DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing μονάδα | all forms
GreekEnglish
αδρανειακή μονάδαinertial unit
αερομεταφερόμενη μονάδα στρατούair transportable unit
ανακύκλωση στη μονάδα κατεργασίαςoff site recycling
ανακύκλωση στη μονάδα κατεργασίαςin-plant recycling
ανακύκλωση στην κεντρική μονάδαoff site recycling
ανακύκλωση στην κεντρική μονάδαin-plant recycling
ανεξάρτητη τεχνική μονάδαseparate technical unit
αντικαταστάσιμη επιτόπου μονάδαline replaceable unit
αντικαταστάσιμη μονάδαline replaceable unit
αυτοτελής μονάδα μεταφοράς φορτίουunit load device
βάρος ανά μονάδα επιφάνειαςweight per unit area
βάρος κινητήρα ανά μονάδα ισχύοςengine weight per horsepower
βοηθητική μονάδα ισχύοςauxiliary power unit
διακριτή τεχνική μονάδαseparate technical unit
διοικητική μονάδα κατασκευώνmanufacturing department
εκπαίδευση σε μονάδαunit training
ελέγχουσα κινητήρια μονάδαcontrolling unit
ελεγχόμενη κινητήρια μονάδαcontrolled unit
ελεγχόμενη μονάδαcontrolled unit
ελκτική μονάδαtraction unit
ελκτική μονάδαtractive unit
ελκτική μονάδαmotive power unit
επίγεια μονάδα ισχύοςground power unit
επίγεια μονάδα ισχύοςauxiliary power unit
επικεφαλής κινητήρια μονάδαleading unit
επικεφαλής κινητήρια μονάδαleading brake unit
επιχειρησιακή μονάδα "θαλάσσια ρύπανση"Marine Pollution Task Force
επιχειρησιακή μονάδα "ναυτιλιακά συστήματα του μέλλοντος"task force on maritime systems of the future
επιχειρησιακή μονάδα "το αυριανό αυτοκίνητο"task-force on the car of tomorrow
Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για τη Μονάδα Τεχνικής Υποστήριξης των ΣιδηροδρόμωνInternational Conference for the Technical Unity of Railways
εφεδρική μονάδαspare unit
εφεδρική μονάδα προσωρινής χρήσηςtemporary-use spare unit
ισοδύναμη μονάδα 40 ποδώνForty-Foot Equivalent Unit
ισοδύναμη μονάδα 40 ποδών40-foot equivalent unit
κανονική εφεδρική μονάδαnormal spare unit
κανονική εφεδρική μονάδαstandard spare unit
κανονική μονάδαstandard unit
κεντρική μονάδα διευθέτησης ροήςcentral flow-management unit
κεντρική μονάδα ρύθμισης της κυκλοφορίαςcentral flow management unit
κεντρική μονάδα ρύθμισης της κυκλοφορίαςCentral Air Traffic Flow Management Unit
κινητή μονάδαmobile unit
κινητή μονάδα ανοιχτής θάλασσαςmobile off-shore unit
κινητή ψυκτική μονάδαclip-on unit
κινητήρια μονάδαengine block
κινητήρια μονάδαengine console
κινητήρια μονάδαengine unit
κινητήρια μονάδαtractive unit
κινητήρια μονάδαtraction unit
κινητήρια μονάδαmotive power unit
κρίσιμη μονάδα ισχύοςcritical power unit
λειτουργούσα ελκτική μονάδαworking unit
λειτουργούσα ελκτική μονάδαunit producing power
λειτουργούσα μονάδαworking unit
λειτουργούσα μονάδαunit producing power
μεταβιβάζουσα μονάδαtransferring unit
μονάδα ή υποδοχή πλήρωσηςfilling unit or receptacle
μονάδα αναφοράς αδρανείαςinertial reference unit
μονάδα αντιμετώπισης κρίσεωνcrisis management unit
μονάδα απόληψης ισχύοςPower Take-Off unit
μονάδα απόληψης ισχύοςpower take-off unit
μονάδα βοηθητικής ισχύοςairborne auxiliary power unit
μονάδα βοηθητικής ισχύοςairborne APU
μονάδα διανομής οξυγόνουoxygen dispensing unit
μονάδα διατροπικής μεταφοράςintermodal transport unit
μονάδα διαχείρισης ροής της εναέριας κυκλοφορίαςair traffic flow management unit
μονάδα διαχείρισης της κυκλοφοριακής ροήςflow management unit
μονάδα διπλού τζαμιούdouble-glazed unit
μονάδα διπλού υαλοπίνακαdouble-glazed unit
μονάδα εγκατάστασηςinstallation unit
μονάδα ΕΕΚair traffic control unit
μονάδα ΕΕΚATC unit
μονάδα ελέγχουcontrol unit
μονάδα ελέγχουcontrolling unit
μονάδα ελέγχου απελευθέρωσης μοχλού σήματοςsignal lever releasing control unit
μονάδα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίαςair traffic control unit
μονάδα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίαςATC unit
μονάδα ελέγχου και οπτικοποίησηςcontrol and display unit
μονάδα ελέγχου προσέγγισηςapproach control unit
μονάδα ελέγχου στάσηςattitude unit
μονάδα ελέγχου στάσηςattitude control unit
μονάδα ελέγχου της κατεύθυνσης κίνησηςdrive direction control unit
μονάδα εξυπηρέτησηςservice unit
μονάδα εξυπηρέτησης εναέριας κυκλοφορίαςair traffic services unit
μονάδα εξυπηρέτησης εναέριας κυκλοφορίαςATS unit
μονάδα επί οχήματοςvehicle unit
μονάδα επί/εντός του οχήματοςon-board unit
μονάδα επιβατικών αυτοκινήτωνpassenger car unit
μονάδα ηλεκτρονικής αποκατάστασης της ισχύοςpower conditioning unit
μονάδα ικανότηταςcompetency unit
μονάδα ισχύος του μηχανισμού κινήσεως πηδαλίουsteering gear power unit
μονάδα κοχunit gross registered tonnes
μονάδα κοχGRT unit
μονάδα κυκλοφορίαςtraffic unit
μονάδα με ασύμμετρο διπλό τζάμιasymmetrical double-glazed unit
μονάδα με ασύμμετρο διπλό τζάμιasymmetrical double glazing
μονάδα με διπλό τζάμι από άκαμπτο πλαστικόrigid plastic double-glazed unit
μονάδα μεταβίβασηςtransferring unit
μονάδα μεταφοράς με πολλαπλά μέσαintermodal transport unit
μονάδα μεταφορώνtravel unit
μονάδα παραγωγήςproduction unit
μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύοςauxiliary power unit
μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύοςauxiliary power plant
μονάδα παραγωγής ισχύοςpower plant
μονάδα παροχής υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίαςair traffic services unit
μονάδα παροχής υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίαςATS unit
μονάδα πλήρωσηςfilling unit
μονάδα ρυμουλκήσεωςtowing unit
μονάδα στοιχείων επιβατώνPassenger Information Unit
μονάδα στρογγυλοποίησηςrounding off unit
μονάδα συγχρονισμούsynchro
μονάδα συσσωρευτήbattery module
μονάδα φίλτρου υγραερίουLPG filter unit
μονάδα φορτίουunit load
μονάδα φωτισμούlighting unit
μονάδα φωτισμούunit of light
μονάδα φωτισμούlight unit
μονάδα φόρτωσηςloading unit
μονάδα φόρτωσης πολλαπλών μέσωνmultimodal loading unit
μονάδα χειρισμού ή απελευθέρωσηςcontrol unit or release unit
μονάδα-όχημαvehicle unit
πλωτή αποθηκευτική μονάδαFloating Storage Unit
πρόσθια ψυκτική μονάδαnose-mounted refrigeration unit
πρότυπη μονάδα πειραμάτωνexperiment module
πτητική μονάδαflight unit
ροπή αδρανείας ανά μονάδα μήκουςweight moment of inertia versus unit of length
ρυμουλκούμενη κινητήρια μονάδαtrailing unit
ρυμουλκούμενη κινητήρια μονάδαtrailing brake unit
στρατιωτική μονάδα ελέγχουcontrolling military unit
συμμετρική μονάδα διπλού τζαμιούsymmetrical double-glazing
συμμετρική μονάδα διπλού τζαμιούsymmetrical double-glazed unit
φορητή μονάδα οξυγόνουportable oxygen unit
φορτίο ανά μονάδα ισχύοςload per unit of power
φορτίο ανά μονάδα ισχύοςload per horsepower
φορτίο κατά μονάδα μήκουςload per unit of length
φωτιστική μονάδαunit of light
φωτιστική μονάδαlight unit
ψυκτική μονάδα κάτω από το αμάξωμα του οχήματοςunderslung refrigeration unit
ψυχρή κινητήρια μονάδαdead unit
ψυχρή κινητήρια μονάδαdead brake unit