Subject | Greek | English |
law, health. | παράνομη διακίνηση ναρκωτικών | illegal trafficking in drugs |
law, health. | παράνομη διακίνηση ναρκωτικών | illicit trafficking in narcotics |
law, health. | παράνομη διακίνηση ναρκωτικών | illicit trafficking in narcotic drugs |
gen. | παράνομη διακίνηση ναρκωτικών | illicit traffic in drugs |
crim.law. | παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών | illicit traffic in narcotic drugs and psychotropic substances |
law, health. | παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών | illicit trafficking in narcotic drugs |
law, health. | παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών | illicit trafficking in narcotics |
law, health. | παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών | illegal trafficking in drugs |
crim.law. | παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών | illicit traffic in narcotic drugs and psychotropic substances |
fin., polit. | περιουσία ή πρόσοδοι που προέρχονται ή αποκτώνται αμέσως ή εμμέσως από ή που χρησιμοποιήθηκαν στη διεθνή παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών | property or proceeds derived from, obtained directly or indirectly through or used in, illicit international drug trafficking |
UN | Συμφωνία για την παράνομη διακίνηση μέσω θαλάσσης, που εφαρμόζει το άρθρο 17 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών | Agreement on Illicit Traffic by Sea, Implementing Article 17 of the UN Convention against Illicit Traffic in Narcotic Drugs and Psychotropic Substances |