DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing πέδιλο | all forms
GreekEnglish
ελατηριωτό πέδιλοspring loaded shoe
κινητό πέδιλοmovable shoe
πέδιλο για την ολίσθηση της κεφαλής του εμβόλουcross-head slipper
πέδιλο για την ολίσθηση της κεφαλής του εμβόλουcross-head slide block
πέδιλο για την ολίσθηση της κεφαλής του εμβόλουcross-head shoe
πέδιλο εκτροπής φέροντος καλωδίουstation entrance saddle
πέδιλο με ράουλαroller guide shoe
πέδιλο με τροχίσκουςroller guide shoe
πέδιλο ολίσθησης ελκόμενο από βαρούλκοbase pulled by winch
πέδιλο ουράςtail bumper skid
πέδιλο πόλουpole shoe
πέδιλο πόλουpole piece
πέδιλο σκέλους στήριξηςskid boot
πέδιλο φέροντος καλωδίουtrack rope saddle
σταθερό πέδιλοrigid shoe
στρεφόμενο πέδιλοturnable shoe
στρεφόμενο πέδιλο ασφαλείαςswivel safety shoe