DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing μείωση | all forms
GreekEnglish
μείωση κεφαλαίου αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου εντός ορισμένης χρονικής περιόδουcontingent debt
μείωση της ικανότητας βιοπορισμούreduced earning capacity
μείωση του ορίου συνταξιοδότησηςreduction of pensionable age
μείωση του ορίου συνταξιοδότησηςlowering of pensionable age