument |