Subject | Greek | English |
nat.sc., agric. | αμπελοκαλλιέργεια που απαιτεί μερική απασχόληση | part-time wine-growing |
insur., lab.law. | ασφαλισμένος εργαζόμενος με μερική απασχόληση | part-time insured unemployment fund member |
insur., lab.law. | ασφαλισμένος εργαζόμενος με μερική απασχόληση | part-time insured |
agric. | γεωργία ως μερική απασχόληση | part-time farming |
social.sc., empl. | εθελοντική εργασία κατά μερική απασχόληση | voluntary part-time work |
law, lab.law. | εθελούσια μερική απασχόληση | voluntary part-time work |
agric. | εκμεταλλεύση με μερική απασχόληση | part-time farm |
lab.law. | εργαζόμενος με μερική απασχόληση | work-sharing unemployed |
fin., lab.law. | εργασία κατά μερική απασχόληση | part-time work |
med. | ιατρός με μερική απασχόληση | part-time physician |
law, stat. | μερική απασχόληση | part-time employment |
fin., lab.law. | μερική απασχόληση | part-time work |
law, stat. | μερική απασχόληση | part time employment |
gen. | μερική απασχόληση | part-time activity |
law, lab.law. | μερική απασχόληση | part-time job |
gen. | μερική απασχόληση | full-time activity |
econ. | μερική απασχόληση στη γεωργία | part-time farming |
social.sc., UN | Σύμβαση για τη μερική απασχόληση | Part-Time Work Convention, 1994 |
social.sc., UN | Σύμβαση για τη μερική απασχόληση | Convention concerning Part-Time Work |